Σχεδόν τα Πάντα – Εκδόσεις Το Ροδακιό – Σχολιάζει ο Θανάσης Μουσόπουλος.
Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος ως Ελλαδίτης κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με την Κύπρο, τον πολιτισμό και τους/τις δημιουργούς του μαρτυρικού νησιού. Κατά το προηγούμενο έτος, με την ευκαιρία των πενήντα χρόνων από την Τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη διεθνή ανοχή, μίλησα και έγραψα για την Κύπρο, την ιστορία και τον πολιτισμό της. Ιδιαίτερα καταπιάστηκα με την κυπριακή λογοτεχνία.
Ανάμεσα στα άλλα παρουσίασα τα λογοτεχνήματα δύο Κυπρίων που διαπρέπουν στην Ξάνθη, το βιβλίο του Γ. Κ. Γεωργίου «Κατ’ οίκον Ιατρική Επίσκεψη» και το έργο του Μιχάλη Σάββα «Μια ιστορία ποιήματα – Από την εισβολή στην Κύπρο και η ζωή μετά – 1974 – 2024».
Είχε την καλοσύνη ένας σημαντικός κύπριος δημιουργός του λόγου, ο Ανδρέας Μαλόρης, να μου αποστείλει το νέο του έργο με διηγήματα «Σχεδόν τα πάντα», εκδ. Το Ροδακιό, 2024. Μου δίνεται έτσι η ευκαιρία να μιλήσω για τον συγγραφέα και το έργο του, προσεγγίζοντας συνοπτικά την πολυβραβευμένη παρουσία του στους χώρους του λόγου.
Ο Ανδρέας είναι γιατρός, όπως και ο Γεωργίου. Θα ξεκινήσω με μια σχετική παλιότερη προσέγγιση. Αναρωτήθηκα, τι συνδέει την ιατρική με τη λογοτεχνία. Βρήκα κείμενα του Φώτη Παυλάτου, καθηγητή Ενδοκρινολογίας του Πανεπιστήμιου της Αθήνας και ποιητή. Ένα άρθρο του επιγράφεται «Ο γιατρός λογοτέχνης – το ταιριαστό δίδυμο». Θα μου επιτρέψετε να παραθέσω δύο αποσπάσματα, που απαντούν στην απορία μας.
«Ο γιατρός ενσαρκώνει τον ανιχνευτή της γνώσης και της αλήθειας, στοιχεία που θα τον οδηγήσουν να γίνει θεραπευτής του ανθρώπινου σώματος (αποκατάσταση των μηχανιστικών παρεκκλίσεων) και της ανθρώπινης ψυχής (αποκατάσταση της παρέκκλισης των ψυχικών λειτουργιών και των φυσιολογικών διεργασιών)».
«Και το ερώτημα: − Πώς συμβιβάζεται ο γιατρός να διακονεί και τις δύο «Τέχνες» μαζί, την Ιατρική και τη Λογοτεχνία; Μπορεί ο γιατρός-λογοτέχνης να κουμαντάρει συγχρόνως και τις δύο «Τέχνες»;
Η απάντηση είναι ότι όχι μόνο μπορεί να τις κουμαντάρει, αλλά η μια «Τέχνη» μπορεί να ωφεληθεί από την άλλη με ένα μηχανισμό θετικής παλίνδρομης αλληλορρύθμισης (feed-back), για να χρησιμοποιήσω όρο της Ενδοκρινολο-
γίας. Τα παραδείγματα είναι άπειρα.
Η Ιατρική με σύμμαχο τη Λογοτεχνία αποτελούν ένα αδιάσπαστο «δίδυμο», που αδιαμφισβήτητα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ίδια τη ζωή και τη σταδιοδρομία του γιατρού ως θεραπευτή του σώματος και της ψυχής των συνανθρώπων του».
Ο Ανδρέας Μαλόρης γεννήθηκε στην Αχέλεια της Πάφου. Σπούδασε ιατρική στη Θεσσαλονίκη και στο Johannesburg της Νοτίου Αφρικής και από το 1991 εργάζεται στη Λεμεσό.
Το 1981 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα με τη συμμετοχή του στον Πρώτο Πανελλαδικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Ε.Φ.Ε.Κ.Θ. όπου και βραβεύτηκε με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης. Το 1983 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Τα τριάντα ποιήματα». Το 1997 εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Τα μπαλόνια άφαντα» η οποία και βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο από τις Πολιτιστικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου.
Το 2003 εξέδωσε την δεύτερη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Τίποτα, τίποτα» η οποία επίσης βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο. Το 2012 εξέδωσε την τρίτη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Εκκαθάριση προσωπικού». Το 2015 εξέδωσε την δεύτερη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Με διαστρέβλωση ελαχίστη». Το 2019 εξέδωσε την τρίτη ποιητική του συλλογή με τον “Κβαντομηχανική”
Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες ποίησης και διηγήματος. Διηγήματά του έχουν μεταφρασθεί και δημοσιευθεί στα Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Βουλγαρικά και Τουρκικά.
Προτού αναφερθούμε στο νέο του πεζογράφημα, θα προσεγγίσουμε την ποίησή του, την πρώτη του αγάπη. Ο ίδιος το 2015 δηλώνει: «Ξεκίνησα γράφοντας αποκλειστικά ποίηση για πάνω από 20 χρόνια μέχρι που μια βαθύτερη ανάγκη για περισσότερη εξωστρέφεια και επικοινωνία με οδήγησε στο διήγημα».
Σχετικά με την ποίηση του Ανδρέα Μαλόρη διαβάζουμε ότι «αποπνέει ένα δυναμισμό, μια ευκρινέστατη κατηγορηματικότητα και μια ενθουσιώδη προσήλωση στη θέση που λαμβάνει ή υπερασπίζεται. Γιατί ο Α.Μ. μονίμως λαμβάνει θέση ή υπερασπίζεται κάποια θέση, όποια κι αν είναι η θεματική στόχευσή του» (Γ. Φράγκος, Ο Φιλελεύθερος,25 Απριλίου 2016). Λίγοι στίχοι του δείχνουν την ποιητική του ρώμη:
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ
Μη μου μιλάτε / για ήχους ελικοπτέρων
παν’ από σώματα νεκρά / μέσα σε κήπους που ανθίζουν,
για δυνάμεις δήθεν αδίστακτες / κι άπειρα μακρινούς πολέμους. / Μιλάτε μου μόνο / για μάτια που εξακοντίζουν πόθους / μέσα στην πλήξη του πλήθους,
για κορμιά που διαγράφονται γυμνά / όταν τα λάβαρα πέφτουν, / για τις προθέσεις των χεριών, / όταν τα φώτα σβήνουν.
ΠΡΟΜΗΝΥΜΑΤΑ
Λικνιζόμασταν ατάραχα στη θάλασσα / Της Κερύνειας
Ζώντας έκθαμβα σε φόντο / Παρωχημένων τραγουδιών.
Α! σπαταλημένα προμηνύματα / Ανελέητα σφυροκοπήματα
Τι το αλλόκοτο βρίσκατε / Στα φερσίματά μας;
Άλλωστε οι πληροφορίες / Ήσαν αντικρουόμενες,
Σε παρενθέσεις κλείναμε / Τα λαχανιασμένα σινιάλα
Των καιρών. / Επί πλέον θα μπορούσαμε μετά
Να τους εγκαλέσουμε / Για την κατάφωρο παραβίαση
Και τις αναπότρεπτες συνέπειες / «Επί της πέριξ εν γένει περιοχής».
Το βιβλίο «Σχεδόν τα πάντα» περιέχει είκοσι τρία διηγήματα (σελ. 11 – 125), αν αφαιρέσουμε τις εννέα φωτογραφίες που παρεμβάλλονται, θα λέγαμε πως ο μέσος όρος έκτασης των διηγημάτων είναι πέντε σελίδες.
Στις σελίδες 129 – 134 κατατοπιστικό Γλωσσάρι για τις λέξεις της κυπριακής διαλέκτου που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:
«Διηγήσεις και λογοκλοπές από καταχωρήσεις της μνήμης για ανθρώπους, ζώα, μηχανές και συσκευές, που έζησαν στο παρασκήνιο των γεγονότων της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Στην Αχέλεια της Πάφου. Έναν οικισμό στους πρόποδες ενός γήλοφου με ακακίες, που τον λέγαν Μωρόκαμπο. Για το δάχτυλο ενός παιδιού, φερειπείν, λίγο πριν πατήσει την σκανδάλη και για την απαγωγή ενός παππού που αναβάλλεται για το χατίρι μιας αντίπαλης δεκαπεντασύλλαβης φωνής.Για ένα θρυλικό απορρυπαντικό που αδυνατεί να εξαλείψει βόμβες ναπάλμ και για τους εξωγήινους που αφαιρούν, ένα-ένα, τα σκάγια από μια πλάτη διάτρητη από φίλια πυρά. Για την υπό εκκόλαψη εκείνη χειροβομβίδα των περιστεριών που εκρήγνυται με ποιητικές συνέπειες και τις ευλαβείς γονυκλισίες της γιαγιάς λίγο πριν μαυρίσει στο ξύλο τον αρχιεπίσκοπο. Τα πολεμικά αεροπλάνα που εκπόρθησαν κατακόμβες λαγών και για ένα αυτοκίνητο, που με μια κοτρόνα συνοδηγό, πορεύτηκε ανάμεσα σε λασπωμένους λύκους επειδή έτσι το θέλησε ένας ξεριζωμένος καπνοπαραγωγός.
Αυτά και πολλά άλλα, που ενώ εζήλωσαν δόξαν oσιομαρτύρων, ελλείψει προστασίας αρνήθηκαν να καταθέσουν εδώ».
Ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στον Γιώργο Σαββινίδη, στην ερώτηση: Θα προτιμούσες οι αναγνώστες να πιστέψουν ότι όλα στο βιβλίο είναι απολύτως αληθινά ή ότι όλα είναι εξ ολοκλήρου επινοημένα; Απαντά:
«Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η λογοτεχνία είναι πρωτίστως μία τέχνη αποπλάνησης. Δεν είναι ούτε αληθινή, ούτε εντελώς φανταστική. Είναι ένας υβριδικός χώρος, ένα άλλο παράλληλο σύμπαν όπου ο συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη να χαθεί μαζί του, να παραδοθεί, να αποπλανηθεί για να ζήσει μια μαγεία που η πεζή καθημερινότητα του την στερεί. Αν η λογοτεχνία και δη η πεζογραφία δεν εμπεριείχε αυτό το στοιχείο της επινόησης και της μαγικής αποπλάνησης, δε θα ήταν τέχνη του λόγου, αλλά δημοσιογραφία, ιστορική καταγραφή, κοινωνιολογική διατριβή ή ψυχολογική μελέτη.
Ο πραγματικός ρόλος της λογοτεχνίας είναι να αποκαλύψει τις λοξές πλευρές της πραγματικότητας και να φωτίσει αν μπορεί τα ανομολόγητα. Και αν μπορεί να προσφέρει μια τέρψη ή μια απόδραση από τον ασφυκτικό κλοιό των αποξενωμένων κοινωνιών μας».
Όσον αφορά τον τίτλο του βιβλίου, στο διήγημα «Σχεδόν τα πάντα» διαβάζουμε:
«Το ΣΙΒΑ ήταν όντως το μοναδικό απορρυπαντικό με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς. Παντός καιρού και χρήσης. Αφαιρούσε, καθάριζε, γυάλιζε. Πιάτα, μαχαιροπίρουνα, ακόμα και μαλλιά. Απάλειφε και εξάλειφε τα πάντα. Σχεδόν τα πάντα» (σελ. 33).
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η «ποιητική» γραφή του συγγραφέα. Ξεχώρισα τρία διηγήματα. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το καθένα:
Α. «Ο Μάγος» (σελ. 49 – 55) – «Εκεί όπου πολλά φεγγάρια λαμπύριζαν στις ράχες των παρκαρισμένων αυτοκινήτων και στα προαύλια των σπιτιών συνωστίζονταν τα σκοτεινά σχήματα δεμένων γαϊδάρων» (σελ. 52).
Β. «Το τελευταίον της ζωής του ταξείδιον» (σελ. 105 – 114) – «Οι μικροί κουρνιασμένοι στα στρατούρκα των γαϊδάρων και οι μεγάλοι πεζή, με τις τσάντες και τα εργαλεία στους ώμους» (σελ. 105).
Γ. «Δις τω αυτώ ποταμώ» (σελ. 119 – 125)
«Διστάζω. Πώς να εγκαταλείψω την πυροβολαρχία, Ιούλη του ’74, δυο μόνο μέρες μετά το πραξικόπημα; Ερχόμασταν στην Πάφο για άλλους λόγους. Να καταστείλουμε τους οπαδούς του ανατραπέντα αρχιεπισκόπου. Πού να χωρέσει ανάμεσα σ’ αυτά η μητέρα; Η κάθοδος εξάλλου μας είχε ήδη καθυστερήσει» (σελ. 119).
Η νέα συλλογή του Ανδρέα Μαλόρη έγινε από την πρώτη παρουσία της θερμά αποδεκτή. Συμφωνώ απόλυτα με τον Παναγιώτη Νικολαΐδη που γράφει: «αποτελεί μια αξιόλογη πεζογραφική κατάθεση που διαβάζεται απνευστί».
Σημειώνει πως η συλλογή περιέχει κείμενα με «έντονο βιωματικό υπόστρωμα της γραφής και η οποία (με χρονολογικές μετατοπίσεις και άλματα) ακολουθεί μυθοπλαστικά την πορεία ενηλικίωσης του ενήλικου πια αφηγητή (παιδική ηλικία, εφηβεία, στρατός, σπουδές). Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι σε όλα τα διηγήματα δεσπόζει ένας πρωτοπρόσωπος, αυτοδιηγητικός αφηγητής ο οποίος αποτυπώνει με εσωτερική εστίαση, αλλά και με ανοιχτά τα μάτια της τιμαλφούς συγγραφικής μνήμης καθοριστικές στιγμές της παιδικής του ηλικίας στη γενέθλια και μυθική Αχέλεια της Πάφου».
Κλείνοντας θα παραθέσω λίγους στίχους του Ανδρέα που αποτυπώνουν το βαθύτερο δημιουργικό του είναι:
Πίσω από το μικροσκόπιο / της ματιάς σου,
τις μη μου άπτου απολήξεις / της αφής σου,
[…] Κι ακόμη πιο πίσω, / πίσω-πίσω και πιο πίσω,
πίσω κι από την Έκρηξη τη Μεγάλη,
βαθύτερα κι απ’ το βαθύτερο βάθος του βάθους,
εκεί όπου όλα με το τίποτα αρχινούν / και στο τίποτα τελειώνουν./Ναι, ναι, εκεί, εκεί / θα υπάρχει πάντα αυτό που αγνοώ’ /και όσο αγνοώ ελπίζω.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.