Μαθήματα tango – Ειρήνη Γαβριλάκη.
Ρωτά ο Άγγελος Τάσκος.
Όποιος έχει γνωρίσει την Ειρήνη Γαβριλάκη, ξέρει αυτομάτως πως πλέον στη ζωή του η συνάντηση αυτή είναι ένα τατουάζ ανεξίτηλο ψυχής. Ξέρει πως πλέον είναι η Ειρήνη του. Πάντα γενναιόδωρη, με ταπεινότητα στη ζωή της, υπέρμαχος της αλήθειας , της ειλικρίνειας και της αλληλεγγύης. Μια φωτεινή ψυχή που όποιες και να είναι οι δυσκολίες της, τις αντιμετωπίζει με θάρρος και μπόρεση. Μια φωτεινή ψυχή που φωτίζει τα σκοτάδια των γύρω της. Ένας άνθρωπος που αποτελεί έμπνευση και στήριγμα για τους γύρω της και που αγαπά και ξέρει στην ουσία της όσο λίγοι την ελληνική γλώσσα και έχει εντρυφήσει στο βιβλίο όσο λίγοι. Ειρήνη μου σε ευχαριστώ…απολαύστε την μέσα από αυτήν της την συνέντευξη!
Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς.
Γεννήθηκα στον Πειραιά το 1960 και μεγάλωσα ανάμεσα σε καλούς αφηγητές, που ήξεραν πώς να περιγράψουν τα όνειρά τους ή να μιλήσουν για ταξίδια και απώλειες, σημείωνα στο μικρό βιογραφικό του τελευταίου βιβλίου μου. Είμαι αρχαιολόγος στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου, μετά από σπουδές στην Αθήνα, το Montpellier και πάλι στην Αθήνα για το διδακτορικό μου. Ανάμεσα στα αρχαιολογικά μου ενδιαφέροντα μπήκαν από πολύ νωρίς τα εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και ενήλικες.
Σε ποιους αναγνώστες απευθύνεται το βιβλίο σας «Μαθήματα tango».
Στον καθένα που έχει ενσυναίσθηση, ή θέλει να θυμηθεί γιατί την έχασε. Σε γυναίκες και άνδρες, παρά το γεγονός ότι στο βιβλίο ακούγεται μια γυναικεία φωνή και περιγράφεται η γυναικεία συνθήκη. Ωστόσο, το tango χορεύεται από δύο. Και αυτός ο δεύτερος επεμβαίνει στη χορογραφία, τη διαμορφώνει. Την αλλάζει, ορισμένες φορές. Γι’ αυτό και το βιβλίο μου αφορά και όποιον χόρεψε με την ηρωίδα μου.
Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο;
Γιατί εμπνεύστηκα το βιβλίο από τα μαθήματα tango που έκανα η ίδια, όταν διαπίστωσα ότι μου ήταν δύσκολο να ακολουθώ τα βήματα ενός χορευτή που μου ζήτησε να χορέψουμε, σε μια γιορτή, τυχαία. Συνηθισμένη να δημιουργώ μόνη μου τη χορογραφία της ζωής μου, έπρεπε να σκεφτώ πια αν ο μοναχικός χορός μου ήταν φυσική επιλογή που απαντούσε στην ιδιοσυγκρασία μου, ή μου επιβλήθηκε από τις συγκυρίες. Αυτά τα συγκεκριμένα μαθήματα και κυρίως οι οδηγίες του εκπαιδευτή ήταν το έναυσμα. Ας πούμε λοιπόν πως τα βήματα του tango, που μαθαίναμε σε κάθε μάθημα, με οδηγούσαν σε άλλα βήματα, σε άλλες μισές στροφές και μπλόκα, αυτά που καθόρισαν τη ζωή μου.
Η συγγραφή του βιβλίου αυτού ήταν σαν μαθήματα επικοινωνίας; Σχέσης; Αν ναι, ποιος είναι ο tangeros εσείς ή ο αναγνώστης;
Θα έλεγα πως ήταν περισσότερο μια βουτιά στο υποσυνείδητό μου, στις αλήθειες μου, κρυμμένες ή όχι. Μια επιστροφή στις επιλογές μου, σε ανθρώπους, σε καταστάσεις, σε σχέσεις. Μια βουτιά αυτογνωσίας, θα έλεγα. Ή, αν θέλετε, επικοινωνίας, αλλά με εμένα την ίδια.
Γράφετε κάπου: «είναι οι συνθήκες που διαμορφώνουν κάποιον ή αυτός διαμορφώνει συνθήκες που να ταιριάζουν στην απόφασή του; Τι ισχύει τελικά;
Νομίζω και τα δύο. Γιατί μερικές συνθήκες απαιτούν αυτοσυγκέντρωση και ετοιμότητα τόση, που μετά συνηθίζεις να λειτουργείς έτσι. Επίσης μια προσωπική αίσθηση «αξιοπρέπειας» μπορεί να επιδράσει και τότε διαλέγεις να φαίνεσαι αλώβητος, οπότε σταματάς να «χορεύεις».
Πόσο σας έχει βοηθήσει /επηρεάσει η επαγγελματική σας ιδιότητα ως αρχαιολόγος στη συγγραφή των βιβλίων σας μέχρι τώρα;
Δουλεύοντας στο πεδίο και τις βιβλιοθήκες αφενός, και αφηγούμενη την αρχαιότητα στο κοινό, έμαθα να εμβαθύνω μεθοδικά και να αντιλαμβάνομαι καλύτερα τη σιωπή και την κλίμακα, να ψάχνω τα βασικά κάθε ιστορικής περιόδου. Αυτά με βοήθησαν στη δεύτερη, τη συγγραφική μου ιδιότητα. Αυτά, και η αγάπη μου για τις ιστορίες, τα βιβλία και τους ήρωές τους.
Γιατί μαθήματα tango και όχι κάποιος άλλος χορός;
Φαντάζομαι ότι κάθε χορός που χορεύεται από δύο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορά. Ωστόσο, οι παραδοσιακοί χοροί είναι πολύ συγκεκριμένοι και η αυτό-έκφραση είναι μάλλον αυστηρή και περιορισμένη. Σε άλλους πάλι, σύγχρονους χορούς, δεν είναι αναγκαίο να αγγίζεις τον άλλο. Το tango όμως είναι ένας ελεύθερος χορός αν και έχει συγκεκριμένα βήματα κι αυτός, στον οποίο οι χορευτές γίνονται ένα, αφήνονται ο ένας στον άλλο με εμπιστοσύνη, επικοινωνούν με το σώμα, ο ένας ακολουθεί και απαντά σε αυτοσχεδιασμούς, διεκδικούν χώρο έτσι, ως ένα σώμα, στο πεδίο όπου κινούνται, εκφράζονται, χορεύουν ακόμα και ακίνητοι, μαθαίνουν να προβλέπουν το επόμενο βήμα, είναι απολύτως ορατοί αυτοί και οι προθέσεις τους.
Τελικά τα βήματα στο χορό, στη ζωή μαθαίνονται ή και αφήνεσαι;
Τα βήματα μαθαίνονται ή επιβάλλονται ή ξαναμαθαίνονται. Ή, μερικές φορές, ο χορός σταματά. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο προορισμός παραμένει. Τουλάχιστον για όσους δεν είναι επιρρεπείς να χάνονται και προτιμούν να σημαδεύουν τον δρόμο τους με πετραδάκια κι όχι με ψίχουλα, όπως ο άμαθος κοντορεβιθούλης της πρώτης φάσης του σχετικού παραμυθιού.
Τι ρόλο παίζουν οι ρυθμοί στη ζωή σας; Όπως ο ρυθμός στο tango;
Ο ρυθμός είναι το κοινό μας χαρακτηριστικό. Ο ρυθμός των ανθρώπων, ένας ρυθμός τζαζ που φτιάχνεται από τον ιδιαίτερο ρυθμό του καθένα από μας. Τις βαριές ή ασθμαίνουσες αναπνοές μας, τις διαφορετικές μας ταχύτητες και τις επιβραδύνσεις μας για οποιονδήποτε λόγο, τις αρρυθμίες και τις ταχυκαρδίες μας και πάλι για οποιονδήποτε λόγο, τα αργά ή γρήγορα βήματά μας. Τις σκέψεις μας. Αυτός ο ρυθμός μας συνέχει όλους. «Παιγμένος στο πιάνο του Θεού», όπως λέει στην ταινία «Ο θρύλος του 1900» ο πιανίστας που μετέτρεπε σε ρυθμό τους ρυθμούς των ταξιδιωτών και που αισθάνθηκε πως δεν θα μπορούσε να συνθέσει έναν ρυθμό μεγαλύτερης κλίμακας από το πλοίο του.
Η μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή σας;
Οι άνθρωποι της οικογένειάς μου, κατ’ αρχήν. Ο ταξιδευτής πατέρας μου, η ενσυναισθητική μάνα, η πειθαρχημένη μητέρα της μητέρας μου, η λαμπερή και σκεπτόμενη κόρη μου, η ήμερος πατέρας του πατέρα μου, που του έφτανε να πίνει τον καφέ του στο σκαλάκι του σπιτιού του στο τέλος της μέρας, η απουσία του πατέρα της μάνας μου, οι άνθρωποι στην αυλή της γιαγιά μου, οι άνθρωποι των οικογενειακών γιορτών, οι θάλασσες των πόλεων που έχω ζήσει. Το χιούμορ. Κάποια βιβλία.
Όταν ξεκινάτε να γράφετε κάτι, ξέρετε ήδη το τέλος;
Υπάρχει, αλήθεια, τέλος; Νομίζω πως υπάρχει μόνον μια συνεπής περιγραφή ή ανάλυση ή παρουσίαση του παρόντος -εφόσον δεν γράφω μυθιστορήματα- . Και μάλιστα του παρόντος, όπως το βιώνω. Όταν γράφω, δεν θέλω να πω μια ιστορία, αλλά να μεταδώσω εικόνες που με καθορίζουν στο παρόν. Προσπαθώ όχι να υπαινιχθώ ένα τέλος και να οδηγήσω σ’ αυτό, αλλά από το παρόν που με ενεργοποιεί να αφαιρέσω τα προσωπικά στοιχεία, ώστε να συμπεριλαμβάνει και άλλους. Κάποιους από τους αναγνώστες, δηλαδή, που είναι έτοιμοι να καταλάβουν πως οι εμπειρίες μας συνδέονται πέραν του χρόνου, μιας και κολυμπάμε όλοι στο ίδιο σύστημα συγκοινωνούντων δοχείο. Κι αυτό δεν μπορεί να έχει τέλος.
Από τι εμπνέεστε για τη συγγραφή των βιβλίων σας;
Από μια λέξη, μια εικόνα, μια μυρωδιά, μια ανάμνηση. Από την απώλεια, επίσης και τη μοναχικότητα. Από τη χαρά του ανήκειν σε κάτι μεγαλύτερο από την αυτοαναφορικότητά μας. Από τη νοσταλγία και κάποια συγκεκριμένα σπίτια.
Πώς ήταν η παιδική σας ηλικία;
Γράφω στις πρώτες σελίδες του βιβλίου μου «Από το υλικό που φτιάχνονται οι κούκλες»: Ήμουν ένα κοριτσάκι που μεγάλωνε σε μαγικές αυλές, συλλέγοντας μνήμες από απογεύματα και μεσημέρια Κυριακής με ραδιόφωνο και εκπομπές που τα σήματά τους δεν άλλαζαν ποτέ, με ρούχα πρωινά και βραδινά, με τακτικές διαδρομές και χειροτεχνίες. Μια μικρή Ειρήνη με τις κεραίες του Ε προσανατολισμένες στην απουσία του πατέρα μου που ταξίδευε. Ειρήνη με κανονικά ρουχαλάκια ραμμένα μαζί με τις εξωτικές λέξεις που περιέγραφαν καθημερινά υφάσματα, μερσεριζέ και ζακάρ. Ρένα, με μια μάνα πανέμορφη με τεράστια αμυγδαλωτά μάτια. Ρενάκι της οικογένειας και της γειτονιάς που ήξεραν να εξηγούν όλα τα όνειρα, που ήξεραν όλα τα λουλούδια, όλες τις βελονιές και όλα τα γλυκά του κουταλιού. Ήταν μια καλή παιδικά ηλικία, μέσα σε έναν πίνακα ανθρώπων τόσο διαφορετικών και τόσο μαζί. Στον Πειραιά και στην Κόρινθο των καλοκαιριών.
Γεννιέται κάποιος συγγραφέας;
Όχι. Απλώς με τον καιρό κάποιος μαθαίνει να παρατηρεί και να απαντάει, όταν τον ρωτούν, υπό την προϋπόθεση ότι συναντά ανθρώπους που θέτουν τις σωστές ερωτήσεις. Επίσης με τον καιρό μαθαίνει -αν είναι τυχερός- να ακούει, να αφουγκράζεται μάλλον. Συγγραφέας γίνεται, όταν μπορεί να διακρίνει την αλήθεια μέσα του. Αυτό που δεν ξεχνιέται -δεν περνά στη λήθη- και τον καθορίζει. Συγγραφέας γίνεται όταν έχει τα εργαλεία που χρειάζεται, έχοντας πολύ διαβάσει και μιλήσει, ώστε να εκφράσει εκείνο το βαθύτερο που θέλει να βάλει στο τραπέζι ώστε να γίνει ορατός. Συγγραφείς δηλαδή γίνονται αυτοί που καλλιεργούν την ενσυναίσθησή τους με πειθαρχία, που γνωρίζουν ότι συνανήκουν, που τους ενδιαφέρει να συνανήκουν. Οι ειλικρινείς και θαρραλέοι.
Τι καθορίζει τις ζωές μας, οι επιλογές μας ή οι επιρροές;
Όλα, ευτυχώς. Αλλιώς θα ήμαστε προβλέψιμοι και δεν είχαμε ποτέ την αίσθηση του τυχαίου…
Τι είναι επιτυχία και τι αποτυχία για εσάς;
Τίποτα. Η επιτυχία μου δημιουργεί ένα χαμόγελο. Κι αποτυχία μου υπενθυμίζει να γράφω με μολύβι, χωρίς να πέφτω στην παγίδα του ανεξίτηλου.
Τι σας κάνει να θυμώνετε και τι να χαμογελάτε;
Χαμογελάω με τα παιδιά και τα ανοικτά ενδεχόμενα. Με τις έξυπνες και αναπάντεχες ερωτήσεις, με τις ελληνικές ταινίες. Θυμώνω με τα ψέματα και την κάθε είδους «διαχείριση» της ζωής μου. Με την υποκρισία, την ανθρώπινη συνθήκη που εκπίπτει και εξευτελίζεται… Θυμώνω με την έλλειψη σεβασμού στον άνθρωπο και το μέλλον του.
Τι κάνει μερικά έργα να αντέχουν στον χρόνο;
Η αλήθεια και η συμπερίληψη.
Αγαπημένες/αγαπημένοι λογοτέχνες, συγγραφείς που σας έχουν επηρεάσει;
Οι λογοτέχνες της γενιάς του ’30, γιατί με γοητεύει ο τρόπος που αφήνονται στη δύναμη των πραγμάτων και των προσωπικών ιστορικών. Ο Καζαντάκης, γιατί τον διάβασα μαζί με τις φίλες μου στα 15. Ο Λουντέμης, γιατί έστρεψε το βλέμμα μου στον ουρανό. Ο Σεφέρης, γιατί διαβάζεται δίπλα στη θάλασσα και ο Ρίτσος γιατί σε σπρώχνει να δεις καλύτερα μέσα σου. Η δημοτική ποίηση, γιατί τραγουδούσαν ωραία οι γυναίκες του σπιτιού μας στην Κόρινθο και γιατί σε συμφιλιώνει με τα βουνά. Ο Φλωμπέρ γιατί σου μαθαίνει τους ανθρώπους μιλώντας για το περιβάλλον του. Ο Πωλ Ώστερ, γιατί κατάργησε την παντοδυναμία του αφηγητή. Ο Σαιντ Εξυπερύ, γιατί έφτιαξε ένα εκπληκτικό βιβλίο για τη φιλία και τον θάνατο. Ο Έσσε, γιατί μας μίλησε πολύ νωρίς για το τυχαίο των παραστάσεων στο Μαγικό Θέατρο. Ο Τόμας μαν, γιατί εφηύρε πάλι τη γεωγραφία, κάνοντας υπαρκτό έναν τόπο, στο οποίο συναντιέσαι κάποιος με το κάλλος. Ο Περέκ, γιατί μας έκανε λιανά την αξία της παρατήρησης. Ο Ρεϋμόν Κενώ, γιατί έχει χιούμορ. Ο Τουαίην για τον ίδιο λόγο. Ο Στάινμπεκ κι ο Φώκνερ. Οι Ρώσοι για τα μαθήματα ενσυναίσθησης. Θα μπορούσα να μιλάω για ώρες. Ο Μάρκες για τα υποκειμενικά σύμπαντα και τους κήπους.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο;
Τα αστυνομικά της Άγκαθα Κρίστι. Το κείμενο της Εξοδίου Ακολουθίας. Η σονάτα του σεληνόφωτος. Οι Βάκχες για την πρόκληση των ορίων και η Αντιγόνη για την απλή και κοινή λογική που συνήθως μας διαφεύγει. Ο Ντίκενς συνολικά. Ο Μ¨Ομπι Ντικ για το ψυχολογικό πορτρέτο. Σχεδόν όλα του Κόνραντ. Το βαθύ «Από τον ένα πύργο ο άλλος» του αντιπολεμικού Σελίν. Οπωσδήποτε ο Ίταλο Καλβίνο συνολικά.
Από πότε θυμάστε τον εαυτό σας να γράφει και γιατί;
Από 11 χρονών. Ίσως επειδή ήμουν εξοικειωμένη με τη γραφική ύλη ως καλή μαθήτρια. Κι επειδή είχα χρόνο, όπως όλα τα παιδιά των αρχών της δεκαετίας του ’70 (τότε ήμουν 11 χρονών). Εξάλλου η εικόνα κάποιας που γράφει είχε πάντα έναν ρομαντισμό. Σε κάθε περίπτωση όμως το γράψιμο με ξεκούραζε, με έκανε να αυτοσυγκεντρώνομαι και να ξεχωρίζω.
Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που θυμάστε;
Το πρώτο-πρώτο, στα έξι μου περίπου ήταν ένα παραμύθι με μια παρέα ζώων που πήγαν ταξίδι με ένα κατακόκκινο ανοικτό φορντ αυτοκίνητο. Μεγάλου σχήματος, με σκληρό εξώφυλλο. Το έχω πάντα στη βιβλιοθήκη μου. Τα αμέσως επόμενω δύο ήταν ο «Κόμης Μοντεχρήστος» και η «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» που μου χάρισαν γιατί στις διακοπές των Χριστουγέννων βοήθησα μια φίλη μου στο εργαστήριο λουκουμιών της οικογένειάς της. Ήμουν περίπου 10 χρονών. Την Καλύβα την τέλειωσα στα 40 μου, γιατί, όσο ήμουν μικρή, δεν μπορούσα να συνεχίσω πέρα από τον θάνατο της μικρής ηρωίδας. Έκλαιγα. Εν τω μεταξύ διάβαζα Κλασσικά Εικονογραφημένα.
Με ποιον/ποια συγγραφέα θα θέλατε να πίνατε ένα ποτήρι κρασί;
Με τον Ηρόδοτο. Αυτόν τον ταξιδιώτη από άποψη. Τον τόσο γλαφυρό και ανθρώπινο.
Πείτε μας λίγα λόγια για την «Ομάδα Φιλαγνωσίας Ρεθύμνου».
Η Ομάδα Φιλαναγνωσίας Ρεθύμνου υπάρχει για περίπου μία δεκαετία.
Σχεδιάστηκε αρχικά ως εκπαιδευτικό πρόγραμμα ενηλίκων, για να προσφερθεί στον Σύλλογο Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου. Στόχος ήταν ο μηδενισμός της απόστασης, χωρικής ή χρονικής, ανάμεσα στον εαυτό μας και τον Άλλο. Η εξάσκηση των ενσυναισθητικών αντανακλαστικών μας μέσω του αναστοχασμού, θα βοηθούσε να κατανοήσουμε τους χρήστες των αντικειμένων των προθηκών κάποιου μουσείου, μέσα από την κατανόηση του εαυτού μας. Γιατί, πώς αλλιώς είναι δυνατόν να έχουμε διαλεκτική σχέση με τους αρχαίους πολιτισμούς, αν δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας;
Η λογοτεχνία μας προσέφερε ακριβώς τον «Άλλο», επικαιροποιώντας τον μέσα από το δικό μας βίωμα που προκύπτει καθώς συζητάμε, το οποίο -αντίστοιχα κι αυτό- γινόταν «κείμενο» και επομένως μπορούσε να αναλυθεί ευκολότερα. Εξάλλου, η ανάγνωση είναι ένας καλός μοχλός συναισθηματικής ανάπτυξης και πολυδύναμης καλλιέργειας του ανθρώπου. Στα βιβλία, σαν μέσα από καθρέφτη βλέπουμε συνάμα και τον εαυτό μας να μας «κοιτάζει». Κι εμείς διαβάζουμε ελληνική και ξένη κλασική και σύγχρονη λογοτεχνία και Αρχαία Ελληνική Γραμματεία.
Συναντιόμαστε διαδικτυακά κάθε Πέμπτη, δωρεάν, μια παρέα που μιλάει με πρόσχημα τους ήρωες για τα βασικά, απολαμβάνοντας το «συνανήκειν». Μας δίνει μεγάλη χαρά!
Στις μέρες μας κοιτάμε, αλλά δε βλέπουμε;
Δεν νομίζω να κοιτάμε καν. Καταναλώνουμε εικόνες. Τις καταπίνουμε αμάσητες. Δεν συμπάσχουμε με τίποτα. Δεν θυμώνουμε. Διεκπεραιωτές ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Τα βήματα ή ο προορισμός έχουν τελικά αξία στη ζωή και γιατί;
Ο προορισμός, φυσικά. Οι διάφοροι χοροί απλώς μας βοηθούν να κάνουμε την προσωπική μας πορεία πιο ευχάριστη…
Είμαστε φτιαγμένοι από νοσταλγίες;
Η κόρη μου λέει πως είμαστε φτιαγμένοι από νοσταλγία και αγάπη, στο πρώτο βιβλίο της Ομάδας Φιλαναγνωσίας, «Ανάμεσα στις γραμμές». Έτσι είναι. Κι από λέξεις.
Τα βήματα πάνε μόνο μπρος ή και πίσω;
Παντού. Κάποια βήματα γίνονται ακόμα στον αέρα. Και στο νερό. Και στα βουνά και στις πεδιάδες. Στα δάση. Αυτή η δυνατότητα αυτοδιάθεσης με συνεπαίρνει. Ο χρόνος μας που μετριέται πηγαίνοντας μπρος και πίσω ταυτόχρονα, είναι μια μεταφορά της ολιστικότητας. Είναι ένα θαύμα, που μπορύμε και το κάνουμε.
Το «ηλιακό πλέγμα» του απέναντι είναι τελικά ο ορίζοντάς μας;
Μας κρατάει εστιασμένους. Αλλά ο ορίζοντας δεν μπορεί παρά να είναι ανοικτός.
Ωστόσο, όταν συναντάμε τον άλλο, ας εστιάζουμε στο κέντρο του. Κερδίζουμε έτσι τον χρόνο που θα χάναμε περικυκλώνοντας και επανακάμπτοντας και κλώθοντας και περιφερόμενοι.
Είναι τελικά το tango, ένας χορός μιας ανασκαφής μέσα μας;
Ακριβώς. Προϋποθέτει μια εσωτερική χορογραφία. Για να τη φτιάξουμε, χρειάζεται να εστιάσουμε στον στόχο, συνυπολογίζοντας το τυχαίο, έτοιμοι κάθε στιγμή γι’ αυτό. Γι’ αυτήν την απρόβλεπτη φιγούρα που απαιτεί συγχρονισμό. Για να χορέψεις, βέβαια, απαιτείται να έχει αφαιρέσει όλα τα στρώματα και τις επικαλύψεις της αλήθεια σου. Επομένως, καλά το παρομοιάζετε με μιαν ανασκαφή μέσα μας.
Ήττες ή απώλειες φοβόμαστε τελικά εμείς οι άνθρωποι;
Μαθαίνουμε να φοβόμαστε, είναι η αλήθεια. Τόσο που ξεχνάμε να απολαμβάνουμε τα πράγματα πριν τις ήττες ή τις απώλειες. Εκεί πρέπει αν βοηθιούνται οι tangeros.
Το επόμενο συγγραφικό σας εγχείρημα;
Ετοιμάζω την επιμέλεια του τρίτου βιβλίου της Ομάδας Φιλαναγνωσίας, μετά το «Ανάμεσα στις γραμμές» και το «Με δυο βότσαλα στο στόμα» και ελπίζω να το έχω στείλει στον εκδοτικό οίκο 24γράμματα που στηρίζει την προσπάθειά μας μέσα στο καλοκαίρι. Εν τω μεταξύ παρουσιάζω το «Tango» και κρατώ σημειώσεις για το επόμενο βιβλίο μου. Θα παρουσιάζει σκηνές από τη ζωή μιας γυναίκας που γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και πέθανε τον 21ο, έχοντας βιώσει πολέμους, δικτατορίες και απώλειες. Μια αντιηρωίδα που έζησε τη ζωή χωρίς να ζητήσει τίποτα, με μια αίσθηση καθήκοντος μόνον ως προς την καθημερινότητά της τη σκληρή. Ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, καθορισμένος από επιλογές ερήμην της.
Γεννήθηκα στον Πειραιά, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και μεγάλωσα ανάμεσα σε καλούς αφηγητές που ήξεραν πώς να περιγράψουν τα όνειρά τους ή να μιλήσουν για ταξίδια και απώλειες.
Από το 1986 εργάζομαι ως αρχαιολόγος στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου, μετά από σπουδές στην Αθήνα και το Montpellier, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με ένα διδακτορικό από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο πλαίσιο της δουλειάς μου, ανασκάπτω, δημοσιεύω αρχαιολογικό υλικό και ασχολούμαι συστηματικά με τη Μουσειακή
Αγωγή παιδιών, ενηλίκων και ειδικών ομάδων. Δουλεύοντας στους αρχαιολογικούς χώρους, έμαθα να ακούω τη σιωπή των αιώνων και να αντιλαμβάνομαι την κλίμακα.
Με αφορμή τη λογοτεχνία, κάνω περίπου το ίδιο και στη ζωή μου: ανασκάπτω μέσα μου και παρουσιάζω το υλικό μου, μετατρέποντας σε αφήγηση ό,τι δεν ξεχνιέται. Ό,τι, δηλαδή, είναι αλήθεια.
Τα τελευταία χρόνια συντονίζω Ομάδα Φιλαναγνωσίας στο Ρέθυμνο.
Tα λογοτεχνικά της Ειρήνης Γαβριλάκη:
Από το υλικό που φτιάχνονται οι κούκλες (εκδόσεις Αστάρτη, 2013)
Οι νύχτες πριν (εκδόσεις Ναυτίλος/Θεσσαλονίκη, 2015)
Κήποι (εκδόσεις 24γράμματα, 2019)
Αισθήσεις κι ένας αφηγητής (εκδόσεις 24γράμματα, 2021)
Συμμετοχή σε συλλογικούς τόμους:
«Μια θάλασσα κομμάτια» στον συλλογικό τόμο Πανδημία. Ιστορίες
εγκλεισμού – Άνοιξη 2020 (εκδόσεις 24γράμματα, 2020, 301-312)
Ρέθεμνος, γυναικείες παρουσίες στην
Ποίησh, (Ρέθυμνο, 2020)
Επιμέλειες:
Ανάμεσα στις γραμμές. Δοκιμές βάσει της αρχής των συγκοινωνούντων
δοχείων. Συλλογικός τόμος της Ομάδας Φιλαναγνωσίας των Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου.
Φιλολογική επιμέλεια και Εισαγωγή (εκδόσεις 24γράμματα, 2020)
Μ’ ένα βότσαλο στο στόμα. Ασκήσεις για την ενίσχυση της φωνής. Συλλογικός τόμος της Ομάδας Φιλαναγνωσίας των Φίλων του Αρχαιολογικού
Μουσείου Ρεθύμνου. Φιλολογική επιμέλεια και Εισαγωγή (εκδόσεις 24γράμματα, 2022)
Πανδημία. Ιστορίες εγκλεισμού-Άνοιξη 2020 (εκδόσεις 24γράμματα, 2020)
Edmond Dashi, Πόρτες κλειστές.Φιλολογική επιμέλεια και εισαγωγή (εκδόσεις 24γράμματα, 2020)
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.