Ηλιος με Ξιφολόγχες- Γιώργος Σκαμπαρδώνης – Σχολιάζει ο Θανάσης Μουσόπουλος.
Ο ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟΣ «ΗΛΙΟΣ ΜΕ ΞΙΦΟΛΟΓΧΕΣ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ
ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ, εκδ. Πατάκη, 3 η έκδοση, 2023
Πολλά τα βιβλία του Γιώργου Σκαμπαρδώνη που εδώ και τριανταπέντε χρόνια συγκινούν το αναγνωστικό κοινό. Πολλές είναι οι επανεκδόσεις των έργων του. Πρόσφατα διάβασα το έργο του «Ήλιος με Ξιφολόγχες», το οποίο (κατά σύμπτωση;) αναφέρει ο φίλος συγγραφέας και όχι μόνο Στέφανος Τσιτσόπουλος στο μυθιστόρημά του «Η Ανθούλα Σταθοπούλου στην Εγνατία με νεύρα¨(εκδ. Αρμός, 2024), που θα παρουσιάσω στην Ξάνθη στις 14 του Φλεβάρη.
Ο «Ήλιος με Ξιφολόγχες» είναι ένα σημαντικό έργο, αρκεί να αναφέρουμε ότι πήρε Βραβείο Αναγνωστών Athens Voice, ενώ ήταν στη Βραχεία λίστα του περιοδικού Ο Αναγνώστης και στη βραχεία λίστα The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δέ)κατα.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1953 και σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της πόλης. Το 1993 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του Η στενωπός των υφασμάτων και το 2012 έλαβε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών «Πέτρος Χάρης» για το βιβλίο του Περιπολών περί πολλών τυρβάζω. Υπήρξε βασικός συνεργάτης και διευθυντής αρκετών περιοδικών και εφημερίδων της πόλης (Εντευκτήριο, 97, Μακεδονία, κ.ά.). Συνεργάστηκε επίσης με ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, με ρεαλιστική γραφή, θεματοποιεί την καθημερινή ζωή στη Θεσσαλονίκη της Γερμανικής Κατοχής αλλά και του πιο πρόσφατου παρελθόντος.
Σύμφωνα με τον Π. Σφυρίδη, ο Σκαμπαρδώνης γράφει με ρεαλιστικό ύφος το οποίο, διανθισμένο καθώς είναι με ποιητικά στοιχεία, παρουσιάζει ομοιότητες με το
νοτιοαμερικανικό μαγικό ρεαλισμό. Ο εξομολογητικός τόνος που κυριαρχεί στα έργα του τούς προσδίδει έναν βιωματικό ή και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ο οποίος ενισχύεται από τη συχνή παρουσία ιστορικών ή ψευδοϊστορικών στοιχείων, επιστολών ή ημερολογιακών καταγραφών. Η αφήγηση του Σκαμπαρδώνη είναι συνήθως πρωτοπρόσωπη ή επιτελείται από κάποιον αφανή στην πλοκή χαρακτήρα. Ο Ζήρας παρατηρεί ότι αυτό το στοιχείο του παράδοξου εντάσσεται σε μία ευρύτερη μεταμοντερνιστική τάση των σύγχρονων με τον Σκαμπαρδώνη πεζογράφων για διάλυση της ομοιομορφίας και της συνεκτικότητας της αφήγησης. Έντονο είναι ακόμη το
χιούμορ -ή και ο σαρκασμός- και πυκνά τα παιγνιώδη σχήματα λόγου, στοιχεία τα οποία αντί να γειώνουν την αφήγηση, εντείνουν τη συναισθηματική φόρτιση των ηρώων.
*
Ο «Ήλιος με Ξιφολόγχες» είναι ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε οδυνηρά γεγονότα που σημάδεψαν τη Θεσσαλονίκη της μπελ επόκ. Οι κεντρικοί ήρωες και οι ηρωίδες είναι επινοημένοι, όσο και η δράση τους. Ορισμένα περιστατικά έχουν χρονικώς αντιμετατεθεί. Τα πραγματικά πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονται στην αφήγηση με αλλοιωμένα ή όχι ονόματα, πράττουν, κινούνται και μιλούν αυθαίρετα, ώστε να εξυπηρετήσουν την ανέλιξη της ιστορίας. Η δράση τους εν προκειμένω είναι πειραματική, πιθανή – όπως και όλη η εξιστόρηση η οποία είναι μια μισοφανταστική, λογοτεχνική εκδοχή, μια αίσθηση για το πώς ενδεχομένως έγιναν όλα. Που σημαίνει ότι τα βασικά συμβάντα καταγράφονται στις εφημερίδες της εποχής, αλλά στην αφήγηση ενυπάρχει το ποιητικό αυταπόδεικτο.
Η Τίνα Μανδηλαρά αναφέρεται στο έργο: «Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης επιστρέφει στο μυθιστόρημα καταγράφοντας τα δραματικά ιστορικά γεγονότα του Μεσοπολέμου αλλά και τους δυο κόσμους – της πολυτέλειας και της ωραίας αισθητικής από τη μία, και της λαϊκής αλήθειας και της φτώχειας από την άλλη – που ενώνονται στις σελίδες ενός καλογραμμένου αστικού νουάρ.
O κυρίαρχος έρωτας, διαρκώς αφανής, αλλά πάντοτε ασυγκράτητος, είναι αυτός που τρέφει ο συγγραφέας για την πόλη της Θεσσαλονίκης, που στο νέο του βιβλίο μεταπλάθεται σε μοναδική μούσα και ιδανική πρωταγωνίστρια».
Και καταλήγει η Τίνα Μανδηλαρά, στο κείμενό της που δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO: «Δεν θα ήταν, επομένως, υπερβολή να πούμε πως αν ο Ήλιος με ξιφολόγχες δεν ήταν γραμμένος σύμφωνα με τις αρχές του νουάρ, θα αποτελούσε το βασικό συναξάρι της Θεσσαλονίκης και το καλύτερο μυθιστόρημα του σπουδαιότερου
διηγηματογράφου της εποχής μας, που για χάρη της άνοιξε τη βεντάλια της αφήγησής του, την οποία άπλωσε σε μαγικό πλάτος και βάθος, φτάνοντας στην πιο ακραία πιθανή ρωγμή και στο πιο κρυμμένο τραύμα αυτού του μοναδικού αστικού παλίμψηστου».
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που παίζει «πρωταρχικό» ρόλο στο έργο:
«Έξω, ο πυρακτωμένος ποντικός έχει χωθεί μέσα σε κάτι παλιόχαρτα και πριονίδια της γειτονικής αποθήκης πασκίζοντας να σωθεί – η φωτιά γρήγορα μεταδίδεται και σιγά σιγά η αποθήκη λαμπαδιάζει ολόκληρη. Οι φλόγες προχωρούν επιθετικά μπουρλοτιάζοντας και τη διπλανή παράγκα, θεριεύουν διεξοδικά και σχεδόν αθόρυβα. Η χαμοκέλα έχει πια αρπάξει φωτιά από κάθε μεριά και σε λίγο γίνεται παρανάλωμα, μαζί και ο γείτονας που κοιμάται βαριά, μόνος του, εντός, κουκουλωμένος.
Δηλητηριάζεται πρώτα απ’ το μονοξείδιο και τους καπνούς, βυθισμένος στον ύπνο λιποθυμάει πριν καεί κι αυτός, ζωντανός σχεδόν, ανήμπορος να σηκωθεί, γίνεται κάρβουνο μαζί με την παράγκα του και την αποθήκη. Δεν περνάει πολλή ώρα κι όλα αρχίζουν να καταρρέουν τρίζοντας, γρούζοντας· ένας φλεγόμενος σωρός
από παλούκια, αυλακωτές λαμαρίνες, κουρέλια, σανίδια, πλιθιά, κεραμίδια και παλιοέπιπλα μέσα σε κάπνες και ατμούς, καθώς δεκάδες ποντίκια ξεπετάγονται πανικόβλητα τρέχοντας έξω ακτινωτά για να σωθούν καταφεύγοντας όπου βρουν.
Ούτε η γριά Συντάκαινα που κοιμάται στη διπλανή παράγκα, ούτε άλλος κανείς στον προσφυγομαχαλά, ο οποίος βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον συνοικισμό Χαριλάου, κάτω από το άλσος της Νέας Ελβετίας, έχει αντιληφθεί τη φωτιά. Τέτοια ώρα, μαύρα μεσάνυχτα, όλοι κοιμούνται κουβαριασμένοι, μονάχοι τους ή αγκαλιασμένοι σφιχτά για να ξεφύγουν απ’ το κρύο και από τη μοίρα τους, τουλάχιστον ως το πρωί, ως το αβάσταχτο, πρώτο φως. Τα μακρινά αλυχτίσματα των
πλανώμενων, αδέσποτων σκυλιών που είδαν την αναλαμπή της φωτιάς αλλά και όσων ψοφολογούσαν τρέμοντας στις κοντινές ψωροαυλές δυναμώνουν και πολλαπλασιάζονται ειδοποιώντας μάταια τους συφοριασμένους που κοιμούνται.
Κι όσοι ξυπνούν για λίγο, για δευτερόλεπτα, δεν βρίσκουν το κουράγιο να αλλάξουν πλευρό απ’ τον φόβο του κρύου και της χειρότερης πραγματικότητας εκεί έξω».
Πραγματικά, η δημιουργία του Γιώργου Σκαμπαρδώνη ανοίγει νέους δρόμους για την ανανέωση του νεοελληνικού λόγου.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.