Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης, 1865 – Γράφει ο ιστορικός Μπουζάρας Δημήτρης.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης, 1865
Λάδι σε μουσαμά, 164 x 126 εκ.
Επιλέξαμε σήμερα να μιλήσουμε για ένα πίνακα που είναι ένα κατ’ εξοχήν σύμβολο των ημερών. Στα άρθρα μας, θα δούμε αρχικά γνωστούς πίνακες και γλυπτά, τα οποία μας είναι οικεία, ως εικόνες, από τα παιδικά και μαθητικά μας χρόνια, κατόπιν, θα επεκταθούμε ακόμη περισσότερο και θα γνωρίσουμε λιγότερους γνωστούς, αλλά εξίσου αξιόλογους πίνακες, γλυπτά και καλλιτέχνες.
Μείνετε συντονισμένοι!
Ο Θεόδωρος Βρυζάκης γεννήθηκε Θήβα, από πατέρα έμπορο. Το 1819 ο πατέρας του απαγχονίστηκε από τους Τούρκους και μαζί με τον αδερφό του Ευθύμιο, βρέθηκαν στο ορφανοτροφείο που δημιούργησε ο Καποδίστριας στην Αίγινα.
Από εκεί, έγινε η επιλογή από τους Βαυαρούς, οι οποίοι, ουσιαστικά ενδιαφέρονταν να δημιουργήσουν τη νέα ελίτ των στρατιωτικών και των ανθρώπων του πνεύματος, οι οποίοι θα στελέχωναν το νέο κράτος.
Ήταν ιστορικός ζωγράφος και τέθηκε υπό την προστασία του Χάιντεκ – αξιωματικός φιλέλληνας -όταν αξιολογήθηκε το ταλέντο του και μετά το θάνατο του πατέρα του. Ο Χάιντεκ, ήταν ένας από τους αντιβασιλείς του Όθωνα.
Το 1886 μετά τη διάλυση του ελληνικού ινστιτούτου, ένα τμήμα μαθητών -παιδιών- πήγε στην τότε στρατιωτική ακαδημία και ένα άλλο στο πανεπιστήμιο. Μέσα σε αυτά τα παιδιά υπήρχε ένα, το οποίο ήταν ζωγράφος και αυτό δεν ήταν άλλο, από το Θεόδωρο.
Έτσι λοιπόν ο Βρυζάκης βρέθηκε στο Μόναχο. Το Μόναχο, παρείχε πολλές ευκαιρίες και εκείνη την εποχή, μιας και στην εν λόγω σχολή, μπορούσε να φοιτήσει κάλλιστα και κάποιος ο οποίος δεν είχε οικονομικές δυνατότητες, σε αντίθεση με την Ελλάδα στην οποία οι καλλιτέχνες οι οποίοι σπούδαζαν στο τότε πολυτεχνείο το 1837, είχαν την ευκαιρία να το κάνουν, αλλά μόνο τις αργίες διότι τις καθημερινές αναγκαστικά δουλεύαν.
Εδώ δημιουργείται το ερώτημα. Γιατί στο Μόναχο;
Γιατί προφανώς οι Βαυαροί είχαν στενή σχέση και για αυτό το λόγο οι Έλληνες πήγαιναν εκεί για να σπουδάσουν. Η πρώτη γενιά ζωγράφων δημιουργήθηκε λοιπόν, χάρη στους Βαυαρούς του Όθωνα, οι οποίοι πήραν δίπλα τους μαθητές με αγάπη για τη ζωγραφική και οι οποίοι μαθήτευσαν σε αυτούς πριν σπούδασαν στο Μόναχο, την πρωτεύουσα της Βαυαρίας.
Οι Έλληνες της σχολής του Μονάχου, όπως και ο κάθε ένας Έλληνας του εξωτερικού για δικούς τους λόγους συμπεριλαμβανημένου και του νόστου, επεδίωκαν να έχουν μια είδους σχέση με την πατρίδα.
Ο Βρυζάκης, ανήκει στη σχολή του Μονάχου, δηλαδή σε όλους εκείνους, οι οποίοι είτε σπούδασαν, είτε είχαν επηρεαστεί με κάποιο τρόπο από τη σχολή και η οποία με τη σειρά της είχε επηρεαστεί αλλά και ήταν ένα αποτέλεσμα όλων όσων φοίτησαν εκεί.
Τούτο, διότι ο κάθε ένας καλλιτέχνης έφερε μαζί τις δικές του γνώσεις και εμπειρίες κουβαλώντας όπως όλοι μας, το παρελθόν και τις δικές του μοναδικές εμπειρίες και απόψεις.
Η ομάδα αυτή -της σχολής του Μονάχου- δημιουργήθηκε ως ιδέα και ξεκίνησε από τον Βρυζάκη αλλά έγινε μια πραγματικότητα λιγάκι αργότερα.
Ο Βρυζάκης λοιπόν, υιοθέτησε την ευρωπαϊκή ζωγραφική και την φιλελληνική εικόνα της Ελλάδας, ζωγράφισε αγωνιστές εκ του φυσικού και σπούδασε, μια σχολή δύσκολη για εκείνον, πουλάει ωστόσο τα έργα του στη Γερμανία, διότι λόγω του κινήματος του φιλελληνισμού, υπήρχε κοινό.
Το έργο είναι φιλοτεχνημένο – ζωγραφισμένο μετά την έξοδο του Όθωνα και ανήκει στη Νεοελληνική ζωγραφική, επίσης, στο ρομαντικό ρεαλισμό, ο οποίος,θα μεταφραζόταν ως μια φιλτραρισμένη απόδοση της πραγματικότητας.
Βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα και όπως πολλά αλλά έτσι και ο Ρομαντισμός είχε διαφορετική έννοια. Οι ρομαντικοί εκείνη την εποχή θεωρούσαν ως ιδανικό τον άνισο αγώνα εναντίον ενός ισχυρού αντίπαλου και ζητούμενο, το θάνατο σε μικρή ηλικία στον αγώνα αυτό, ένα αγώνα για τα αγνά ιδανικά ή ένα ιερό σκοπό, δε ενδιέφερε η νίκη αυτή καθ’ αυτή, ο Ρομαντισμός εμπεριείχε προφανώς, το ηρωικό στοιχείο. Επίσης, οι Ρομαντικοί της εποχής, είχαν ήδη μια εξιδανικευμένη εικόνα για την Ελλάδα.
Οι ευρωπαίοι εκείνη την περίοδο, αναπτύσσουν τον Οριεντελισμό, να βλέπουν δηλαδή, με ρομαντική ματιά, με δόσεις σαγήνης, μυστηρίου και ερωτισμού, τις περιπέτειές των λαών της Ανατολής άρα και την Ελλάδα, οπότε ήταν μια ευκαιρία μιας και το κοινό μεγάλωνε.
Ο Βρυζάκης μεγαλώνοντας ουσιαστικά στο εξωτερικό, δεν είχε κοινό στην Ελλάδα, οπότε εξιδανικεύοντας τις μορφές, κέρδιζε μια θέση σε σπίτια πλουσίων στο εξωτερικό, φήμη και χρήματα.
Νεοελληνική τέχνη είναι η τέχνη που εντάσσεται στο δυτικό τρόπο ζωγραφικής. Η νεοελληνική τέχνη δε ξεκινά με την ίδρυση του ελληνικού κράτους αλλά με την αλλαγή τον 18ο αιώνα όπου τα νησιά φεύγουν από τη βυζαντινή ζωγραφική και υιοθετούν ευρωπαϊκά ιδιώματα, ειδικά τον νατουραλισμό.
Που βρίσκονταν όμως αυτά τα έργα και τι είδους απήχηση είχαν στο εξωτερικό; Η απάντηση είναι, καμία, μένανε σε σπίτια και παλάτια και μόνο λόγω άνθισης της λιθογραφίας εκείνη την εποχή, έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό επίσης, έγιναν αφίσες και μπήκαν σε τύπο εποχής.
Με αυτό τον πίνακα, η εκκλησία εγκαθιδρύθηκε ως ένας από τους φορείς που υιοθέτησαν και βοήθησαν στον αγώνα, γνώρισε δηλαδή στον κόσμο, πως ενέκρινε, ευλόγησε και βοήθησε τον αγώνα.
Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό και λυρικό πίνακα. Αρχικά στο επάνω μέρος του πίνακα βλέπουμε το τέμπλο το οποίο είναι ρωσικό, με μορφές αγίων όρθιες στο πάνω του μέρος.
Υπάρχουν βέβαια κατά το ορθόδοξο, οι κίονες ένθετοι στο τέμπλο, εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως οι καθολικοί ναοί δεν έχουν τέμπλο.
Η τεχνοτροπία εδώ θυμίζει Ευρώπη, παρά το γεγονός του ελλαδικού στοιχείου στο χώρο. Οι πίνακες του Βρυζάκη έχουν ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά σε ελληνικά θέματα και αυτό, διότι τα πρότυπα του ήταν ευρωπαϊκά.
Στο κέντρο ο ιεράρχης Παλαιών Πατρών Γερμανός και οι πρωταγωνιστές με τη σημαία, η οποία υποκλίνεται στο Θεό και Εκείνος, δηλώνει την έγκριση του λούζοντας με φως, το οποίο χαϊδεύει το τέμπλο, το Χριστό, το Άγιο πνεύμα αριστερά, όπως και στη συνέχεια τη σημαία και τους πρωταγωνιστές, έτσι, ο πίνακας μέσω του φωτός αποκτά τρεις διαστάσεις.
Ακόμη το φως, μας δείχνει και το κέντρο του πίνακα. Ο Θεός λοιπόν, ευλογεί το δίκιο του αγώνα με τις αχτίδες του ήλιου και σημαίνει την αρχή ενός δύσκολου, αλλά δίκαιου αγώνα.
Οι μορφές είναι εξιδανίκευες όπως και στους περισσοτέρους πίνακες και όχι μόνο του Βρυζάκη και αυτό, διότι οι πίνακες όπως είπαμε, προορίζονταν για σαλόνια και παλάτια, οπότε κανείς από τους αγοραστές, προφανώς, δε θα ήθελε στο σαλόνι του πολεμιστές μπαρουτοκαπνισμένους, αχτένιστους και ρυπαρούς.
Οι μορφές επίσης είναι ντυμένες με καινούργια ακριβά ρούχα της εποχής και σημειώνουμε εδώ πως την εποχή εκείνη τα ρούχα ήταν μοναδικά, μιας και δεν υπήρχαν καταστήματα κατασκευής και εμπορίας και όλα φτιαχνόντουσαν στο χέρι. Βλέπουμε λοιπόν, χρυσοκέντητα ενδύματα με χρυσές κλωστές και ακριβά υφάσματα δουλεμένα με μαεστρία, όπως επίσης, καινούργια ακριβά και λαμπερά άρματα.
Ο σκοπός φυσικά δεν ήταν η απόδοση της ιστορικής πραγματικότητας, έχουμε εξιδανίκευση και ωραιοποίηση των μορφών της επανάστασης. Μιας επανάστασης η οποία δεν έγινε στις 25 Μαρτίου, ούτε η ευλογία δόθηκε στην Αγία Λαύρα αλλά στην Καλαμάτα. Το πατριαρχείο άλλωστε ήταν αντίθετο και αφόρισε τους πρωταγωνιστές.
Για αυτό και πολλά άλλα, που αφορούν θέματα της ελληνικής όσο και παγκόσμιας Ιστορίας, θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε εκτενέστερα σε επόμενα άρθρα, μιας και η Ιστορία που μάθαμε έχει πολλά τέτοιου είδους ψεύδη.
Συνεχίζοντας βλέπουμε πως οι μορφές των Διάκων, αριστερά και δεξιά είναι ωραιοποιημένες και μοιάζουν σαν άγγελοι. Οι αγωνιστές δείχνουν άκαμπτοι, σαν κέρινοι, όχι επίτηδες, αλλά διότι ο Βρυζάκης, είχε ως πρότυπο του τους λαϊκούς ζωγράφους. Στην Ελλάδα, θα εξελισσόταν σε ένα λαϊκό ζωγράφο και αυτό είναι εμφανές από τον τρόπο που ζωγραφίζει τις μορφές, ως ένας επαρχιακός ζωγράφος, δεν έφτανε στα πρότυπα των ευρωπαίων.
Γύρω στα 1875 ο Βρυζάκης αποσύρθηκε λόγω μιας ασθενείας στα μάτια.
Ο πίνακας εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη.
Θεόδωρος Βρυζάκης
Αντιβασιλείς του Όθωνα
Ιωσήφ Λουδοβίκος Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ Γεώργιος Λουδοβίκος
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.