HomeΑρθρογραφίαΥγείαΨυχολογία-ΨυχανάλυσηΗ παγίδα του κρυμμένου θυμού – Γράφει η Έλένη Περινού.

Η παγίδα του κρυμμένου θυμού – Γράφει η Έλένη Περινού.

Η παγίδα του κρυμμένου θυμού – Γράφει η Έλένη Περινού.

Η Ελένη Περινού ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Στυλίδα.   

Απόσπασμα από μια συλλογή θεραπευτικών ιστοριών που γράφω εδώ και καιρό και προσδοκώ να ολοκληρωθεί στο επόμενο βιβλίο μου. Το κείμενο που παραθέτω είναι υπό μορφή διηγήματος. 
“Η παγίδα του κρυμμένου θυμού”
Αυτή η μικρούλα είναι ακόμα θυμωμένη. Κρατάει μούτρα στη μάνα της, δεν την θέλει. Χαιρέκακα της βγάζει τη γλώσσα και χαμογελάει δαγκώνοντας τα χείλη της.
«Δεν σε θέλω, είσαι κακιά, να φύγεις!» λέει από μέσα της σφίγγοντας τα δόντια της. Δεν τολμάει να ξεστομίσει τούτες τις βαριές κουβέντες μπροστά της, ξέρει ότι όχι μόνο θα ακούσει τα σχολιανά της αλλά θα τις φάει ξανά και ξανά και θα κλαίει απαρηγόρητη. Τρίζει τα δόντια και καταπίνει το θυμό της. Πάντα αυτό κάνει.
Την κοιτάω από μακριά, παρατηρώ όλα όσα γίνονται, σαν να βλέπω μια θεατρική παράσταση. Παίρνω το θάρρος και ανεβαίνω στη σκηνή. Στέκομαι μακριά της, κάπου στην άκρη της σκηνής, προσπαθώντας να μη χαλάσω το σενάριο και σε λίγο της ψιθυρίζω συνωμοτικά, της κάνω νόημα να έρθει προς το μέρος μου. Σαστίζει. Αν και θυμωμένη ακόμα, κοιτάζει μια τη μάνα της, μια εμένα, ξεγλιστράει γρήγορα από το οπτικό της πεδίο και με πλησιάζει. Σκύβω στο αυτί της και τολμώ να της μαρτυρήσω το μυστικό.
“Κοίτα! Η μαμά σου έχει φύγει για μακριά. Δεν υπάρχει πια η μαμά σου μικρή μου, έχει πεθάνει. Είσαι ελεύθερη!!”
Και τότε ξαφνικά, βλέπω στο πρόσωπό της μια απότομη αλλαγή. Ο θυμός της, έδωσε τη θέση του στη θλίψη. Το μουτράκι της κατσουφιάζει, συννεφιάζει, χαμηλώνει τα μάτια. Τι; Θα βάλει τα κλάματα; Είναι δυνατόν; Της λείπει; Τι συμβαίνει; Προσπαθώ να καταλάβω. Είναι θυμωμένη μαζί της επειδή την εγκατέλειψε; Επειδή έφυγε απ’ αυτόν το μάταιο κόσμο τόσο νωρίς; Τώρα σαστίζω κι εγώ. Πριν από λίγο, είχε πεισμώσει, είχε κατεβάσει τα μούτρα, έβραζε μέσα της, έβγαζε τη γλώσσα της κρυφά και κορόιδευε τη μάνα της και τώρα της λείπει; Τέτοια ακαριαία αλλαγή συναισθημάτων;
Μπερδεμένα πράγματα. Από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις.
Αμέσως όμως στρέφω την προσοχή μου στο Τώρα. Σημασία έχει πως η μικρή, αυτή τη στιγμή, βασανίζεται, πονάει, υποφέρει. Είναι εγκλωβισμένη στα καταπιεσμένα συναισθήματά της που την τυλίγουν και την πνίγουν εδώ και χρόνια σαν τον ιστό της αράχνης. Συνειδητοποιώ πως όλος αυτός ο θυμός, μετατράπηκε με μιας σε θλίψη. Της λείπει η μαμά της κι ας μην ήταν η τέλεια μαμά. Κι ας την μάλωνε. Κι ας την χτυπούσε. Κι ας την χρησιμοποιούσε άθελά της ως προέκτασή της. Κι ας την πίεζε να χωρέσει με το ζόρι στο καλούπι που εκείνη της έφτιαξε. Μακάρι και να ξαναζούσε για μια στιγμή. Μόνο μία. Ας την έβλεπε έστω και μια φορά.
Τώρα η μικρή μεγάλωσε. Έγινε ολόκληρη γυναίκα. Είμαι εγώ η ίδια που την κάλεσα κοντά μου. Έχω ήδη φτιάξει την δική μου οικογένεια. Καταλαβαίνω αλλιώς τα πράγματα. Τώρα, αν είχα τη δυνατότητα, θα κοιτούσα τη μάνα μου βαθιά στα μάτια και θα την αγκάλιαζα. Θα της έλεγα πως δεν έχουν πια καμία σημασία όσα πέρασαν. Πως το ξέρω, ναι, έκανε ό,τι μπορούσε καλύτερο τότε. Πως τώρα, το μικρό εκείνο παιδί το έχω αναλάβει εγώ η ίδια, ο ενήλικος πια εαυτός μου και πως είναι η πρώτη μου έγνοια. Την αγάπη που έχω μέσα μου την δίνω απλόχερα σε τούτο το παιδί. Το βοηθάω, το στηρίζω, το διδάσκω, το εκπαιδεύω και κάποιες φορές του βάζω όρια, χωρίς να το εγκαταλείπω ποτέ. Χωρίς φωνές και απόρριψη. Χωρίς κατάκριση. Με δυο κουβέντες, ένα βλέμμα αγάπης, η μικρή εμπιστεύεται πια την μεγάλη.
Αυτά που νιώθω δεν χωρούν σε λέξεις. Δεν χωρούν πουθενά. Βουρκώνω καθώς σκέφτομαι πόσα έχω να της πω. Όλα τούτα τα λόγια τα κλείνω μέσα σε έναν βαθύ αναστεναγμό που βγαίνει σιωπηλά, αλλά με τέτοια ορμή που κοντεύει να σπάσει η καρδιά μου.
«Τώρα μάνα μου αγαπημένη, είσαι πραγματικά ελεύθερη. Σε ελευθερώνω εγώ από τις αλυσίδες που μας δένανε. Σε ευχαριστώ για όλα όσα έκανες για μένα, για τούτο το μοναδικό και ανεκτίμητο δώρο της ζωής. Από την ανυπαρξία απέκτησα ύπαρξη μέσα από σένα. Συγχωρώ όλες σου τις αστοχίες, εγώ στη θέση σου μπορεί να είχα κάνει πολλές περισσότερες. Έτσι κι αλλιώς κι απ’ τη δική μου θέση, μέσα στα χρόνια που έχω ζήσει, έχω κάνει και περισσότερες και βαρύτερες αστοχίες. Έχω πληγώσει άθελά μου κι εγώ τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Τα ίδια τα παιδιά μου».
Συγκλονίζομαι από αυτή την αποκάλυψη.
Παίρνω ανάσα βαθιά και γονατίζω φτάνοντας στο ύψος της μικρής. Ανοίγω την αγκαλιά μου και εκείνη έρχεται χωρίς δεύτερη σκέψη και κλείνεται μέσα μου. Την κρατώ σφιχτά και ξεκινάω αποφασιστικά το πρώτο βήμα να πλησιάσω την μάνα μου που στέκεται στην άλλη άκρη της σκηνής. Την κοιτώ κατάματα καθώς έρχομαι κοντά της. Εκείνη με περιμένει με βλέμμα καθαρό και γεμάτο καλοσύνη. Τώρα έχω να της πω τελείως άλλα πράγματα, τώρα μπορώ να της μιλήσω σαν ενήλικας. Ξέρω ακριβώς τι νιώθω και τι θα της πω. Το παιδί έχει ησυχάσει, νιώθει ασφαλές και ήρεμο στην αγκαλιά μου. Ξέρει πως δεν έχει πια τίποτα να φοβάται και τίποτα να το βαραίνει. Ξέρει πως είμαι πια εδώ και είναι σίγουρο πως θα τα τακτοποιήσω όλα. Καμία εκκρεμότητα άλυτη.
«Μανούλα μου, λυπάμαι βαθιά που έφυγες τόσο νωρίς. Που δεν πρόλαβες να χαρείς, να γελάσεις, να αγαπήσεις κι άλλο. Η θλίψη μου, ένα δάκρυ καθαρό σαν διαμάντι. Είσαι ελεύθερη από μένα. Κανένα βάρος, καμία σκουριά, κανένα αγκάθι μέσα μου για σένα. Μόνο ευγνωμοσύνη κι αγάπη. Συγχώρεσέ με που υπήρξα σκληρή και άκαρδη, που είχα θυμό και πικρία για σένα. Που σε δίκαζα για πολλά χρόνια σαν να ήμουν εγώ η αναμάρτητη. Ας είναι πια η ψυχή σου ελεύθερη κι ανάλαφρη σαν εκείνο τον γλάρο που πετάει πάνω απ’ τα κύματα και χάνεται στον ορίζοντα.
Μην έχεις πια έγνοια για την μικρή. Η αλήθεια είναι πως την είχα ξεχάσει πολλά χρόνια εγκαταλελειμμένη σε ένα σκοτεινό υπόγειο, να έχει κολλήσει πάνω σου, να μην μπορεί να ξεφύγει από τον θυμό και τη θλίψη της, να νομίζει πως είσαι ακόμα ζωντανή και να μιλάει με το φάντασμά σου. Όμως τώρα σε διαβεβαιώνω πως την βρήκα και την έχω μαζί μου. Μην ανησυχείς πια για εκείνη. Είσαι ελεύθερη να αναπαύεσαι εν ειρήνη. Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες. Κι όταν έρθει η ώρα και κλείσω κι εγώ τον κύκλο μου σε τούτη τη ζωή, θα πάρω μαζί μου την αγάπη που έδωσα. Την αγάπη που μοιράστηκα. Η ευθύνη για τη ζωή μου και για την ζωή της μικρής, ανήκει πια αποκλειστικά σε μένα. Κι όταν ανταμώσουμε κάποτε εκεί στην απέναντι όχθη, θα έχω μόνο μια αγκαλιά γεμάτη από αυτή την αγάπη για σένα».
Αφήνω τη μικρή κάτω. Της εξηγώ ότι θέλω ένα λεπτό να αγκαλιάσω τη μάνα μου και να την αποχαιρετήσω. Η μικρή στέκεται στα πόδια της και αρπάζεται από την μπλούζα μου. Δεν ξέρει πώς νιώθει. Έχει μια απορία στο βλέμμα της. Με εμπιστεύεται όμως. Ακούει όλο τον διάλογο, αλλά παραμένει στην δική μου πλευρά. Δεν τρέχει πια όπως προηγουμένως κοντά στην μαμά της. Κρατιέται από πάνω μου και περιμένει.
«Σε αγαπώ μανούλα μου. Ας είσαι αναπαυμένη στον ουρανό. Σε ευχαριστώ για όσα μου έδωσες, για ό,τι έκανες για μένα και ξέρω πως είναι πολλά. Ευλόγησέ με να ζήσω όσο μου δόθηκε κι όταν έρθει η ώρα θα σε ανταμώσω ξανά, το ξέρω πως θα με περιμένεις». Την βλέπω που δακρύζει, δακρύζω κι εγώ. Μα τα δάκρυα τούτα μόνο αγάπη κρύβουν, αγάπη και λύτρωση. Απελευθέρωση.
Σε μια στιγμή η μάνα μου γονατίζει απέναντι στην μικρή και την κοιτάζει δακρυσμένη. Σκύβει το κεφάλι της, παίρνει τρυφερά το χεράκι της μέσα στο δικό της χέρι και το φιλάει. «Ψυχή μου όμορφη, παιδί μου ευλογημένο, συγχώρεσέ με που σε έβλαψα. Δεν ήξερα τι έκανα. Τώρα σε αφήνω σε καλά χέρια, τώρα ησύχασε η ψυχή μου».
Η μικρή είναι σαστισμένη, αλλά χωρίς φόβο. Νιώθει πώς κάτι σπουδαίο συμβαίνει ετούτη τη ώρα. Σκύβω κι εγώ. Η μεγάλη, η ενήλικη. Ρίγη διαπερνούν το κορμί μου. Σκύβω κι έρχομαι κοντά και στις δύο. Τις αγκαλιάζω. Αγκαλιαζόμαστε και οι τρεις με μια ανάσα. «Σ΄ ευχαριστώ μανούλα μου! Σ αγαπάω!» ψελλίζω με τρεμάμενη φωνή. «Εγώ σε ευχαριστώ για την αγάπη σου και την φωτεινή ψυχή σου», απάντησε και άνοιξε τα χέρια της σαν τα φτερά του αγγέλου, κρατώντας μας ενωμένες. Για πόση ώρα δεν ξέρω, μου φάνηκε σαν να πέρασε μια αιωνιότητα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Μείναμε οι δυο μας. Εγώ και η μικρή μου, που μου κρατάει το χέρι και μου ζητάει να την πάρω αγκαλιά καθώς βλέπουμε τη μάνα μας να ξεμακραίνει και να χάνεται μέσα σε ένα φωτεινό σύννεφο. Με μια συγκίνηση βαθιά που δονεί την ψυχή μου ολάκερη για τούτο τον αποχαιρετισμό, την σηκώνω και την κρατώ στο αριστερό μέρος της αγκαλιάς μου, γνέφοντας το αντίο στην ξεθωριασμένη μορφή της μάνας μου. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ την μικρή που ενώ διστάζει στην αρχή, σε λίγο σηκώνει κι εκείνη το χέρι της να αποχαιρετήσει την μαμά της. Της χαμογελώ και χαίρομαι. Συγκινούμαι ακόμα πιο βαθιά. Για την ένωση. Για το ότι βρήκα αυτό το χαμένο παιδί που είχα παρατήσει μόνο του όλα αυτά τα χρόνια. Έκλαψα βουβά με χαρμολύπη. Ούτε της το ζήτησα, ούτε την πίεσα να κάνει κάτι. Έτσι από μόνη της συντονίστηκε μαζί μου, αποχαιρετούσαμε και οι δύο αντάμα την μάνα μας.
Κι όταν πια χάθηκε μέσα στο φως, η μικρή γύρισε απότομα και κρεμάστηκε από το λαιμό μου. Με έσφιγγε σαν να ήθελε να γίνουμε ένα. Την αγκάλιασα κι εγώ σφιχτά, κλείνοντας τα μάτια μου, προσπαθώντας να κρατήσω μέσα μου ετούτη την αίσθηση της ένωσης, της αγάπης. Μείναμε κάμποση ώρα έτσι αγκαλιασμένες. Εγώ και η μικρή. Ύστερα την ανασήκωσα και την κοίταξα στα μάτια. Τα δάκρυα είχαν στεγνώσει κι εκείνη περίμενε από μένα μια κίνηση.
«Τι λες;» την ρώτησα. «Πάμε κι εμείς;»
Τα μάτια της φωτίστηκαν.
«Πού;» με ρώτησε με αγωνία.
«Πάμε στο πάρκο; Στην παιδική χαρά; Πάμε να κάνουμε κούνια;»
«Μαζί;»
«Ναι, μαζί! Οι δυο μας!»
Με ένα σπινθηροβόλο βλέμμα, άφησε αμέσως την αγκαλιά μου και άρχισε να τρέχει μπροστά. Στη ζωή που μας περίμενε. Μαζί.
Έλένη Περινού.

Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Όσον αφορά τις εκδόσεις, προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά  την αγορά, να επισκέπτεται  οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.

Share With:
Rate This Article

jimbouzaras@gmail.com

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.