Νίκος Καρμοίρης – “Ο Γίγαντας” – Εκδόσεις Πνοή – Ρωτά ο Μπουζάρας Δημήτρης.
Πλούσιο το βιογραφικό πάρα το νεαρό της ηλικίας σας, Ιστορικός, MSc Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, έχετε ασχοληθεί με πολιτιστικούς, αθλητικούς κ.ά. φορείς –αφήνοντας σημαντικό έργο–, καθώς και με την δημοσιογραφία και την αρθρογραφία. Ασχολείστε με πολλά. Πόσο εύκολο είναι να χωρέσουν όλες αυτές οι ιδιότητες σας σε ένα 24ωρο, –προφανώς δεν είναι μόνο αυτές– τι είναι αυτό που το κάνει εφικτό,πού βρίσκει το χώρο;
Η αλήθεια είναι ότι, από την ενηλικίωσή μου έως και πρόσφατα, ασχολήθηκα έντονα με τα κοινά, και παράλληλα –κυρίως ερασιτεχνικά– και με άλλες δραστηριότητες. Δυστυχώς αυτή η περίοδος της ζωής μου συνέπεσε με μία κακή δημοσιονομική εποχή για το κράτος, που σημαίνει πως κι εγώ, όπως πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου, βρέθηκα σε καθεστώς ανεργίας ή ημιαπασχόλησης, οπότε υπήρχε πολύς χρόνος για κάποιες κοινωφελείς δραστηριότητες. Ακόμα, όμως, κι όταν είχα εργασία δεν μείωσα τους ρυθμούς και τον όγκο των δραστηριοτήτων μου. Πάντα έλεγα ότι θα βρω χρόνο για όλα, κι αν δεν βρω θα τον… γεννήσω! Όλη αυτή η δραστηριότητα μπορεί να με «γέμιζε», όμως μεγαλώνοντας αντιλήφθηκα ότι σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούσε εις βάρος μου, είτε σε επίπεδο –πάσης φύσεως– σχέσεων, είτε αδειάζοντας την ήδη επιβαρυμένη τσέπη μου, είτε εις βάρος της προσωπικής μου εξέλιξης. Πλέον, στα τριάντα μου, έχω ρίξει ρυθμούς, έκλεισα κάποιους κύκλους κι έχω αφήσει αρκετά πράγματα πίσω. Προσπαθώ, πλέον, οι επιλογές μου να αποφέρουν όφελος ταυτόχρονα σε συλλογικό/κοινωνικό και ατομικό επίπεδο και να μην λειτουργούν εις βάρος μου. Πάντως, στο τέλος της μέρας, αν νοιώσω ότι δεν ήμουν όσο δημιουργικός θα ήθελα η αλήθεια είναι ότι κάτι με πιάνει. Έχω ένα περίεργο σαράκι!
Η πρώτη σας λογοτεχνική προσπάθεια έχει τον τίτλο «» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή. Πώς προέκυψε, πώς χώρεσε στο ήδη «φορτωμένο» πρόγραμμά σας;
Όσο κι αν ακούγεται κλισέ ή ιδιόρρυθμο, την τέχνη, ή εν προκειμένω τη λογοτεχνία, δεν επιδιώκεις να τη συναντήσεις˙ έρχεται εκείνη και σε βρίσκει. Κι όταν συμβεί αυτό παίρνεις τα μέσα που διαθέτεις, κι αρχίζεις να δημιουργείς.
Γιατί παραμύθι; Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ερμηνεύσετε τον κόσμο μέσα από αυτό;
Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα γράψω ένα παραμύθι. Ότι είμαι ικανός, δηλαδή, να γράψω απλά, όπως πρέπει να είναι γραμμένο κάθε παραμύθι. Έχω μάθει να γράφω πιο σύνθετα και να σκέφτομαι ακόμα πιο σύνθετα. Πραγματικά η ιστορία του «Γίγαντα» προέκυψε σε μία στιγμή αποφόρτισης. Ήρθε και σφήνωσε στο μυαλό μου κι αμέσως πήρα χαρτί και μολύβι να την σημειώσω. Κι είμαι χαρούμενος που «Ο Γίγαντας» αγκαλιάστηκε αμέσως από τις εκδόσεις Πνοή κι ευτυχής που το κείμενο συνοδεύεται από την υπέροχη και ζωντανή εικονογράφηση του Γιώργου Σγουρού.
Στο πρώτο σας βιβλίο λοιπόν διαλέξατε ένα ιδιαίτερο θέμα, φορτισμένο συγκινησιακά, γιατί αυτό, θέλατε να αποδώσετε φόρο τιμής, έτυχε,πώς έγινε αυτή η επιλογή;
Έχω βιώσει κάποιες μεγάλες απώλειες. Κι όλο αυτό προσπάθησα –και προσπαθώ ακόμα– να το διαχειριστώ μόνος μου και να το δουλέψω μέσα μου. Κάποια στιγμή «έφυγε» ένας καλός φίλος και συγχωριανός, που είχαμε συνυπάρξει σε συλλογικότητες, ο οποίος ήταν προκάτοχός μου σε μια θέση ευθύνης και με τη στάση και τις συμβουλές του λειτούργησε ως παράδειγμα για εμένα. Ήταν αρκετά μεγαλύτερος από εμένα και τον γνώριζα από παιδάκι και –μάλλον– λόγω του παρουσιαστικού του στα παιδικά μου μάτια φάνταζε –κι έτσι είχε αποτυπωθεί μέσα μου– ως γίγαντας. Πριν λίγα χρόνια, την ημέρα που πέθανε, γύρισα κι είπα αυθόρμητα στον πατέρα μου: «Αχ!, ρε πατέρα, πεθαίνουν κι οι γίγαντες τελικά». Αυτή η φράση με βασάνιζε, και πάνω σε αυτή δομήθηκε το παραμύθι για να καταλήξει στην κατακλείδα του στο ότι «οι γίγαντες δεν πεθαίνουν ποτέ όσο γενούν νέους γίγαντες».
Πόσο σημαντικός είναι ένας Γίγαντας στη ζωή ενός παιδιού; Υπάρχει στη ζωή όλων;
Τα παιδιά είναι πιο εύπλαστα, αλλά όλοι ζυμωνόμαστε στην πορεία της ζωής μας, εύκολα ή δυσκολότερα. Άρα, όλοι έχουμε ανάγκη από πρότυπα, από παραδείγματα. Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί γίγαντες στη ζωή μας, το θέμα είναι να τους αναγνωρίσουμε, να τους ανακαλύψουμε…
Πώς θα τον αναγνωρίσουμε; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του;
Ήρεμη, κριτική κι ουσιαστική ματιά χρειάζεται. Και προπάντων διάθεση από τον καθένα μας για να αναγνωρίσει τους γίγαντές του, για να αντιληφθεί τους ανθρώπους που του απλώνουν το χέρι στα δύσκολα και στα αδιέξοδα, να αντιληφθεί την επιρροή που του άσκησαν με την στάση τους ή με το λόγο τους, κι έχοντας ενσυναίσθηση να τους μιμηθεί σε μιαν αντίστροφη περίπτωση.
Ένα παραμύθι που εκτός των άλλων μιλά για τον κύκλο της ζωής, την απώλεια, τη δύσκολη συνέχεια. Πόσο εύκολο – δύσκολο – επιβεβλημένο – φυσικό – επιτρεπτό είναι να μιλάμε στα παιδιά για δύσκολα θέματα; Υποτιμούμε την νοημοσύνη τους μη μιλώντας για όλα αυτά που είναι μέρος της ζωής;
Δεν είμαι ψυχολόγος για να απαντήσω σε αυτό. Θα το κάνω εμπειρικά. Πολλές φορές μιλάμε στα παιδιά με εκφράσεις που τους δημιουργούν μιαν κάποια –ίσως βασανιστική– προσμονή: «πήγε ταξίδι», «πήγε στον ουρανό», «τον πήρε ο θεούλης», «πήγε να συναντήσει τον τάδε», κ.ο.κ. Τους δημιουργούμε μια προσμονή –κι ίσως και μιαν αποστροφή για κάποια πράγματα– που θεωρώ ότι θα λειτουργεί εις βάρος της ψυχολογίας τους. Έχω βρεθεί σε πολύ νεαρή ηλικία σε αυτή την δυσάρεστη θέση, να πρέπει να μιλήσω σε μικρό παιδί για τέτοιο θέμα. Κι είχα αποφασίσει να πω την αλήθεια, χωρίς περιτυλίγματα. Δεν ξέρω αν έκανα το σωστό. Είναι κάτι πολύ προσωπικό που σπάνια το συζητάω και δεν θέλω να επεκταθώ.
Με αυτό το παραμύθι προσπάθησα να μιλήσω για τούτο το θέμα με αυθεντικότητα και αλήθεια, πιστεύοντας πως με αυτόν τον τρόπο άμεσα ή έμμεσα θα βοηθήσω τους συνανθρώπους μου που θα βρεθούν σε παρόμοια θέση.
Θεωρείτε πως σε όλες τις ηλικίες μπορούμε να μιλήσουμε για θέματα σαν αυτό αρκεί οι πληροφορίες να είναι «προσαρμοσμένες» στην ηλικία τους;
Σαφώς! Από τη στιγμή που, αμέσως μετά τη γέννησή μας, είμαστε έκθετοι στη ζωή πρέπει, αμέσως μόλις αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε, να δεχόμαστε και τις κατάλληλες πληροφορίες για να θωρακιζόμαστε. Το ζήτημα δεν είναι το πότε ένα παιδί είναι σε κατάλληλη ηλικία να του μιλήσεις για κάτι, αλλά ποιες είναι οι κατάλληλες λέξεις κι ο κατάλληλος τρόπος για κάθε ηλικία. Είναι μεγάλο θέμα όμως αυτό κι εγώ δεν είμαι ειδικός για να το αναπτύξω. Θα σας πω όμως ένα περιστατικό: Βρίσκομαι στο περίπτερο των εκδόσεων Πνοή στο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο το 2018. Ένα παιδάκι είχε πάρει το βιβλίο μου και το ξεφύλλιζε κι ήρθε η μαμά του να με ρωτήσει το θέμα του παραμυθιού. Ανάμεσα στα άλλα που της ανέφερα ήταν πως πραγματεύεται και την απώλεια. Η μαμά αυτή με στραβοκοίταξε, βούτηξε το βιβλίο από το χέρι του παιδιού της και το παράτησε στον πάγκο και γύρισε και μου είπε πως είναι πολύ μικρό το παιδί της για να του μιλήσει για τέτοια πράγματα. Νομίζω ότι στο πρόσωπό μου εκείνη τη στιγμή σχηματίστηκε ένα πικρό, σαρκαστικό γελάκι. Ευχήθηκα απ’ την ψυχή μου εκείνο το παιδί, όπως και κάθε παιδί, να βιώνει μόνο όμορφα πράγματα στη ζωή του. Όμως, το καλό με το κακό συνυπάρχουν και πορεύονται πλάι πλάι. Αυτή η γυναίκα είχε το παιδί της σε μία γυάλα. Μάλλον ζούσε κι η ίδια στη δική της γυάλα. Κι όταν οι γυάλες σπάνε κάνουν θόρυβο…
Κρύβουμε όλοι ένα Γίγαντα μέσα μας; Πώς ενεργοποιείται;
Οι άνθρωποι κρύβουμε μέσα μας τέτοια δύναμη που ούτε οι ίδιοι την φανταζόμαστε. Οι καταστάσεις την κινητοποιούν.
Είναι δύσκολη η ζωή ενός Γίγαντα; Εσείς, αισθάνεστε Γίγαντας;
Προτιμώ να νοιώθω στο ύψος μου! Ξέρω, όμως, πως όλοι λειτουργούμε με το παράδειγμά μας ως πρότυπα –άλλοτε υγιή κι άλλοτε νοσηρά– για συνανθρώπους με τους οποίους συμβιώνουμε στην ίδια κοινωνία. Θα απογοητευτώ αν αντιληφθώ ότι για κάποιους υπήρξα νάνος, και θα γεμίσω περισσότερες ευθύνες αν για κάποιους υπάρξω γίγαντας. Αλλά, πραγματικά, προτιμώ να διατηρούμαι σε αυτό το σκάρτο 1.80!
Γιατί πρέπει να αφηγούμαστε στα παιδιά μας; Τι είναι αυτό που κάνει το παραμύθι ένα όπλο στα χέρια του παιδιού ώστε να γνωρίσει ευκολότερα και πιο ανώδυνα τον κόσμο;
Γενικά το βιβλίο είναι όπλο στα χέρια του ανθρώπου και μοιάζει, σήμερα, σαν να το έχουμε λησμονήσει. Όσον αφορά το παραμύθι είναι ένα καλό εργαλείο για τον γονέα, που είναι εκείνος ο οποίος έχει τον τελικό λόγο για το τι θα φτάσει στα χέρια του παιδιού του. Θεωρώ πως μέχρι κάποια ηλικία το παραμύθι πρέπει –και μπορεί– να λειτουργεί διαδραστικά στο χτίσιμο της σχέσης γονέα και παιδιού. Το ηχόχρωμα της φωνής, η αγκαλιά, τα συναισθήματα και εν γένει η φυσική παρουσία του γονιού είναι αυτά που θα δυναμώσουν τις σχέσεις και θα δημιουργήσουν μνήμες και παραστάσεις στα παιδιά που θα τις κουβαλούν μέσα τους˙ κι όλο αυτό κάποια στιγμή θα ξεπηδήσει στο πέρασμα της ζωής τους σε τυχαίες συγκυρίες. Κι αυτό το λέω από προσωπική εμπειρία και βιώματα, πράγμα το οποίο το αντιλήφθηκα μόλις ξεκίνησα να γράφω το παραμύθι. Είχα πει κάποια στιγμή, πως, όταν έγραφα το «Γίγαντα», είχα στο νου περισσότερο τους γονείς παρά τα παιδιά. Φανταζόμουν τους γονείς να το διαβάζουν στα παιδιά τους έχοντάς τα στην αγκαλιά τους.
Έχουμε ακόμη αξίες σήμερα; Υπάρχουν υγιή πρότυπα για τα παιδιά μας;
Αλίμονο αν δεν είχαμε! Απλά στην εποχή της σάχλας, του δήθεν, του άνοου, του εύκολου κ.ο.κ. πρέπει να δουλέψεις πολύ και να θέλεις ακόμα περισσότερο να αναζητήσεις και να διακρίνεις καθαρές αξίες και υγιή πρότυπα. Ζούμε στην εποχή της εικόνας, που αναπαράγει ως επί το πλείστον το σκάρτο, τη δηθενιά κι όλη αυτή την γκλαμουροσαβούρα, γαρνιρισμένα με αίμα, δάκρυ, πορνό και μπάλα. Αν κάποτε «για να γυρίσει ο ήλιος ήθελε δουλειά πολλή», τώρα θέλει ακόμα περισσότερη. Χρειάζεται να κλείσουμε τα μάτια και να ανοίξουμε τις ψυχές μας για να δούμε καθαρότερα. Κι οφείλουμε εμείς οι μεγάλοι να αντισταθούμε σε όλο αυτό το κύμα της βλακείας για να προσφέρουμε καλύτερες πνευματικές προοπτικές στα παιδιά μας.
Εκτός από το παραμύθι υπάρχει στα σχέδιά σας η σκέψη να ασχοληθείτε με άλλο λογοτεχνικό είδος;
Ασχολούμαι, κυρίως, με το διήγημα. Έχω γράψει κάμποσα και μάλιστα με κάποια έχω κατά καιρούς λάβει μέρος και σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Εντελώς πρωτόλεια, κουτσοπαλεύω και με την ποίηση. Γενικά καταπιάνομαι με διάφορα είδη, πειραματίζομαι, κι όπου βγει. Δεν λέω είμαι παραμυθάς, ή διηγηματογράφος, ή ό,τι άλλο. Είμαι ένας γραφιάς. Και, βεβαίως, πάντοτε αφιερώνω τον χρόνο που απαιτείται και στην επιστήμη μου και την ιστορική έρευνα που κατά περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει και στη συγγραφή.
Ποιες οι επιλογές σας ως αναγνώστης;
Λατρεύω τα διηγήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείω άλλου είδους κείμενα. Απλά για παράδειγμα ένα μυθιστόρημα απαιτεί να αφιερώσεις αρκετό χρόνο, και αποτελεί μια κάποιου τύπου δέσμευση, κι αυτή την περίοδο δεν έχω πολύ ελεύθερο χρόνο. Ανεξάρτητα από το είδος όμως, θέλω πολύ να διαβάζω καλά βιβλία – σύμφωνα, πάντα, με τα προσωπικά μου κριτήρια. Αν και παλιότερα δεν το έκανα, πλέον αν κάποιο βιβλίο δεν με συγκινεί, το σταματώ και το τοποθετώ στο ράφι. Δεν υπάρχει χρόνος για δεύτερες ευκαιρίες στην ανάγνωση, δεν πρόκειται να βελτιωθεί η γραφή, το ύφος ή πλοκή ενός κακού –κατ’ εμέ– βιβλίου.
Τί ετοιμάζετε για το μέλλον;
Δουλεύω πάνω σε ένα καινούργιο παραμύθι, που είχε γραφτεί την ίδια εποχή με το «Γίγαντα» και νομίζω ότι σιγά σιγά έρχεται η ώρα να βγει από το συρτάρι και ν’ ανταμώσουν. Παράλληλα, όποτε μου ’ρθει, γράφω και κάνα διήγημα! Πραγματικά δεν ξέρω τι θα είναι εκείνο που θα βγει προς τα έξω. Το επόμενο βήμα είναι κυριολεκτικά άγνωστο!
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.
Πήγή:Bookia.gr