Ο Κώστας Βάρναλης προσεγγίζει τον Αριστοφάνη και το έργο του – Γράφει ο Θανάσης Μουσόπουλος.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Αφιέρωμα στα 50 χρόνια από τον θάνατό του
Στα «Αισθητικά – Κριτικά» τόμος Β΄ (εκδόσεις Ο Κέδρος, 1958) του Κώστα Βάρναλη, περιλαμβάνονται πολλά κείμενά του που αναφέρονται στον Αριστοφάνη και στο έργο του. Θα παραθέσουμε, στην αρχή αυτού του άρθρου μας, τους τίτλους των σχετικών κεφαλαίων:
– Οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, σελ. 11 – 23
– Η επικαιρότητα των «Νεφελών», σελ. 23 – 26
– Το κώνειο, σελ. 26 – 28
– Ο Πλούτος και η Πενία, σελ. 28 – 30
– Οι βωμολοχίες του Αριστοφάνη, σελ. 30 – 32
– Οι «Παραβάσεις» του Αριστοφάνη, σελ. 33 – 39
– Συγχρονισμένος Αριστοφάνης, σελ. 39 – 42
– Οι «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, σελ. 42 – 45
– Ο ύμνος της Γης, σελ. 45 – 48
Σχετικά με τα κείμενα αυτά θα αναφερθούμε σε επόμενη ενότητα του άρθρου μας, αφού μιλήσουμε για άλλα κείμενα του Βάρναλη.
*
Στα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» (επιμέλεια Κ. Γ. Παπαγεωργίου, εκδ. Κέδρος, 1980) που περιέχουν επιφυλλίδες δημοσιευμένες στην εφημερίδα Ανεξάρτητος κατά το 1935, στην ενότητα «Ο Σωκράτης, η αληθινή απολογία και ο θάνατός του», πληροφορούμαστε ότι στη Γαλλία κατά το 1924 με τους φίλους του διάβαζαν Αριστοφάνη και Φαίδωνα του Πλάτωνα. Ως «φιλόλογος με … δίπλωμα» διάβαζε φωναχτά και ερμήνευε κομμάτια από τα δύο βιβλία. «Τι γέλια που κάμναμε, όταν διαβάζοντας τον Αριστοφάνη, βρίσκαμε την ανάλογη σημερινήν απόδοση των αιχρολογιών του!». Την επόμενη χρονιά αναφέρει πάλι «Τα ηχηρά γέλια και τα τσουχτερά φαρμάκια του Αριστοφάνη για την παλιά δημοκρατία», σε σχέση με τον Ραμπελαί και τον Σωκράτη (σελ. 303-4).
Στον πρόσφατο τόμο «Φιλολογικά» (επιμέλεια Νίκος Σαραντάκος, εκδ. Αρχείο, 2023, σελ. 597), που περιέχει 400 χρονογραφήματα (1939 – 1958) για τη λογοτεχνία, την αισθητική, τη γλώσσα, την εκπαίδευση και το βιβλίο, περιέχονται δύο κείμενα που σχετίζονται με τον Αριστοφάνη:
– «Το αηδόνι», 1Μαΐου 1941 (σελ. 91 – 3)
– «Οι Νεφέλες», 6 Ιουλίου 1951 (σελ. 412 – 3)
Στο πρώτο κείμενό του ο Βάρναλης αναφέρεται στο έργο του Αριστοφάνη «Όρνιθες»:
«Ο Αριστοφάνης που ήξερε να μεταγράφει στην ανθρώπινη γλώσσα τις φωνές των πουλιών και των βατράχων, έτσι μεταγράφει τα «λόγια» που τραγουδάει το αηδόνι, «η φίλη ξουθή»:
κο κο κο κοκ ο τιοτίξ
τοτοτοτοτοτοτοτοτοτοτίξ!»
Σε επόμενο σημείο του κειμένου του ο Βάρναλης παρατηρεί ότι ο Αριστοφάνης στα χορικά των «Ορνίθων» δε μας έδωσε μόνο τα λόγια του αηδονιού αλλά και τη μουσική τους, που είναι άγνωστη σε εμάς. «Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία, πως η μουσική (εννοεί – που συνόδευε τους στίχους) θα ήτανε στο ύψος και του θέματος και του συνθέτη».
Κλείνει το χρονογράφημά του παραθέτοντας ένα σχετικό ποίημά του από το Φως που καίει .
Το δεύτερο κείμενο, που αναφέρεται στις «Νεφέλες» του 1951, σχετίζεται με την παράσταση του έργο εκείνη τη χρονιά. Στο άρθρο μου «Ο Κώστας Βάρναλης και ο φιλόσοφος Σωκράτης» (Νοέμβριος 2024) υπάρχει η ενότητα «Ο Σωκράτης και οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη» την οποία παραθέτω.
Ο Σωκράτης, ως γνωστόν, παρουσιάζεται στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη. Θα αξιοποιήσουμε στοιχεία του Κώστα Βάρναλη και από το χρονογράφημα που περιλαμβάνεται στα «Φιλολογικά» και από το ανάλογο κεφάλαιο στα «Αισθητικά – Κριτικά» (τόμος β΄).
Εισαγωγικά, θα αναφέρουμε συνοπτικά το περιεχόμενο του αριστοφανικού έργου, όπως το παρουσιάζει ο Α. Γεωργοπαπαδάκος στην «Ελληνική Γραμματολογία»:
«Ο κτηματίας Στρεψιάδης, που ζει στην Αθήνα λόγω του πολέμου, έχει χρέη τα οποία θέλει να μην πληρώσει. Για να το επιτύχει αυτό πηγαίνει στο σχολείο του Σωκράτη· είναι όμως πολύ χοντροκέφαλος για να μυηθεί στη σοφιστική. Αποφασίζει λοιπόν να φέρει στον Σωκράτη τον γιο του Φειδιππίδη, ο οποίος κάνει τέτοιες προόδους, ώστε όχι μόνο αποστομώνει τους δανειστές του πατέρα του, αλλά ακόμη δέρνει και τον ίδιο και του αποδείχνει πως έχει το δικαίωμα να το κάνει. Ο Στρεψιάδης αγανακτισμένος βάζει φωτιά στο φροντιστήριο (σχολείο) του Σωκράτη. Οι Νεφέλες, που αποτελούν το χορό, πιθανό συμβολίζουν τις αόριστες και σκοτεινές διδασκαλίες των σοφιστών στους οποίους, ο Αριστοφάνης, κατάταξε και το Σωκράτη. Το έργο που έχουμε δεν είναι εκείνο που παίχτηκε, αλλά ξαναδουλεμένη και όχι εντελώς τελειωμένη μορφή του, η οποία ίσως δεν ανεβάστηκε στη σκηνή».
Το 1951 τον Νοέμβρη οι Νεφέλες του Αριστοφάνη ανέβηκαν από το Βασιλικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού με τον Χριστόφορο Νέζερ στον ρόλο του Στρεψιάδη σε μετάφραση του Βάρναλη. Στο χρονογράφημά του (6 Ιουλίου 1951) σημειώνει:
«Όλος ο κόσμος ξέρει, πως σ’ αυτήν την κωμωδία δε βγαίνει μειωμένος ο μεγάλος Δάσκαλος, αλλ΄ ούτε κι ο μεγάλος Ποιητής. Κανένας, ποτέ, στους αιώνες τους άπαντες, διαβάζοντας τις Νεφέλες δεν πίστεψε τον δάσκαλο “απατεώνα” ούτε τον Ποιητή για συκοφάντη».
Στο κείμενό του ο Βάρναλης αιτιολογεί τις παραπάνω απόψεις, καταλήγοντας:
«Μπορεί να είναι ο Σωκράτης ο πρωταγωνιστής του έργου, αλλά δεν είναι αυτός ο κύριος στόχος της σάτιρας. Ο Σωκράτης είναι πρόσχημα. Διά μέσου ενός πλαστού προσώπου, ο Αριστοφάνης, “ ο τα βέλτιστα διδάσκων ” (όπως καυχιέται ο ίδιος), θέλει να χτυπήσει το σύνολο της πολιτείας, να χτυπήσει των συγκαιρινών του την πολιτική, την ηθική και την πνευματική διαφθορά».
*
Στα «Αισθητικά – Κριτικά» τα κείμενα για τις Νεφέλες του Αριστοφάνη (1951) έχουν πολλά στοιχεία για το έργο, το περιεχόμενο και τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί, με την ευκαιρία μάλιστα της παράστασης του έτους εκείνου. Πληροφορούμαστε ότι το 1906 στους Ολυμπιακούς αγώνες παίχτηκε το έργο για πρώτη φορά στη νεότερή μας ιστορία από ένα θίασο ερασιτεχνών, μετάφραση Γ. Σουρή.
Θα περιοριστούμε σε δύο σημεία των απόψεων και αναλύσεων του Βάρναλη, που έχουν σχέση με τον Σωκράτη.
«Πλάι στο Σωκράτη του Αριστοφάνη, του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, υπάρχει κι ένας τέταρτος, ο τραγικότερος όλων: είναι ο Σωκράτης των κατηγόρων του. Ο Άνυτος, ο Μέλητος κι ο Λύκων μας παρασταίνουνε το Σωκράτη για κοινωνικόν ταραξία, για ψευτοπροφήτη και για διαφθορέα των νέων».
Ο Αριστοφάνης δεν είχε τίποτε προσωπικό με τον Σωκράτη, «στη διακωμώδηση του ήρωά του έχει κέφι, αλλά δεν έχει κακία. Μισεί τα ήθη του καιρού του κι αυτά είναι ο κύριος στόχος της κωμωδίας του σε τέτοιο βαθμό, που ο Σωκράτης γίνεται απλή πρόφαση για την κοινωνική πολεμική του Ποιητή».
Στα «Αισθητικά – Κριτικά» (τ. Β΄, σελ. 28 – 30) έχουμε το άρθρο «Ο Πλούτος και η Πενία» που αναφέρεται στο αριστοφανικό έργο «Πλούτος», το οποίο οι περισσότεροι φιλόλογοι θεωρούνε για την τελειότερή του κωμωδία.
Σχολιάζοντάς την ο Κώστας Βάρναλης τη συσχετίζει με την εποχή του και, βέβαια, συσχετίζεται και με τη δική μας εποχή «κρίσης». Παραθέτω κάποια αποσπάσματα.
«Ο Πλούτος τυφλός, η Τύχη τυφλή, η Θέμις τυφλή, ο Τειρεσίας και ο Όμηρος τυφλός. Η Αλήθεια γυμνή. Ο Θάνατος κουφός! Ό,τι καλό κι ωραίο το τυφλώσανε, το κουφάνανε, το ξεγύμνωσαν αρχαίοι και νέοι Έλληνες. Κι ο λόγος αυτονόητος.
Σήμερα έρχεται πολύ στην επικαιρότητα η τύφλα του Πλούτου. Δυστυχώς, αν αυτός ο χρυσός θεός δεν έχει μάτια να βλέπει και μοιράζει το πουγγί του σ’ όποιονε λάχει, όμως αυτοί που τον κερδίζουν έχουνε τα μάτια δεκατέσσερα. Είναι συνήθως οι άνθρωποι, που μπορούνε να εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις και να βγάζουν από τη μύγα ξύγκι. Όσο πιο ανώμαλες οι περιστάσεις, τόσο πιο ανελέητοι οι λύκοι, που στην ανεμοζάλη χαίρονται.
Στην Αθήνα οι επιτήδειοι βρήκανε την ευκαιρία να πλουτίζουν εις βάρος της κοινής δυστυχίας με τη συκοφαντία, με την αδικία και με την αισχροκέρδεια. Έτσι, φυσικά πλούτιζαν οι κακοί κι ανήθικοι και δυστυχούσαν οι καλοί και τίμιοι πολίτες.
Ο Αριστοφάνης, για να διορθώσει αυτό το κακό, γιατρεύει στην κωμωδία του τον τυφλό θεό και του ξαναδίνει το φως του. Και τότες ο Πλούτος παίρνει τα πλούτη από τους κατεργαρέους και τα δίνει στους χρηστούς πολίτες – κι αυτό, κατά την αντίληψή του, είναι η σωστή λύση του μεγάλου αυτού κοινωνικού προβλήματος της δίκαιης κατανομής των υλικών αγαθών». Παραπέμπω στο παλιότερο άρθρο μου «Πλούτος, παιχνίδι της δημιουργικής φαντασίας του Αριστοφάνη» (Αύγουστος 2018).
*
Νομίζω είναι εμφανές ότι ο Κώστας Βάρναλης εκτιμούσε το έργο του Αριστοφάνη και ασχολήθηκε ποικιλότροπα με αυτό, και επειδή συγγένευε η ψυχοσύνθεση των δύο δημιουργών. Στο βιβλίο μου «Ο θείο – Κώτσο της Θράκης» (εκδ. Σπανίδη, 2015) στο κεφάλαιο για τη σάτιρα στη Θράκη και τον σατιρικό Βάρναλη, γράφω:
«Η σάτιρα είναι στοιχείο που εκφράζει τον ποιητή από την πρώτη ώρα. Από το αδιέξοδο των αρχών του εικοστού αιώνα ξεπήδησε η ανάγκη για ρεαλισμό και πολιτική διάσταση στο έργο του ποιητή. Ποτέ όμως για το Βάρναλη η σάτιρα δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήταν πάντοτε το μέσο για να εκφράσει την αντίσταση ή την επανάσταση του πνεύματός του. ίσως όλο το έργο του να κινείται απ’ αυτή τη σκωπτική διάθεση, τη σατιρική του φλέβα.
Είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι ασχολήθηκε με μεταφράσεις των κωμωδιών του Αριστοφάνη, που ακόμη παίζονται γιατί είναι ζωντανές. Μέσα στον κλασικό λόγο του Αριστοφάνη συνάντησε τον σατιρικό εαυτό του, αλλά φρονώ ότι από εκεί πήρε ερείσματα για το προχώρημα του έργου του».
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.