Ε,και; – Ελένη Περινού

Ε,και; – Ελένη Περινού

“Πρέπει να αγαπάς την ζωή περισσότερο από το ίδιο το νόημα της ζωής”

 

 

Για ποιο λόγο αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;

Δεν ξέρω αν έγινα συγγραφέας, το μόνο που ξέρω και μπορώ να σας πω είναι πως γράφω. Δεν το αποφάσισα, έγινε μόνο του. Υπήρχε και υπάρχει μια εσωτερική ανάγκη που με ωθεί να γράφω.

Πότε γίνεται κανείς συγγραφέας, πριν την έκδοση ή μετά;

Δε γνωρίζω. Εγώ απλώς καταγράφω αυτά που νιώθω,  αυτά που με κατακλύζουν κι ύστερα αναβλύζουν ορμητικά από μέσα μου, αναζητώντας διέξοδο. Μόλις ολοκληρωθεί μια ιστορία, νιώθω πως έφυγε από μένα. Δεν μου ανήκει πια. Δεν είναι δικιά μου δουλειά δηλαδή τι θα γίνει παραπέρα. Φυσικά νιώθω χαρά όταν το βιβλίο μου διαβάζεται, αλλά κυρίως χαίρομαι όταν μου έρχεται πίσω η εντύπωση του άλλου, η αίσθησή του, όποια και να ‘ναι αυτή. Όταν το βιβλίο έχει κάτι να πει, κάτι να προσφέρει, έστω και τόσο δα, κάτι μικρό αλλά ευεργετικό, νιώθω ευγνωμοσύνη και πληρότητα.

Ποια σημεία σας δυσκόλεψαν στη συγγραφή του βιβλίου;

Δεν με δυσκόλεψαν σημεία του βιβλίου. Δεν θα το έλεγα δυσκολία. Θα το έλεγα βαθιά ευχαρίστηση και ενθουσιασμό καθώς βουτάω μέσα στην πλοκή και δίνομαι εντελώς, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου, μέχρι να αισθανθώ εσωτερική ανάπαυση όταν έρθει η ώρα να κλείσει  ο ένας κύκλος και να ανοίξει ένας άλλος. Σε έναν διάλογο που χτίζεται για παράδειγμα, με εξιτάρει να είμαι απόλυτα παρούσα. Όχι απλά παρατηρητής, αλλά να μπαίνω σε κάθε ρόλο.

Πώς ξεκινάτε έχοντας κατά νου την ιδέα, τον ήρωα; Πώς έρχεται μια ιδέα;

Δεν μπορώ να το γενικεύσω. Είναι διαφορετικά κάθε φορά. Πέρα από την εσωτερική μου ανάγκη, στο πρώτο μου βιβλίο για παράδειγμα, άρχισα να γράφω χωρίς να έχω κανένα προσχέδιο. Στο δεύτερο ήθελα απλώς να καταγράψω μια ιστορία ζωής όπως την έζησα μέσα από τη ματιά κάποιων φίλων. Τώρα στο τρίτο μου βιβλίο το «ε, και;» τα πράγματα έγιναν εντελώς  διαφορετικά. Προηγήθηκε ένα επιστημονικό σύγγραμμα, το οποίο άρχισα να γράφω από τότε που ήρθα μόνιμα στην Κρήτη. Ύστερα αφέθηκα στις καινούργιες προσλαμβάνουσες , εμπειρίες  με τους ανθρώπους εδώ και με τους ασθενείς, ενώ παράλληλα είχα ξεκινήσει δυο μυθιστορήματα. Τελικά με τον καιρό, άρχισε να παίρνει μορφή το ένα από τα δύο. Απλά, χωρίς προσπάθεια.

 

Είστε ψυχολόγος,  μουσικός, τραγουδοποιός, η συγγραφή πως προέκυψε και τι κενά συμπλήρωσε; Γιατί μυθιστόρημα;

Όπως ανέφερα και προηγουμένως, μου άρεσε να γράφω και λίγο πριν μπω στην εφηβεία, έγραψα τα πρώτα μου κείμενα, κάτι ας πούμε σαν ελεύθερη ποίηση. Σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες μέσα σε λέξεις.  Ήταν ο χώρος μου, ο δικός μου χώρος. Εκεί έκανα ό,τι ήθελα, έγραφα ό,τι ένιωθα και δεν μπορούσε κανείς να με περιορίσει. Ένιωθα ελεύθερη. Κάπως έτσι νιώθω με το μυθιστόρημα.  Μπορείς να γράψεις επίσης ό,τι θέλεις. Είναι μυθιστόρημα, δεν μπορεί κανείς να σου πει γιατί έφτιαξες έτσι αυτόν τον χαρακτήρα. Έπειτα, είναι και το γεγονός ότι διαβάζει κανείς πιο εύκολα μια ιστορία, παρά μια διατριβή. Ήθελα να είναι σημερινοί άνθρωποι οι ήρωες, σαν εσάς, σαν τον γείτονα, σαν τους καθημερινούς ανθρώπους.

 

Θεωρείτε πως η λογοτεχνία είναι ένα είδος δράσης,είναι οι λέξεις πράξεις; Γιατί επιλέξατε την καταγραφή αληθινών περιστατικών μέσα στο μυθιστόρημα σας;

Ναι, είναι μια δράση εκπληκτική, θαυμάσια! Αλλά οι λέξεις δεν είναι πράξεις. Οι λέξεις είναι λέξεις και οι πράξεις είναι πράξεις. Ωστόσο, οι λέξεις μέσα από τις έννοιες που συμβολίζουν έχουν μια μαγική δύναμη. Μπορούν να αγγίζουν κομμάτια της ψυχής σου, μπορούν να σε κινητοποιήσουν να σκεφτείς, να αναλογιστείς, να αμφιβάλλεις, να αντιδράσεις με κάποιο τρόπο σ’ αυτό που διαβάζεις. Δεν είναι σπουδαίο; Να μπορείς να κινείς τη ζωή, να παίρνεις την ενέργειά της και να την διαχειρίζεσαι; Στην ουσία μπαίνεις σε ένα είδος δράσης ή αν θέλετε αντίδρασης. Και αυτό από μόνο του είναι υπέροχο. Μοιράζεσαι. Εξίσου υπέροχο και σπουδαίο. Πώς να μην μοιραστώ με τους συνανθρώπους μου εμπειρίες ζωής που με ταρακούνησαν, που με άλλαξαν, που με έκαναν να δω τον κόσμο αλλιώς. Που μου έδωσαν κι αυτήν την άλλη οπτική που δεν ήξερα, που δεν είχα δει ποτέ ως τώρα; Φυσικά οι αληθινές ιστορίες με μαγεύουν. Μπορώ να κάθομαι ώρες να ακούω κάποιους ηλικιωμένους να αφηγούνται κομμάτια της ζωής τους. Με συνεπαίρνουν οι ιστορίες ζωής. Πόσο μάλλον όταν βαδίζω μαζί με τους ασθενείς μου ειδικά την ώρα που περνάμε τις «συμπληγάδες» τους. Εννοώ πώς βιώνω κι εγώ μαζί τους τα μικρά θαύματα που συμβαίνουν καθώς προχωρούν οι ίδιοι  και εξελίσσονται. Ναι, επέλεξα να γράψω αληθινές ιστορίες, με κάποιες αλλοιώσεις στην πλοκή και φυσικά στα ονόματα. Και για να είμαι ακριβής, πρόκειται για συνεδρίες που βασίζονται σε αληθινά περιστατικά – έχοντας βεβαίως ζητήσει προηγουμένως την άδεια, την έγκριση των ανθρώπων αυτών.  Γνωρίζω πως πολύς κόσμος δεν ξέρει τι είναι ψυχοθεραπεία. Φοβάται να πάει στον ψυχολόγο.  Με έναν τρόπο μέσα από το βιβλίο φέρνω σε επαφή τον αναγνώστη με το τι είναι η ψυχοθεραπεία. Τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας; Τουλάχιστον παίρνει μια ιδέα. Θέλω να μεταφέρω ότι η ψυχοθεραπεία είναι με πολύ απλά λόγια ένα είδος αυτογνωσίας. Μαθαίνεις πώς λειτουργείς και μαθαίνεις να βρίσκεις τρόπους για να λύσεις τα προβλήματα που σε απασχολούν. Κι όταν κάποιες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις φέρνουν αποτελέσματα θετικά, θέλω να το κοινωνήσω, να το μοιραστώ, να το μάθουν όλοι. Αν μπορεί να σε βοηθήσει ένα βιβλίο, είναι θαύμα.

Τα βιβλία σας πραγματεύονται ανθρώπινες σχέσεις, πόσο επηρέασε σε αυτό η καριέρα σας  ως ψυχολόγου -ψυχοθεραπευτή;

Κατ’ αρχήν, η δουλειά μου δεν είναι «καριέρα» και ποτέ δεν την είδα με τέτοιο βλέμμα.  Ούτε δουλειά είναι ακριβώς. Δεν αισθάνθηκα ότι δουλεύω σαν ψυχοθεραπεύτρια. Αισθάνομαι παρούσα. Είμαι εκεί κάθε φορά με προσήλωση και αφοσίωση. Φυσικά και με έχει επηρεάσει η δουλειά μου ως προς την παρατήρηση και τη μελέτη των ανθρώπινων σχέσεων. Αγαπάω αυτό που κάνω, μου αρέσει, με μαγεύει. Αισθάνομαι να βρίσκομαι μέσα στην ουσία της ζωής όταν έχω απέναντί μου έναν άνθρωπο, είτε πρόκειται για συνεδρία, είτε για μια απλή επαφή. Είμαι εκεί. Τώρα είμαι εδώ μαζί σας και σας απαντώ. Απολαμβάνω κάθε στιγμή επαφής. Κι αν κάποιος δεν θέλει να κάνει επαφή, το σέβομαι και προχωράω.  Είναι δική του η ζωή και ο καθένας αποφασίζει τι θέλει και τι όχι. Το ίδιο ισχύει και για μένα. Δεν θα καθίσω σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι δεν έχουν επαφή κι απλώς διασκορπίζονται. Ή θα κάνω κάτι διεκδικώντας την επαφή ή θα φύγω.

 

Από το βιβλίο σας παίρνουμε, μαθαίνουμε αλήθειες και μυστικά για την ψυχή και το νου. Θεωρείτε πως έτσι πρέπει να είναι η λογοτεχνία και δεν πρέπει να είναι μόνο ψυχαγωγικού χαρακτήρα; Θα πρέπει να επιφέρει αλλαγές στη ζωή μας; Υπήρξε καθοριστική για εσάς και στη διαμόρφωση σας ως συγγραφέα και  με ποιον τρόπο;

Αναμφίβολα υπήρξε καθοριστική και η λογοτεχνία και η ποίηση. Από την περίοδο του σχολείου, διάβαζα Λουντέμη, Καζαντζάκη, Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Βενέζη, Ρίτσαρντ Μπαχ, Ντοστογιέφσκι, Σεφέρη, Ελύτη, Καβάφη, Βάρναλη κ.λπ. Υπήρξε όμως  μια περίοδος στη ζωή μου, όταν ακόμα ήμουν πολύ νέα, γύρω στα είκοσι δύο, είκοσι τρία,  όπου έκλεισα το τελευταίο βιβλίο λογοτεχνίας  κι είπα, δεν ξαναδιαβάζω ποτέ πια. Μου κάνει κακό. Βίωνα την κάθε ιστορία τόσο πολύ σαν αληθινή που μου ήταν οδυνηρό να επιστρέψω στην πραγματικότητα. Αυτό πρέπει να κράτησε γύρω στα δύο χρόνια, όταν ξαφνικά , συνειδητοποίησα τι έκανα. Ταυτιζόμουν τότε χωρίς να το ξέρω με τις ιστορίες και δεν άντεχα τη δική μου καθημερινότητα. Ένα όνειρο με ξύπνησε κι άρχισα να παίρνω ξανά στα χέρια μου βιβλίο. Μάλιστα δεν θα το ξεχάσω, ήταν εκείνο του Λεό  Μπουσκάλια το πρώτο βιβλίο που άνοιξα ξανά ύστερα από τη δίχρονη παύση, «Να ζεις να αγαπάς και να μαθαίνεις». Από τότε άλλαξε ο τρόπος που έβλεπα τα πράγματα και βούτηξα ξανά στην ανάγνωση και στη μελέτη, παίρνοντας μόνο ότι με βοηθούσε, ότι ήταν ευεργετικό και ωφέλιμο για μένα.

Αν δεν επιφέρουν αλλαγές στη ζωή μας τα βιβλία, δεν έχει νόημα να γράφονται. Ακόμα και η ψυχαγωγία, είναι μια αλλαγή, κάτι σου προσφέρει.

 

Υπάρχουν «τοξικοί άνθρωποι», πόσο εύκολη και επιβεβλημένη  είναι η διαχείριση αυτών των «ταραξιών» της γαλήνης και της ευτυχίας μας;

 

Όχι, για μένα δεν υπάρχουν τοξικοί άνθρωποι. Υπάρχουν άνθρωποι. Κι εγώ είμαι σαν κι αυτούς. Έχω κι εγώ τις κακές μου. Ωστόσο όταν κάποιος έχει διαπλάσει έναν χαρακτήρα που η εικόνα του δείχνει «τοξική», αυτό δε σημαίνει ότι μέσα του είναι το ίδιο. Εμένα αυτό με νοιάζει. Σαφώς και έχω συναντήσει πολλές δυσκολίες με ανθρώπους που είναι αρνητικοί, έχουν έναν κακό λόγο για τον καθένα κλπ. Ξέρετε τι έχω ανακαλύψει; Ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι φοβισμένοι άνθρωποι, κλεισμένοι στο καβούκι τους και πονάνε, υποφέρουν. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν. Και δεν μιλάω μόνο για περιστατικά στη δουλειά μου, μιλάω για την καθημερινή ζωή. Ένας «κακός» γείτονας υπάρχει σχεδόν παντού. Πώς αντιμετωπίζεις μια τέτοια κατάσταση; Αν απλά τον χαρακτηρίσεις τοξικό και φοβάσαι ή νευριάζεις μόνο που τον σκέφτεσαι, τι κάνεις; Φεύγεις ή τσακώνεσαι και τον πας στα δικαστήρια. Και πού οδηγεί αυτό; Στην πόλωση. Αν όμως τον δεις σαν έναν άνθρωπο που κατά βάθος ζητάει επαφή, γιατί νιώθει μόνος, αβοήθητος, αδικημένος από την οικογένειά του ή την κοινωνία, παύεις να φοβάσαι και μπορείς να τον πλησιάσεις. Τι θέλει; Τι ζητάει; Ξέρει τι νιώθεις εσύ; Ή υποθέτεις  ότι ξέρει και με βάση την υπόθεσή σου τον κατακρίνεις και τον κατηγοριοποιείς ως «τοξικό»; Εσύ δηλαδή είσαι καλύτερος, ανώτερος, δεν έχει τοξίνες εσύ; Γιατί αυτό υπονοείται στην ουσία πίσω από την ταμπέλα «τοξικός». Μόλις αποβάλλεις το φόβο σου και δεις ότι όλοι είμαστε ισότιμοι κι όλοι αξίζουμε μια θέση στον ήλιο, μπορείς να μπεις σε δράση. Να πας και να τον ακούσεις πρώτα. Κι ύστερα να του πεις πώς εσύ νιώθεις, πώς σκέφτεσαι και ποιες συνέπειες έχει η πράξη του στη ζωή σου. Μπορεί να έχει δίκιο. Αναλογίστηκες ποτέ ότι ο συνάνθρωπος σου μπορεί να έχει δίκιο; Ή πιστεύεις ότι μόνο εσύ είσαι σωστός και έχεις το δίκιο με το μέρος σου;  Εσύ είσαι ο ευυπόληπτος  πολίτης, ο ηθικός, αυτός  που πάντα κάνει το «σωστό» και τηρεί τους νόμους και τους κανόνες; Αλλά ακόμα κι αν είναι έτσι, εδώ δεν μιλάμε για τους κοινωνικούς κανόνες, μιλάμε για τον άνθρωπο πίσω από τα «πρέπει» και τα «σωστά». Το να κατηγοριοποιούμε τον συνάνθρωπο, μάς αναγκάζει να τον κατακρίνουμε. Κι όταν κατακρίνεις, αυτός που δηλητηριάζεται πρώτος είσαι εσύ.  Εμείς επιλέγουμε τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Ναι, μπορούμε να αποφύγουμε κάποιον που νιώθουμε να μας βαραίνει να μας βλάπτει. Κι αυτό είναι μια επιλογή. Όταν νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε μια κατάσταση καλύτερα να το πούμε αν το νιώθουμε ή να σιωπήσουμε και να φύγουμε. Αλλά μήπως μπορούμε να βρούμε τρόπους να πλησιάσουμε τον συνάνθρωπο αντί να το βάλουμε στα πόδια κατηγορώντας τον; Από την ώρα που βάζουμε τον εαυτό μας σε ανώτερη θέση, εμείς χάνουμε, όχι οι άλλοι. Εξάλλου όσο και να αποφεύγουμε την «τοξικότητα», όσο κι αν  κλείνουμε την πόρτα σε αυτούς που λέτε «τοξικούς» ανθρώπους, θα υπάρχει πάντα μια άλλη πόρτα που θα ανοίγει και θα τους ξαναφέρνει στο προσκήνιο της ζωής μας, μέσα από κάποιο άλλο πρόσωπο. Δεν γλιτώνεις και δόξα τω θεώ που δεν γλιτώνεις. Γιατί πώς αλλιώς θα μάθουμε; Πώς θα ωριμάσουμε; Πώς θα μπορέσουμε να γλυκάνουμε την καρδιά μας, να μαλακώσει, να ανοίξει και να αγαπήσει, να συγχωρήσει;  Δεν είναι η ευτυχία το απόλυτο καλό. Να είμαστε διαρκώς σε μια κατάσταση απόλυτης γαλήνης ή χαράς και ηρεμίας. Είναι απάνθρωπο αυτό. Είναι αφύσικο. Έχουμε μάθει να μοιράζουμε τον κόσμο μας με βάση την έννοια του καλού και του κακού. Κανείς δεν μας είπε ότι το κακό, όχι μόνο δεν γίνεται να εξαφανιστεί, αλλά είναι απαραίτητο για να μας βοηθήσει να βρούμε το δρόμο μας. Ο διάβολος ακολουθούσε τον Ιησού σε όλη την επίγεια πορεία της ζωής Του. Χωρίς το κακό δεν εξελισσόμαστε. Αυτό βέβαια θέλει πολλά κεφάλαια για να εξηγηθεί και να γίνει κατανοητό χωρίς κίνδυνο παρανόησης. Εννοώ με λίγα λόγια, ότι αν μπορέσουμε να αγαπήσουμε, να συγ-χωρέσουμε και τον κακό συνάνθρωπο, και την αδυναμία μας και τα λάθη μας  ή τα πάθη μας, και τα ανάποδα του κόσμου τούτου, τότε πραγματικά έχουμε δυνατότητα και πιθανότητα να ολοκληρωθούμε. Να βρεθούμε απέναντι στην αλήθεια. «Και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει». Ο Άγιος Διονύσιος της Ζακύνθου, φυγάδευσε τον φονιά του αδερφού του όταν τον καταδίωκαν οι χωροφύλακες της εποχής να τον πιάσουν. Τι είναι αυτό; Εκείνος δεν πονούσε, δεν θύμωνε; Δεν ήθελε να πληρώσει ο δολοφόνος; Οι άγιοι ξέρετε δεν είναι κάτι άπιαστο και ουτοπικό. Άνθρωποι ήταν σαν κι εμάς, με σάρκα και οστά, όπως περιγράφω και στο βιβλίο. Χώρεσαν μέσα στην ψυχή τους, αποδέχτηκαν όλο τον κύκλο της ζωής. Το κακό, υπάρχει, το αποδέχτηκαν. Δεν το πάλεψαν, κανείς δεν μπορεί να παλέψει μόνος το δράκο, τη σκιά του. Η προσευχή λένε βοηθάει, ο Θεός μόνο έχει τη δύναμη. Κι όταν προσεύχεσαι αφήνεις τον Θεό να κατοικήσει μέσα σου, και γίνεσαι δοχείο, κανάλι να περάσει το φως και να διαλύσει τις σκιές. Χωρίς το σκοτάδι, δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είναι το φως. Γι’ αυτό υπάρχει. Για να θυμόμαστε την ύπαρξη του φωτός.

Είναι κυνήγι μιας ουτοπίας να ψάχνουμε την πραγματική ευτυχία, ένα πραγματικό φίλο, μια αληθινή ελευθερία;

Όχι, δεν είναι ουτοπία η αληθινή ζωή. Είναι εδώ και τώρα. Δεν χρειάζεται να γεράσεις για να γίνεις σοφός. Εδώ, αυτή τη στιγμή μπορείς να επιλέξεις να ζήσεις το τώρα. Χωρίς να αφήνεις το παρελθόν ή το μέλλον να σου ρουφούν την ενέργεια της ζωής. Την αγάπη. Η ευτυχία είναι εδώ, σε αυτή τη στιγμή. Αφουγκράσου το μέσα σου, πάρε μια βαθιά ανάσα και βίωσέ την. Από αυτή την ανάσα ζούμε, σκεφτόμαστε, πράττουμε. Είμαστε εδώ. Ο πραγματικός φίλος είναι μέσα σου χρόνια αλλά δεν τον συναντάς συχνά παρά κάποιες στιγμές που πλημμυρίζεις αγάπη ή γαλήνη. Αγάπη που παίρνεις απ’ έξω, από κάποιον άλλον. Γαλήνη που εισπράττεις από τη φύση, όταν τυχαίνει να βρεθείς εκεί. Όταν συμφιλιωθείς με τον εαυτό σου και μάθεις να τον ακούς, ανοίγει η πύλη του άχρονου, ζεις μέσα στο χρόνο αλλά ταυτόχρονα έξω απ’ αυτόν. Δεν σε νοιάζει τι θα γίνει μετά, είσαι παρών κάθε στιγμή, ανοιχτός στην αγάπη και στα θαύματα του κόσμου. Το κυνήγι της ευτυχίας ή της ελευθερίας είναι πλάνη. Ποτέ δεν οδηγεί πουθενά. Η ελευθερία και η ευτυχία είναι εδώ και τώρα. Μέσα σου. Κι όταν βρεις το χαμένο σου εαυτό και είσαι παρών, τότε μπορείς να τον προσφέρεις στον συνάνθρωπο, είτε αυτός είναι φίλος, είτε σύντροφος, είτε συνάδελφος κλπ. Ποιος δεν θέλει έναν τέτοιο φίλο;

Δεν έχουμε μάθει  να ζητούμε βοήθεια θεωρώντας το -λανθασμένα- αδυναμία, μένοντας έτσι  μόνοι  και μη γνωρίζοντας τον τρόπο, τις περισσότερες φορές θέλοντας να βοηθήσουμε κάνουμε λάθος. Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό;

Για τον κάθε άνθρωπο έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Κάποτε συμβαίνει σε όλους μας αυτό το κλικ και συνειδητοποιούμε τι είμαστε. Είναι αλήθεια, «δεν έχουμε μάθει να ζητάμε βοήθεια». Μας μαθαίνουν ότι πρέπει να είσαι δυνατός να τα βγάζεις πέρα μόνος σου και να λύνεις τα προβλήματά σου ή να τα ξεπερνάς. Άλλη μια πλάνη. Ο δυνατός άνθρωπος είναι αυτός που αναγνωρίζει πως έχει πιάσει «πάτο» και τότε ζητάει βοήθεια. Είναι δυνατόν να τα βγάλεις πέρα μόνος σου; Ο Θεός μας έδωσε μάτια να βλέπουμε μπροστά, να κοιτάμε προς τα έξω. Μας έδωσε κι άλλους ανθρώπους να μοιραζόμαστε το ταξίδι της ζωής.  Ακόμα κι αν ξέρω τη λύση νοητικά, δεν μπορώ να τακτοποιήσω το πρόβλημα. Χρειάζομαι το άλλο πρόσωπο. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί η εξομολόγηση έχει πάντα δύο πρόσωπα; Ο ένας είσαι εσύ κι ο άλλος είναι ο πνευματικός σου. Γιατί δεν πας απλά μόνος σου  σε ένα ερημοκκλήσι να εξομολογηθείς; Αν και δεν υπάρχει σύγκριση – η εξομολόγηση είναι άγιο Μυστήριο – κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην ψυχοθεραπεία. Ο Ίρβιν Γιάλομ, ο μεγάλος αυτός ψυχίατρος –  ψυχοθεραπευτής, έχει περάσει τα ογδόντα του χρόνια κι ακόμα έχει τον δικό του επόπτη – ψυχοθεραπευτή. Μέσα από τα μάτια του άλλου μπορούμε να δούμε την αλήθεια μας.  Με αυτόν τον τρόπο κοινωνούμε. Έτσι γίνεται η επαφή η αληθινή. Μέσα από την ετερότητα κυλάει η αγάπη.

Πόσο λάθος είναι να μεγαλώνουμε παιδιά για να ικανοποιήσουν τις δικές μας ανάγκες, τα δικά μας θέλω, γιατί δεν καταλαβαίνουμε το λάθος;

Δεν υπάρχει γιατί στην ψυχοθεραπεία. Το γιατί σε οδηγεί σε διανοητικές κατασκευές και δικαιολογίες. Έτσι μαθαίνουμε να λειτουργούμε. Οι γονείς μας πρόβαλλαν σε εμάς τα δικά τους κενά, τις δικές τους ατέλειες. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς στα παιδιά μας. Αυτό δεν μάθαμε; Έτσι όπως μαθαίνει κανείς, έτσι όπως εκπαιδεύεται, αυτό και πράττει. Μέχρι να καταλάβεις μέσα από τα «χαστούκια» της ζωής ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ και να αφυπνιστείς. Σαφώς και είναι λάθος να «χρησιμοποιούμε» τα παιδιά για να καλύψουμε τις δικές μας ματαιώσεις, τις δικές μας ανάγκες. Τα παιδιά είναι διαφορετικοί άνθρωποι από εμάς. Έχουν το δικό τους όνειρο και τις δικές τους προοπτικές και δυνατότητες. Δεν σημαίνει ότι επειδή εγώ σπούδασα, πρέπει να σπουδάσει και το παιδί μου ή το αντίθετο. Μπορούμε να είμαστε σε επαφή με τα παιδιά μας και να αναγνωρίζουμε την κλήση τους; Να βλέπουμε τι τα κάνει να νιώθουν όμορφα, δημιουργικά, χαρούμενα; Μπορούμε να τους μάθουμε ότι η ζωή τούς δόθηκε για να δέχονται με ευλάβεια τη χαρά και την αγάπη; Αν κάτι δεν τους αρέσει, για ποιο λόγο πρέπει ντε και καλά να το κάνουν; Επειδή πρέπει; Και ποιος μας το επιβάλλει αυτό το πρέπει; Η ζωή μάς ανήκει και είμαστε εδώ για να απολαύσουμε το ταξίδι. Για κανέναν άλλο λόγο. Τα υπόλοιπα, να κάνεις καριέρα, να βγάλεις χρήματα ή να γίνεις διάσημος, είναι ένα μάταιο κυνηγητό με τη σκιά του εαυτού σου. Κι όταν η ζωή περάσει και φτάσεις πια κοντά στο τέλος, τι θα σου μείνει; Η φήμη; Τα χρήματα; Τα υλικά αγαθά; Τι παίρνουμε μαζί μας;  Τίποτα απ’ αυτά. Μονάχα αν έχουμε ζήσει πραγματικά, κι έχουμε χορτάσει χαρά και αγάπη, φεύγουμε από τούτη τη ζωή και μπορούμε να πούμε : Ολοκλήρωσα! Έκλεισα τον κύκλο μου, χόρτασα, φεύγω με βαθιά ευγνωμοσύνη!

Θεωρείτε πως η φύση μπορεί να τιθασευτεί με κάποιο τρόπο, η  απλά λαγοκοιμάται και ευκαιρίας δοθείσης (είτε πρόκειται για τη δύναμη που μας δίνει το χρήμα ή η  εξουσία)βγαίνει στην επιφάνεια ο κακός μας εαυτός;

Εννοείται την ανθρώπινη φύση να υποθέσω. Σαφώς και μπορεί να μάθει κανείς να διαχειρίζεται τη σκιερή του πλευρά. Αλλά πρώτα χρειάζεται να γνωρίζει ότι την έχει. Κι όταν το αναγνωρίσει αυτό, το επόμενο βήμα είναι να τη γνωρίσει εις βάθος και να καταφέρει να συμφιλιωθεί μαζί της. Ναι, να έχει το θάρρος να γνωρίσει τη σκιά του. Όταν συμφιλιώνεσαι με την τίγρη μέσα σου, με τον εν δυνάμει δολοφόνο μέσα σου, η ψυχή σου φωτίζεται, «αλλοιώνεται» όπως λέει ο άγιος  γέροντας Παΐσιος. Βλέπεις αλλιώς, με άλλα μάτια τον κόσμο ετούτο. Ο δρ. Σκοτ λέει επίσης ότι τον εν δυνάμει δολοφόνο μέσα του όχι μόνο τον ξέρει, αλλά τον κρατάει φυλακισμένο σε ένα υπόγειο κελί στο «σπίτι του». Δεν τον αφήνει όμως εκεί χωρίς φαΐ και νερό. Έχει επαφή μαζί του, για να μπορεί να ανιχνεύει, να αφουγκράζεται τις κρυφές του σκέψεις. Να προλαμβάνει τις τυχόν αποδράσεις του.  Μέχρι και τηλεόραση του έχει βάλει να τον απασχολεί και να είναι κάπως ικανοποιημένος. Αποδεχόμαστε τη σκιά μας; Αποδεχόμαστε την κακή μας πλευρά; Πώς θα μπορέσουμε να αποδεχτούμε την σκιερή πλευρά του άλλου, αν δεν αποδεχτούμε τη δική μας;

Τι θα γινόταν δηλαδή αν δεν υπήρχαν θρησκείες, νόμοι; Θα πρέπει πάντα να υπάρχει ο πέλεκυς πάνω από τα κεφάλια μας ,είμαστε εντελώς ανήμποροι μπροστά στα πάθη και τις παρορμήσεις μας; Μπορούμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας;

Οι θρησκείες και οι νόμοι είναι κοινωνικές κατασκευές. Ο όχλος χρειάζεται όρια, κανόνες. Κάπως πρέπει να συμβιώσουμε. Ωστόσο, οι ανθρώπινοι νόμοι, δεν είναι τέλειοι. Βλέπετε τώρα κάποιους καινούργιους νόμους που αδικούν το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Οι άνθρωποι που τους φτιάχνουν είναι κι αυτοί ατελείς, με αδυναμίες και πάθη. Δεν είναι φωστήρες. Εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, τα συμφέροντα του κόσμου τούτου, τα συμφέροντα του συστήματος που έχει άπειρα πλοκάμια για να δένει τους ανθρώπους  και να τους πνίγει. Δεν είναι δίκαιοι όλοι οι νόμοι. Αλλά ακόμα κι αν κάποιοι  φαίνονται δίκαιοι,  δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο για κάθε πράξη αφού ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και δεν υπάρχει ποτέ ίδια συνθήκη για τον καθένα. Μη νομίζετε ότι οι άνθρωποι κατευνάζουν την άγρια φύση τους εξαιτίας του φόβου και του πελέκεως, επειδή δηλαδή φοβούνται τον νόμο. Απλά την συγκρατούν και την στριμώχνουν μέσα τους, δίνοντάς της το δικαίωμα να δημιουργήσει ασθένειες στο σώμα και στο μυαλό. Αλλά ακόμα κι αν δεν μπορούμε να δούμε αυτή τη σύνδεση, είναι αρκετό που ακούμε τόσο συχνά στις ειδήσεις, για ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα, πράξεις που μας κάνουν να απορούμε: «μα είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά στην εποχή μας;»  Όταν πνίγεις το θυμό σου, αυτός γιγαντώνει. Όταν κρύβεις την αδυναμία σου, αυτή μεγεθύνεται. Όταν απορρίπτεις ανθρώπους και πράγματα, όταν αυτά που δεν σ’ αρέσουν τα αποφεύγεις μετά βδελυγμίας, τότε θα έρχονται πολύ πιο συχνά στη ζωή σου. Η πατάτα ή το πορτοκάλι είναι υπέροχα όταν τα τρώμε. Πετάμε όμως τη φλούδα. Η φλούδα είναι κακή;  Όχι. Πάντα, σε κάθε κατάσταση της φύσης υπάρχει κάτι χρήσιμο και κάτι άχρηστο για μας. Κάτι που κρατάμε και κάτι που πετάμε. Είναι η ίδια η φύση έτσι.  Εμείς όμως κάνουμε το διαχωρισμό, την κατηγοριοποίηση. Για τη φύση όλα είναι καλά και άγια. Η φλούδα και η πατάτα είναι ένα. Εμείς είμαστε που χαρακτηρίζουμε τις φλούδες σκουπίδια. Και επειδή σιχαινόμαστε τα σκουπίδια, προτιμούμε να μην  ασχολούμαστε με τα αυτά. Ας κάνει άλλος αυτή τη «βρώμικη» δουλειά. Όσο λοιπόν δεν αποδεχόμαστε την ίδια τη ροή της φύσης, είμαστε σε ανισορροπία. Κι όταν επιλέγουμε να βιώνουμε μόνο το «θετικό» κομμάτι της ζωής, το αρνητικό αυξάνεται και έρχεται μπροστά μας με άλλους τρόπους. Ένα ατύχημα, μια ασθένεια, ένας απροσδόκητος τσακωμός που μας χαλάει τη διάθεση.

Υπάρχει πλήθος περιπτώσεων και περιστατικών στο γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή στην χώρα μας, ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερο  από προηγούμενα χρόνια; Αν ναι, ευθύνεται μόνο η οικονομική κρίση για αυτό;

Η οικονομική κρίση είναι το προπέτασμα, το κερασάκι. Η κρίση αξιών, η κρίση η εσωτερική είναι η βάση. Η δική μου γενιά μεγάλωσε ως επί το πλείστων με σεβασμό στο ψωμί που τρώγαμε.  Δεν πετούσαμε τίποτα, όχι από τσιγγουνιά αλλά από σεβασμό και ευλάβεια. Περιμέναμε Χριστούγεννα και Πάσχα να φάμε μπακλαβά και κουλουράκια ή τσουρέκι. Μοσχομύριζαν όλα τα σπίτια καθώς πλησίαζαν οι γιορτές. Οι επόμενες γενιές έζησαν μέσα σε ένα υπερκαταναλωτικό πλαίσιο. Δεν υπήρχε ματαίωση. Δεν μπόρεσαν τα νέα παιδιά να γνωρίσουν το δυναμικό τους. Η ματαίωση είναι καλό πράγμα. Θυμάστε που τα παιδιά σαράντα ή πενήντα χρόνια πριν, έφτιαχναν μόνα τους τα παιχνίδια τους; Έστυβαν το μυαλό τους και έπαιρνε μπροστά. Είχαν έμπνευση, ερωτευόντουσαν. Πώς θα κάτσεις τώρα να σκεφτείς τι καινούργιο και δημιουργικό παιχνίδι θα φτιάξεις; Για ποιο λόγο και με ποιο κίνητρο να χαλάσεις φαιά ουσία, όταν τα έχεις όλα έτοιμα; Τι γλυκό θες; Εδώ είναι πάρτο. Τι παιχνίδι θες ή πόσα παιχνίδια θες για να χαρείς; Ορίστε, όλα δικά σου. Η κρίση είναι καλό πράγμα. Δοξάζω τον Θεώ που ήρθε επιτέλους, μπας και γίνουμε ξανά άνθρωποι. Δεν το λέω με την έννοια της δυστυχίας, της ανεργίας, του ότι οι άνθρωποι έμειναν άστεγοι και υποφέρουν, προς Θεού. Όχι, το λέω με την έννοια, ότι μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε πού πάμε. Τι κάνουμε; Έχουμε χάσει κάθε επαφή με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Όλοι είναι με ένα κινητό στο χέρι και μην τυχόν περάσει δευτερόλεπτο που δεν έχουν τι να κάνουν, στρέφουν το βλέμμα και το χέρι στην οθόνη. Είναι ζωή αυτό; Πού είναι η χαρά; Πού είναι ο έρωτας; Πού είναι η αγάπη; Η κρίση λοιπόν για μένα είναι δώρο, μια ευκαιρία να ανασυνταχτούμε, να στραφούμε προς τα μέσα, να αναρωτηθούμε τι κάναμε στραβά, πού μας πάει το κύμα και πού τελικά θέλουμε να πάμε. Στις πιο δύσκολες συνθήκες της ιστορίας, βγήκαν τα πιο ωραία τραγούδια, τα πιο όμορφα ποιήματα, η πιο θαυμαστή τέχνη.

Στην Αθήνα είναι αλλιώς τα πράγματα. Εκεί η ψυχοθεραπεία έχει γίνει κάτι σαν μόδα. Να σας πω την αλήθεια, αυτό δεν μ αρέσει και πολύ. Δεν έχει σεβασμό. Όλοι πια έχουν τον «ψυχαναλυτή τους» και παινεύονται γι’ αυτό λες και είναι ανώτεροι από τους άλλους που δεν πάνε. Η σχολή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο γράφει λίγα χρόνια ιστορίας στην Ελλάδα. Μπαίνουν τα παιδιά και τελειώνουν τη σχολή αλλά δεν είναι έτοιμα να ούτε να εργαστούν, ούτε να μπουν στο ρόλο του ψυχοθεραπευτή. Οι γνώσεις είναι θεωρητικές. Καλές μεν αλλά θεωρητικές και μόνο. Δεν παρέχεται εκπαίδευση στον τομέα της ψυχοθεραπείας. Πρέπει να πληρώσεις και μάλιστα αδρά για να εκπαιδευτείς και να αναλυθείς ο ίδιος σε μια από τις πολλές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Γιατί είναι ξεκάθαρο πως δεν μπορείς να γίνεις ψυχοθεραπευτής αν δεν κάτσεις πρώτα εσύ στη θέση του θεραπευόμενου και ίσως για πολλά χρόνια. Είναι ιστορία ζωής και δρόμος μακρύς να γίνεις ψυχοθεραπευτής στην Ελλάδα.

Στην επαρχία ωστόσο υπάρχει ακόμα το ταμπού της ψυχοθεραπείας. «Εγώ δεν είμαι άρρωστος ούτε τρελός για να πάω στον ψυχολόγο», σου λέει ο άλλος.  Αν και έχει τις δυσκολίες του, πιο πολύ μ’ αρέσει αυτό από της Αθήνας το πολυφορεμένο «είμαι ιν και κάνω ψυχοθεραπεία».

Στην ερώτησή σας, απαντώ, ότι στην επαρχία οι άνθρωποι, τουλάχιστον εδώ που μένω εγώ, έχουν περισσότερες άμυνες και διεξόδους. Εδώ ακόμα υπάρχει η απλή ανθρώπινη επαφή έστω κι αν πρόκειται να γίνεται με τη μεσολάβηση μιας … ρακής. Ναι, σίγουρα έχει επηρεάσει η κρίση την ψυχολογία και τη διάθεσή τους. Ναι, περισσότεροι άνθρωποι ψάχνονται και αναζητούν βοήθεια. Πολλές φορές με πρόσχημα τα οικονομικά προβλήματα έρχονται και ανακαλύπτουν πως αλλού είναι το πρόβλημα κι όχι εκεί που νόμιζαν.

Όσο προχωρούσα το βιβλίο,  σκόνταφτα σε λάθη, σε πάθη σε δυσάρεστες καταστάσεις που είχα βιώσει,σε ερωτήματα αναπάντητα τα οποία απαντήθηκαν μέσα από τις σελίδες του. Αναρωτήθηκα  πώς ζω τόσα χρόνια κάνοντας όλα αυτά τα λάθη, θα έπρεπε  να κάνουμε μια επίσκεψη  περιοδικά από το γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή μια φορά το χρόνο ίσως, έστω και προληπτικά;

Να πούμε δηλαδή ότι είναι κάτι σαν εμβόλιο, η σαν βιταμίνη C που παίρνεις μόλις αισθανθείς ότι πας να αρρωστήσεις;  Τι να σας πω; Όπως το πάρει κανείς. Εμένα δε μου ακούγεται καλά, έτσι όπως το θέτετε. Μου ακούγεται κάπως σαν εξιδανίκευση. Όχι, δεν θα πήγαινα σε κανέναν ψυχοθεραπευτή αν δεν με τσιγκλούσε κάτι μέσα μου, αν δεν είχα ενοχλήσεις, ή προβλήματα που με βαλτώνουν. Χαίρομαι για το σχόλιο σας ότι απαντήθηκαν κάποια ερωτηματικά σας μέσα από το βιβλίο. Όμως δεν υπάρχει συνταγή για να επισκεφτεί κανείς τον ψυχολόγο – ψυχοθεραπευτή. Όταν το νιώσεις τότε ναι, κάντο. Όχι επειδή πρέπει ή προληπτικά όπως λέτε.  Ο σκοπός και ο στόχος δεν είναι να εξαρτηθεί ο άνθρωπος από τον θεραπευτή του, αλλά να καταφέρει μέσα από την ψυχοθεραπεία, να πάρει την ευθύνη της ζωής του, την ευθύνη των συναισθημάτων του, την ευθύνη των λόγων και των πράξεών του, να μπορεί να νιώσει ότι αυτός επιλέγει κι όχι οι άλλοι. Ακόμα κι αν ένας από αυτούς τους άλλους είναι ο θεραπευτής του.  Να νιώσει στη θέση του στην οικογένεια και στην κοινωνία, να είναι ελεύθερος να επιλέξει και να γνωρίζει τις συνέπειες των πράξεων του.

Τι θέση κατέχει ο έρωτας στη ζωή σας, τι σημαίνει για εσάς,  και γιατί τον επιλέξατε ως «βασικό ήρωα» στα βιβλία σας.

Ο έρωτας δεν μπορεί να περιγραφεί παρά μόνο μέσα από την ποίηση. Ο ερωτευμένος είναι χωρίς να το ξέρει, ένας ποιητής της ζωής. Ποίηση είναι η ζωή. Ποίηση είναι ο έρωτας. Αν δεν ερωτευόμαστε δεν ζούμε. Ανήκει σε κείνο το άβατο μέρος του …. εγκεφάλου να το πω; Του εσώτερου κόσμου μας; Των συναισθημάτων και της άυλης, άπιαστης και άφατης ονειρικής μέθεξης; Δεν χωράει σε λόγια. Χάνεις το λογικό σου, δεν σε νοιάζει τι θα φας ή πώς θα τα βγάλεις πέρα, ξέρεις μέσα σου πως αυτό θα πει αληθινή ζωή. Είναι ένα από τα δώρα του Θεού για μας τους κοινούς θνητούς, μια ευκαιρία να θυμηθούμε πώς είναι να ζει κανείς αληθινά. Μαγεύεσαι, μεθάς. Δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό. Συνήθως βέβαια κρύβεις την κακή σου πλευρά και χτίζεις με απίστευτη μαεστρία την καλή σου εικόνα. Προσφέρεσαι στον άλλον, δίνεσαι. Αλλά δεν δίνεσαι ολόκληρος. Σιγα σιγά ξεδιπλώνεται η άλλη η κρυμμένη σου πλευρά. Κι εκεί μας τα χαλάει. Πάει, ξεθυμαίνει κι ο έρωτας, γκρεμίζεται το όνειρο, πονάς και υποφέρεις. Αν καταφέρεις να το δεις αυτό, ίσως μπορείς να κάνεις την υπέρβαση και να μπορέσεις να μετουσιώσεις τον έρωτα σε βαθιά και αληθινή αγάπη. Τότε ναι, έχει νόημα ο έρωτας. Σε οδηγεί στην αλήθεια. Να μάθεις να αγαπάς και να αποδέχεσαι τον εαυτό σου και να συγκολλήσεις τα σπασμένα σου κομμάτια. Την κακή σου εικόνα με την καλή. Και πώς γίνεται αυτό; Μα μέσα από τον καθρέφτη σου, τον άλλον απέναντί σου. Τον σύντροφό σου. Εκείνος σου καθρεφτίζει τις σκιές σου. Αν δεν παίρνεις προσωπικά τα ξεσπάσματά του, τις παραξενιές του, τα κομμάτια του που δεν σ’ αρέσουν και μπορέσεις να βρεις μέσα σου τα ίδια ή παρόμοια κομμάτια και παραξενιές, τότε ξεκινάς να δουλεύεις πραγματικά με εσένα, για σένα. Δουλεύεις εσωτερικά, πότε ήσουν κι εσύ έτσι; Ποιόν σου θυμίζει η συμπεριφορά που σε θυμώνει; Ποια φωνή από το παρελθόν, από τους γονείς ή τους δασκάλους σου, σου ξυπνάει η φωνή του συντρόφου σου; Τι δεν έχεις αποδεχτεί από όλα αυτά; Τι έχεις καταπιεί και προσπαθείς να κρύψεις τόσα χρόνια; Τι και ποιόν δεν έχεις συγχωρέσει;

 

 

«Μακάρι όλοι να πέθαιναν ερωτευμένοι .Τότε ίσως όλοι να είχαμε εξοικειωθεί με το θάνατο» γράφετε σε ένα σημείο. Πόσο εύκολο είναι να εξοικειωθεί κανείς με το θάνατο, ποια κατά τη γνώμη σας η σχέση ερώτα- θανάτου, εάν υπάρχει, τι σημαίνει για εσάς θάνατος και τι έρωτας;

Μα ο θάνατος είναι φοβερός και τρομερός επειδή δεν ζούμε. Σκεφτείτε να περάσουν τα χρόνια και να πλησιάζουμε προς το τέλος της ζωής, χωρίς να έχουμε ζήσει. Δεν είναι κρίμα; Όχι, δεν είναι κρίμα που πεθαίνουμε. Είναι κρίμα που δεν ζούμε. Πόσες φορές γέλασες σήμερα; Πόσες φορές έπαιξες και χάρηκες; Πόσες φορές απόλαυσες ένα ωραίο φαγητό ή έναν καφέ; Πόσες φορές έδωσες στον εαυτό σου την ευκαιρία να ξεκουραστεί, να ηρεμήσει, να βγάλει από πάνω του την ένταση; Πόσες φορές έδωσες ένα χάδι ή είπες μια καλή κουβέντα στον σύντροφό σου, στο παιδί σου, στον φίλο σου; Και πόσες φορές άντεξες να σωπάσεις και να τον ακούσεις; Να συμπάσχεις μαζί του χωρίς να έχεις άγχος ότι δεν θα προλάβεις τις δουλειές σου; Ο έρωτας είναι εδώ. Και δεν είναι εξάρτηση. Αν λες σ’ αγαπώ επειδή έχεις ανάγκη τον άλλον και δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτόν, ε, τότε δεν τον αγαπάς. Άλλο σ’ έχω ανάγκη, που σημαίνει ότι εξαρτώμαι από σένα, κι άλλο σε αγαπώ. Η αγάπη έχει σεβασμό και ελευθερία. Αν πνίγεσαι από την αγάπη του άλλου, τότε αυτό δεν είναι αγάπη. Ο έρωτας είναι παντού. Αν δεν είσαι ερωτευμένος με τη ζωή και όσα σου δίνονται, τότε πώς θα ερωτευτείς αληθινά έναν άνθρωπο;

Οι ήρωές σας Ο Άρης και η Άννα ψάχνουν την ευτυχία, απεγνωσμένα,  όπως όλοι, πόσο εύκολο είναι κατά την γνώμη σας να βρούμε την ευτυχία; Την έχετε βρει; Τι σας κάνει ευτυχισμένη;

Όχι, δεν την έχω βρει και να σας πω την αλήθεια, δεν τη θέλω, έτσι όπως την εννοούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Την έψαχνα κι εγώ παλιά, μέχρι που ανακάλυψα ότι είναι ψευτιά. Δεν υπάρχει πουθενά η ευτυχία. Υπάρχει η ισορροπία και η αρμονία, η χαρά και η θλίψη, ο θυμός και η γαλήνη, ο φόβος και η αγάπη. Παντού και πάντα. Αυτό είναι για μένα ευτυχία. Και μ’ αυτή την οπτική, ναι, την έχω βρει. Κάθε στιγμή είναι διαφορετική και τι υπέροχα! Καμιά στιγμή δεν είναι ίδια με άλλη. Ζω τη χαρά όταν έρχεται καταπάνω μου και ζω τη λύπη όταν τη συναντήσω στο δρόμο μου. Ζω, το φόβο όταν κλείνομαι στον εαυτό μου και αφήνω το μυαλό να με παίρνει το ρόλο του δυνάστη και ζω την αγάπη όταν δίνομαι και προσφέρομαι χωρίς γιατί και πρέπει. Ζω την αγωνία όταν προετοιμάζομαι για μια δράση και ζω την ηρεμία και την εσωτερική ανάπαυση όταν ξεκουράζομαι, κάνω κάτι που μ’ αρέσει ή  συναντώ τον άλλον και μοιραζόμαστε τις εμπειρίες μας με αγάπη. Απολαμβάνω το καλό φαγητό και το νερό της θάλασσας καθώς κυλάει πάνω μου όταν κολυμπώ και δυσανασχετώ ή νιώθω απέχθεια για μια χαλασμένη τροφή ή για μια άσχημη μυρωδιά που τα οσφρητικά μου κύτταρα δεν αντέχουν. Είμαι ανοιχτή σε όλα, ή τουλάχιστον στα περισσότερα. Τα βιώνω χωρίς να τα κρύβω ή να τα αποφεύγω. Αυτό είναι για μένα η ζωή. Αυτό είναι η ευτυχία. Όλα. Όλα σε ισορροπία και αρμονία. Όλα στην ώρα τους. Κι ο καυγάς και η σύγκρουση, και οι αγκαλιές και τα φιλιά.

Γιατί συνεχίζετε να γράφετε ενώ προφανώς δεν ζείτε από αυτό; Τι θα άλλαζε εάν έπρεπε να γράφετε ώστε να ζείτε από αυτό;

«Τα πετεινά του ουρανού δεν σκέφτονται τι θα φάνε αύριο…..»  Δεν υπάρχει περίπτωση να εξαρτήσω αυτή μου την αγάπη, με νοητικούς φόβους για τα προς το ζειν. Ξέρω πως έχει ο Θεός για όλους.

Υπάρχει το ενδεχόμενο να ασχοληθείτε και με άλλο λογοτεχνικό είδος, ενδεχομένως παραμύθι η δοκίμιο; Ποια είναι τα σχέδια σας για το μέλλον;

Ποιος ξέρει; Μπορεί. Θα φανεί. Δεν έχω σχέδια για το μέλλον με την έννοια της στρατηγικής. Ξέρω ότι όσο είμαι ζωντανή δε θα σταματήσω να γράφω.

 

Βιογραφικό

Η Ελένη Περινού γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Στυλίδα. Οι πρώτες της σπουδές στα ΤΕΙ Αθηνών την ώθησαν να ασχοληθεί αρχικά με την παιδαγωγική ως νηπιαγωγός, ενώ αργότερα τελειώνοντας το τμήμα ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου το ενδιαφέρον της στράφηκε στον τομέα της ψυχοθεραπείας. Το 2004 εγκαταλείπει την Αθήνα και επιλέγει να ζήσει μόνιμα στην ανατολική Κρήτη όπου και εργάζεται ως ψυχολόγος. Ξεκίνησε τη βασική της εκπαίδευση στο χώρο της ψυχανάλυσης, αλλά σύντομα άλλαξε κατεύθυνση ακολουθώντας άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Καθοριστική στάθηκε η θεραπεία Gestalt, που σημάδεψε την πορεία της και παραμένει ως τώρα κύριος άξονας δουλειάς μέσα στη θεραπευτική σχέση. Εκτός από την ατομική ψυχοθεραπεία, τη θεραπεία ζεύγους και την οικογενειακή συμβουλευτική, έχει οργανώσει ψυχοεκπαιδευτικά σεμινάρια, ομάδες αυτογνωσίας, μουσικοθεραπείας, ψυχολογικής στήριξης ατόμων με ανίατες νόσους και ομάδες γονέων.

 

Παράλληλα είναι μουσικός, στιχουργός και τραγουδοποιός. Μέσα από την μακρά μουσική συμπόρευση με τον συνθέτη Χρίστο Τσιαμούλη, ο οποίος μελοποίησε στίχους της, τα τραγούδια της ερμηνεύτηκαν από γνωστούς καλλιτέχνες όπως η Λιζέτα Καλημέρη, ο Μανόλης Λιδάκης, ο Δημήτρης Μπάσης, η Σοφία Παπάζογλου, η Κατερίνα Παπαδοπούλου κ.ά. Η πρώτη της συγγραφική εμφάνιση έγινε το 2001 με το Best Seller: Σαν να σε ξέρω χρόνια από τις εκδόσεις Διόπτρα. Ακολούθησε το δεύτερο μυθιστόρημα από τις ίδιες εκδόσεις: Είμαι κι εγώ σαν κι εσένα.

 

Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά  την αγορά, να επισκέπτεται  οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.

Share With:
Rate This Article

jimbouzaras@gmail.com

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.