Senilia ή ποιήματα σε πρόζα – Σχολιάζει η Δήμητρα Σαμλίδου.
Senilia ή ποιήματα σε πρόζα
Σχολιάζει η Δήμητρα Σαμλίδου
Το πρώτο ποίημα γράφτηκε το Φεβρουάριο του 1878, ενώ το τελευταίο το Νοέμβριο του 1882. Το “Senilia ή ποιήματα σε πρόζα” είναι μία συλλογή του Ιβάν Τουργκένιεφ, κάποια ποιήματα της οποίας είχε ήδη δημοσιεύσει το 1882.Ο Ιβάν Τουργκένιεφ ήταν ρώσος μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε το
1818 στο Αριόλ της Ρωσίας και πέθανε το 1883 κοντά στο Παρίσι.
Το 1833 άρχισε να σπουδάζει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Το 1838 μετέβη στο Βερολίνο για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Όταν επέστρεψε στη Ρωσία το 1841, εργάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών, αλλά σύντομα σταμάτησε για να αφιερωθεί στην πεζογραφία και τη δραματουργία. Η λογοκρισία, όμως, δεν του
επέτρεψε να γνωστοποιηθούν τα θεατρικά του έργα, κάποια από τα οποία σήμερα θεωρούνται ορόσημα του ρωσικού θεάτρου. Το 1871 έγινε μόνιμος κάτοικος του Παρισιού, όπου και είχε μεγάλη αναγνώριση, καθώς εξελέγη αντιπρόεδρος του Διεθνούς Λογοτεχνικού Συνεδρίου το 1878, ενώ το επόμενο έτος τού
απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Το “Senilia ή ποιήματα σε πρόζα” είναι το τελευταίο έργο του συγγραφέα, πράγμα που φαίνεται και από το τίτλο, καθώς η λατινική λέξη “senilia” σημαίνει “γεροντικό”. Ο συγγραφέας ήθελε με αυτό τον τρόπο να δηλώσει τον χαρακτήρα των σκέψεων και των συναισθημάτων που μεταφέρει μέσα από το κάθε ποίημα ξεχωριστά. Πρόκειται για έργο με βιωματικά στοιχεία, αποτυπώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον εσωτερικό του κόσμο, σε όλο το μήκος της ζωής του. Δεν είναι τυχαία η χρονολογική σειρά με την οποία έχουν τοποθετηθεί τα ποιήματα. Ξεκινώντας από το προγενέστερο και καταλήγοντας στο πιο πρόσφατο, ο αναγνώστης παίρνει μία γεύση από τη ζωή του. Μάλιστα, ο ίδιος προτείνει στον αναγνώστη να διαβάσει τα κείμενα αποσπασματικά “σήμερα ένα, αύριο άλλο, και κάποιο από αυτά, ίσως, να αφήσει κάτι στην
ψυχή σου”, σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα του μεταφραστή, Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.
Κατά τη διάρκεια της φυλλομέτρησης, διαπιστώνει κανείς πως δεν πρόκειται για ποίηση, όπως την έχουμε συνηθίσει. Αυτό συμβαίνει γιατί, όπως δηλώνει και ο τίτλος, η μορφή κάθε ποίηματος είναι σε πρόζα, δηλαδή σε πεζό λόγο. Ωστόσο, είναι ευδιάκριτο το γεγονός ότι σε κάθε σελίδα ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί πως αφορά προσωπικές σκέψεις καταγεγραμμένες σε ημερολόγιο, κάτι που αναφέρθηκε και παραπάνω. Δεν πρόκειται να διαβάσουμε λυρική ποίηση με μετρικά συστήματα ή
ομοιοκαταληξία, αλλά έργα πεζά γεμάτα εικόνες βγαλμένες από την καθημερινή ζωή, με ανθρώπους, στοιχεία της φύσης, φαντασία, ακόμα και αλληγορία.
Ο Ιβάν Τουργκένιεφ είναι από τους αντιπροσώπους της ρωσικής λογοτεχνίας και ο συγκεκριμένος τόμος είναι το κλειδί για αυτόν που θέλει να γνωρίσει καλύτερα τον συγγραφέα.
Ο Ιβάν Τουργκένιεφ (1818-1883) αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του θαυμαστού οικοδομήματος της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα.
Πολυγραφότατος, αλλά και ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της εποχής, κατάφερε να συνδυάσει στο έργο του το έπος με τον λυρισμό, την περιγραφή της φύσης, μα και του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπων του αιώνα του, την αγάπη για την πατρίδα και την ανεξαρτησία του κοσμοπολιτισμού, την προσήλωσή του στις φιλελεύθερες ιδέες της εποχής, την αποστροφή προς την τυραννία αλλά και τον επηρμένο μηδενισμό, τη θρησκευτική πίστη, μα και την αγάπη για την επιστημονική γνώση.
– Από το προλόγισμα του μεταφραστή
Ο Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ ρώσος μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1818 στο Αριόλ της Ρωσίας και πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1883 στο Μπουζιβάλ, κοντά στο Παρίσι. Ήταν γιος ενός αξιωματικού και μιας πλούσιας και δυναμικής γυναίκας, της οποίας η μορφή διαφαίνεται σε διάφορα έργα του. Μεγαλώνοντας ο ίδιος σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν οι ταξικές διακρίσεις και το χάσμα πλουσίων και φτωχών, φορτίστηκε με μεγάλη έμπνευση κατά της κοινωνικής αδικίας. Το 1833 άρχισε να σπουδάζει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και το επόμενο έτος ήρθε σε επαφή με τον Ζουκόφσκι, τον Γκόγκολ και τον καθηγητή Πλέτνεφ, με τον τελευταίο να γίνεται οδηγός στα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα. Το 1838 μετέβη στο Βερολίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του, και εκεί ζυμώθηκε πολιτικά έχοντας στο πλευρό του σημαντικές φυσιογνωμίες σαν τον Μπακούνιν, τον Στανκίεβιτς και τον Ανένκοφ. Ως αποτέλεσμα, έκανε μέλημά του να προωθήσει τον εξευρωπαϊσμό της Ρωσίας και να υποστηρίξει τις ιδέες του με τη λογοτεχνία, χωρίς όμως να επιτρέπει στην κοινωνική κριτική να υποβαθμίζει την τέχνη της γραφής του. Μετά την επιστροφή του στη Ρωσία το 1841, εργάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών αλλά σύντομα σταμάτησε, και έτσι αφιερώθηκε περισσότερο στην πεζογραφία αλλά επεκτάθηκε ταυτόχρονα και στη δραματουργία. Η λογοκρισία, όμως, δεν επέτρεψε να ανεβούν όλα τα θεατρικά του έργα επί σκηνής, μερικά από τα οποία σήμερα θεωρούνται ορόσημα στην ιστορία του ρωσικού θεάτρου. Η γνωριμία του με την τραγουδίστρια της όπερας Παυλίνα Βιαρντό, η οποία ήταν και ο μεγάλος αλλά ανεκπλήρωτος έρωτας της ζωής του, τον υποκίνησε να κάνει συχνά και μεγάλα ταξίδια στην Ευρώπη για να βρίσκεται κοντά της. Δεδομένου του γενικού αρνητικού κλίματος στη Ρωσία για τις πολιτικο-κοινωνικές ιδέες του, η αρνητική κριτική στο μυθιστόρημά του Πατέρες και γιοι (1863) στάθηκε αφορμή ο Τουργκένιεφ να φύγει οριστικά με πρώτο σταθμό του το Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας, ενώ σύντομα μετακόμισε στο Λονδίνο και, τελικά, το 1871 έγινε μόνιμος κάτοικος του Παρισιού λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου. Εκεί είδε επιτέλους μεγάλη αναγνώριση, καθώς εξελέγη αντιπρόεδρος του Διεθνούς Λογοτεχνικού Συνεδρίου το 1878, ενώ το επόμενο έτος τού απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εκείνα τα τελευταία του χρόνια ακόμη και η Ρωσία τού επεφύλασσε θερμές υποδοχές όποτε την επισκεπτόταν.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.