Κούκλες….Χριστουγεννιάτικη-ιστορία….. – Γράφει ο Άγγελος Τάσκος.
Κούκλες….Χριστουγεννιάτικη-ιστορία…..
Ζωοδόχου Πηγής και Ακαδημίας γωνία…..τα βλέμματα των περαστικών πέφτουν πάνω στην βιτρίνα , όπως τα φύλλα του φθινοπώρου πέφτουν από τα δέντρα και τα αφήνουν γυμνά, λες και ξεντύνονται από πρόχειρες ανάγκες και επιθυμίες και μένουν μόνο με την αλήθεια τους, γυμνά απέναντι στον αέρα, τη βροχή, το κρύο και τις ξαφνικές επισκέπτριες ηλιαχτίδες.
Κατάστημα ρούχων και παλτών «Αφοί Σαράντοι»…όσο και τα χρόνια που είναι αυτό το κατάστημα σε λειτουργία. Κατάστημα παλιό, γεμάτο μνήμες ,αφού ο πατέρας και τα παιδιά Σαράντοι μπόρεσαν με πολύ κόπο να ανοίξουν αυτό το μαγαζί μέσα στην καρδιά της δικτατορίας. Μνήμες σκληρές- μα ανθεκτικές- όσο και η παλιά βιτρίνα του ,που αποτελούνταν από μια ξύλινη σκούρα κατασκευή που ήταν και το «πρόσωπο» του μαγαζιού. Μικρή αρκετά η βιτρίνα, ίσα-ίσα που χώραγαν δύο κούκλες ξύλινες- από αυτές τις παλιές- ξύλο βαρύ γεμάτο ρόζους- και δύο παραλληλόγραμμα ράφια σαν σκαλιά το ένα κάτω από το άλλο. Εκεί δειγματίζονταν και κάποια από τα ρούχα κάθε καινούργια σεζόν. Βέβαια αυτή η φθινοπωρινή σεζόν δεν θα έρθει με καινούργια εμπορεύματα, καθώς το γέρικο κουφάρι του μαγαζιού δεν άντεξε άλλο πια, ύστερα από τη τεράστια κρίση που έχει πλήξει το κέντρο της Αθήνας και όχι μόνο,τα τελευταία χρόνια. Αυτή η «χούντα» αποδείχθηκε πιο ύπουλη και σθεναρή. Ήδη στο 2011 πολλά μαγαζιά στους γύρω δρόμους κατέβασαν τα ρολά τους οριστικά. Εκποίηση εμπορευμάτων ονομάζεται πια η λαιμητόμος των ονείρων και των προσδοκιών που συντρόφευσαν αυτές τις 4 δεκαετίες όλα τα έμψυχα και άψυχα τούτου του μαγαζιού.
Αυτή η σεζόν του φθινοπώρου λες και κρύβει μέσα της μια άρνηση εποχής..όχι για να αποτρέψει τον ερχομό της, αλλά για να μείνει σε πείσμα των δύσκολων καιρών προσκολλημένη σε προηγούμενα ζωντανά χρόνια. Όπως είναι οι αναμνήσεις των ανθρώπων ,που λίγο πριν το τέλος της γέρικης ζωής τους ξανακοιτάζουν την διαδρομή της, το ταξίδι τους μέσα από μνήμες και εικόνες. Εικόνες και μνήμες είχαν και αυτές οι δύο κούκλες, οι κούκλες της βιτρίνας. Μια με γυναικείο σώμα και μια με ανδρικό. Πάνω στο ξύλινο κορμί τους είχαν φιλοξενήσει προσδοκίες και λαχτάρες των περαστικών. Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα, άνοιξη και πάλι καλοκαίρι …όλα αυτά τα χρόνια. Αέναοι κύκλοι ζωής που χαράζονταν πάνω τους, πάνω στους ρόζους, γεμάτοι σοφές εμπειρίες, ακίνητες υπομονές, πληρωμένες ελευθερίες. Η φύση βρίσκεται παντού…στα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου, στην ελευθερία του ήλιου που έλουζε τη βιτρίνα -με το άλλοτε ανυπόφορο φως του,- στο «σας ευχαριστώ πολύ» του κυρίου Σαράντου ύστερα από τις αγορές των πελατών , αλλά και στις αμέτρητες στιγμές που βρίσκουν μαζί, πλάι την μία στην άλλη, τις κούκλες. Κούκλες που ντύθηκαν όλα αυτά τα χρόνια τις μοίρες της μόδας, τις ανάγκες των πελατών, τη φροντίδα και τακτοποίηση των ρούχων πάνω τους σε καθημερινή βάση ,έτσι ώστε να είναι έτοιμες στα πρώτα βλέμματα των υποψήφιων αγοραστών, σε αυτή την καθημερινή μάχη της επιβίωσης.
Υπήρχαν φορές που ένιωθαν φτηνές…ένιωθαν πολλά περιπαικτικά μάτια να τις κοιτάζουν εξονυχιστικά και αυτές εκεί ακίνητες να δείχνουν τις πραγμάτειες τους με την τιμή τους….σαν πουτάνες που στέκονται εκεί και οι περαστικοί κάνουν μάτι… μάτι στις επιθυμίες τους. Αν είχαν στόμα τι θα είχαν να μας πουν άραγε? Μα μιλούν. Αρκεί να είσαι ικανός να τις ακούσεις, να τις αφουγκραστείς. Μιλούν, ακούν, βλέπουν, σκέφτονται μέρα νύχτα εκεί…συμφωνούν, διαφωνούν ,απλά στερούνται το δικαίωμα της κίνησης..λες και έχουν το ρόλο του άκοπου, ακίνητου φρουρού της πραγματικότητας. Δεν θυμάσαι εκείνο το απόγευμα της Δευτέρας, όπου τα μαγαζιά ήταν κλειστά? Τσουχτερό το κρύο εκείνον τον Δεκέμβρη του 2008 και εκείνος ο πιτσιρικάς αφού είχε αποκάμει όλη τη μέρα παίζοντας το ακορντεόν για να μαζέψει κανένα νόμισμα για να αγοράσει κάτι να φάει, έκατσε να ξαποστάσει στο προσκέφαλο της βιτρίνας…ήταν η αγαπημένη του, του θύμιζε την οικογένειά του, τον μπαμπά και τη μαμά του…στην Τσετσενία της πρώην ΕΣΣΔ. Τους δικούς του ,τους πιάσαν στα σύνορα και τους στείλαν πίσω. Αυτός κατάφερε να ξεγλιστρήσει πίσω από τους μεγάλους κορμούς των δέντρων στο Δέλτα του Έβρου πριν από μερικούς μήνες. Και να σου τώρα δω ο δωδεκάχρονος πιτσιρικάς σουλατσάριζε εδώ και εκεί όλο το κέντρο της Αθήνας, με το πρώτο ήχο του σκουπιδιάρικου- από τα ξημερώματα. Τα πόδια του αδύνατα και ταλαιπωρημένα. Ξύλινα και ακούραστα. Ο μικρός Οδυσσέας έβρισκε καταφύγιο για τον ύπνο του, στην εσοχή που είχε το μαγαζί του κυρίου Σαράντου. Εκεί άπλωνε την πραγμάτειά του..καμιά χαρτόκουτα και το βαρύ παλτό του που κουβαλούσε κατάσαρκα πάνω του. Σωσίβιο στο κρύο. Λίγο πριν κοιμηθεί πήγαινε στη βιτρίνα και τους μίλαγε, τους τα έλεγε όλα…για το φόβο του που είναι μόνος, για το πόσο του λείπουν οι δικοί του, για την πείνα του, για τα όνειρά του… ναι είχε όνειρα αυτός ο μελαχρινός πιτσιρικάς. Τι όνειρα? Να ένα από αυτά ήταν να μπει και αυτός στην βιτρίνα στο κενό που υπήρχε ανάμεσα στο μπαμπά κούκλο και στην μαμά κούκλα και να ξαναγίνουν έτσι…οικογένεια. Το προσδοκούσε κάθε μέρα, τούς έβλεπε εκεί να στέκονται αγέρωχοι, έτοιμοι για το κλικ μιας φωτογραφίας που θα γραφόταν στο κλικ της καρδιάς του. Τους έβλεπε εκεί, με τα ζεστά παλτά τους, ντυμένοι με τα όμορφα κασκόλ και καπέλα τους και πριν τους πει καληνύχτα, τούς έπαιζε εκείνο το τσετσένικο σκοπό στο ακορντεόν που έπαιζε ο πατέρας του κάθε Κυριακή καθώς γύρναγαν από την εκκλησία στο μεσημεριανό τραπέζι…Άνοιγε και έκλεινε τα συναισθήματά του σε αυτό το ακορντεόν και η μουσική που έβγαινε ήταν συμπαντική..ξαπόσταιναν οι ψυχές των δρόμων, άστραφταν τα φώτα των βιτρινών , όπως τα αστέρια ,άκουγε την καληνύχτα του μπαμπά και της μαμάς κούκλας προς σε αυτόν για να τον συντροφεύσουν στο ενύπνιο όνειρο και τούτης της νύχτας.
Μα και αυτές για να αντέξουν αυτές τις παγερές βραδιές , μίλαγαν με τη σιωπή τους, για τον έρωτά τους. Ήταν ένας ιδιότυπος έρωτας, καθώς ποτέ δεν μπόρεσαν να αγγίξουν το χέρι ο ένας του άλλου, τα χείλη να βάλουν τα όρια στο άλλο στόμα, οι ανάσες τους να έπεφταν σαν ζέση λυτρωτική στο λαιμό τους. Αλλά ήταν ο πιο απελέκητος έρωτας. Είναι ο έρωτας αυτός όπου τα άκρα της καρδιάς παίζουν τα παιχνίδια που θα έπαιζαν τα άκρα των σωμάτων. Απελέκητη από τη φθορά και την επανάληψη ,αφού ποτέ δεν υπήρξε η πρώτη φορά σε όλα αυτά για αυτές…και η πίστη τους είχε πάρει το ρόλο της προσμονής μέχρι την πρώτη απογοήτευση που όμως ποτέ δεν έρχεται, με το ξύλινο σώμα τους τότε να γεμίζει από όλες τις εποχές… τα κύτταρά τους να είναι οι ρίζες της άνοιξης, τα νεύρα τους οι καρποί του καλοκαιριού, τα φύλλα τους οι στιγμές που πέφτουν και που θα ξαναβλαστήσουν, θα γίνουν πρώτα λίπασμα και αυτής της ζωής, ζωής ανθοφόρας, αναγεννησιακής. Ζωή με χαρμολύπη. Μέχρι να κοπούν και να γίνουν κούκλες σε μια βιτρίνα. Δεν τις άφησαν να έχουν σε όλα αυτά την πρώτη τους φορά. Παρά μονάχα τους επιβλήθηκε αυτή η απελέκητη ακινησία, που φαινόταν μόνο στα βλέμματα των ανθρώπων. Ενώ μέσα τους κουβάλαγαν ήδη μια γεννουσιουργό ζωή, γεμάτη με τα μυστικά του δάσους, τις φωλιές των πουλιών ,με τα τραγούδια τους, τα ξωτικά που έπαιζαν με τις αστραπές και τις αχτίδες για να φωτίζουν τις ανείπωτες ιστορίες τους, τις ρίζες που άπλωναν τα νεύρα τους για να αισθανθούν τη θαλπωρή της μάνας γης και τα κλαδιά τους που ξεμυτούσαν όλο και πιο ψηλά λες και θα άγγιζαν τον πατέρα ουρανό τους. Όλα αυτά καλά κρυμμένα σε αυτή την ακινησία. Και λίγοι αυτοί, που ήταν ικανοί να δουν την κίνηση της ζωής μέσα σε αυτήν την ακινησία. Λες και οι κινήσεις όλων των ανθρώπων που είναι μυριάδες με πολλές κατευθύνσεις και χρόνους σημαίνουν πως πάντα οδηγούν σε τοκετούς που γεννούν ζωή. Συνήθως όμως οδηγούν σε μια τελματική επιφανειακή ακινησία, σε μια ύπουλη αδράνεια του νου και της καρδιάς.
Ακούραστοι παρατηρητές της καθημερινότητας, σιωπηλοί «εξομολογητές» των σκέψεων των περαστικών που ακούμπαγαν πάνω τους, υπομονετικοί κομπάρσοι που «ενσάρκωναν» τους ρόλους που τους επιβάλλονταν. Αφού ήταν τόσο δυνατές συναισθηματικά οι καταστάσεις αυτές που δεν νοιάζονταν με τι ρούχα ήταν ντυμένες, αλλά πρόσμεναν να ντυθούν με τις εσωτερικές σκέψεις όλων αυτών που στέκονταν αντίκρυ τους και τους παρατηρούσαν. Ή που απλά κάθονταν εκεί απέναντί τους –λες και ήταν σημείο αναφοράς- σε γεγονότα προσωπικά των ανθρώπων …όπως εκείνο την άνοιξη ,στο χωρισμό ενός ζευγαριού.
« -Είσαι ένα κορμί χωρίς ψυχή, όπως αυτές οι κούκλες της βιτρίνας
-Δεν είναι έτσι, δεν με καταλαβαίνεις…
-Τα έσβησες όλα μονοκοντυλιά.. σε αγαπώ Θωμά, όμως εσύ τα καταστρέφεις όλα. Όλα, όλα με ακούς? Εσύ ακούς μόνο τον εγωισμό σου.
-Πες ότι θες, ότι φταίω εγώ για όλα Ελπίδα ,αλλά το θέμα τελείωσε μεταξύ μας. Δεν ωφελεί να αναζητάς αυτό που έχει φύγει και εγώ έχω φύγει από τη σχέση αυτή εδώ και καιρό. Γεια σου και να προσέχεις. Να βρεις κάποιον που σου αξίζει…
-Για μένα αξίζεις εσύ!
-Αντίο..να προσέχεις ».
-Ανοησίες δεν τις λέει ? Δεν συμφωνείς? Από τι να προσέχει άντρα μου?( ρώτησε η κούκλα τον κούκλο)
-Να προσέχει… να προσέχει… Αλήθεια από τι εννοούσε?
-Ίσως να εννοούσε να προσέχει να μην αγαπά κορμιά στεγνά, χωρίς ψυχή, ξύλινα… χωρίς να έχουν μέσα τους τα αινίγματα και τις μνήμες της φύσης ,που μέσα από τα συναισθήματα σιγά- σιγά λύνονται και δεν ξεχνιούνται. Αντριεύουν και οδηγούν σε άλλους χρησμούς που θα ερμηνευθούν με τον καιρό και θα οδηγήσουν σε άλλα αινίγματα.
-Δηλαδή αυτό είναι η ζωή ..αινίγματα και χρησμοί γυναίκα μου ?
-Κάπως έτσι… Αλλά ίσως τελικά το αίνιγμα δεν πρέπει να λύνεται ,αλλά να βιώνεται και τότε πίστεψέ με θα βγουν όλες οι αλήθειες. Αλήθειες χωρίς λήθη ,γιατί τα βιώματα αυτά θα χαρτογραφούνται μέσα στην ψυχή ,αλλά και στους χρησμούς που ο τελικός σκοπός τους να μην είναι να ερμηνεύονται ,αλλά να στέκονται εκεί δείχνοντας το χρηστικό στοιχείο που έχει ο καθένας τους και που θα πρέπει να τον ανακαλύπτουμε για να κάνουμε πιο ζωηφόρες τις απελέκητες βεβαιότητες μας , μέχρι να πελεκηθούν στο σχήμα του τέλους, της ολοκλήρωσης μιας χρονικής στιγμής που από τη ρωγμή της θα πλημμυρίσουν τα έσω μας με φως και μόνο με φως.
Συνεχίζεται…
Γράφει ο Άγγελος Τάσκος.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.