HomeΓύρω από ένα βιβλίοΚριτικές-ΣχολιασμοίΘεοί και Θεατρίνοι – Α. Λυμπεροπούλου – Εκδόσεις Κέδρος – Σχολιάζει ο Κώστας Α. Τραχανάς.

Θεοί και Θεατρίνοι – Α. Λυμπεροπούλου – Εκδόσεις Κέδρος – Σχολιάζει ο Κώστας Α. Τραχανάς.

Θεοί και Θεατρίνοι – Α. Λυμπεροπούλου – Εκδόσεις Κέδρος – Σχολιάζει ο Κώστας Α. Τραχανάς.

«Θεοί και Θεατρίνοι» Α. Λυμπεροπούλου Εκδόσεις Κέδρος 2024 σελ.276

Αγιόλυκος, Θεσσαλία, 1903.

 

Οι κάτοικοι του Θεσσαλικού κάμπου πεινάνε. Οι τσιφλικάδες τρώνε ολόκληρη την σοδειά των κολίγων.

Για κάποιον μυστήριο λόγο, σε αντίθεση με τα γύρω τσιφλίκια, οι κολίγοι του Αγιόλυκου ευημερούσαν.

Αφέντης τσιφλικάς στον Αγιόλυκο, ήταν ο Ηπειρώτης Λευτέρης Βώκος, λύκος ξεδοντιασμένος. Οι κολίγοι του Αγιόλυκου είχαν υποφέρει, γενιές και γενιές, τα πάνδεινα. Φτώχεια απέραντη, δουλειά μέχρι θανάτου. Κι ο αφέντης με το βούρδουλα στο χέρι, διαβολεμένος άπληστος, χαιρέκακα σκληρός, έκοβε τη γλώσσα των κολίγων και άνοιγε κάθε γυναίκας τα σκέλια. Χρόνο τον χρόνο, δέκα χρόνους, ο Βώκος είχε υποτάξει κάθε θέληση κι είχε στραγγίξει κάθε ελπίδα από την ψυχή των κολίγων του, που δεν είχαν πια τίποτα, παρά μονάχα τον Θεό.

Ώσπου μια μέρα ο Θεός τους είδε.

Μια μέρα, ευλογημένη μέρα, μια μέρα απλή, σαν κάθε άλλη, ο αφέντης ξύπνησε παράξενα βαρύς, χτυπήθηκε από αρρώστια ανεξήγητη. Μέσα στο κεφάλι του τίποτα δεν υπήρχε. Μήτε ανάμνηση, μήτε λαλιά, μήτε γνώμη. Η γυναίκα του η κυρα-Όλγα, ήσυχα και χωρίς μιλιά αποσύρθηκε μαζί του στο αρχοντικό τους. Και ούτε που ζήτησε ποτέ διαπραγματεύσεις με τους κολίγους, ούτε εισφορές, και ούτε συμβόλαια λογάριασε. Πολλοί πίστεψαν πως παραφρόνησε από τη θλίψη για τον άντρα της.

Η Όλγα ήταν αδελφή του μεγαλοτσιφλικά Δημήτρη Τυπάλδου, που ζούσε στην Αθήνα. Ο Τυπάλδος είχε στείλει στη Θεσσαλία τον γαμπρό του για να δημιουργήσει μια τεράστια περιουσία, αλλά περνώντας τα χρόνια ούτε τσιφλίκια έφτιαξε ο Βώκος, ούτε παιδιά έκανε με την Όλγα.

Η τιμωρία του Τυπάλδου θα ήταν αμείλικτη.

Στέλνει τον σύμβουλό του τον Γιάννη Μαυρομιχάλη και τον Γεώργιο Ροδακώφ, αρραβωνιαστικό της Αγλαΐας, κόρης επιφανούς ομογενή, από την Οδησσό, να δει τι συμβαίνει με τον γαμπρό του, που δεν έστελνε πια λίρες, δεν μεγάλωσε το τσιφλίκι, αλλά ούτε και ένα γράμμα έστειλε τόσα χρόνια…

Ένα θεατρικό μπουλούκι φτάνει, στο χωριό Αγιόλυκος, του Θεσσαλικού κάμπου. Οι κάτοικοι του χωριού καλοθρεμμένοι, έχοντας άφθονα προϊόντα, διψούσαν για λίγη διασκέδαση και γέλιο και έτσι οι κολίγοι καλοδέχτηκαν τους θεατρίνους.

Οι παραστάσεις των θεατρίνων γινόταν στο καφενείο του μπάρμπα -Μανόλη. Περάσαν στον Αγιόλυκο κοντά ολόκληρο χειμώνα. Δεν είχε βρεθεί ως τότε τόπος να τους κρατήσει πάνω από πέντε έξι παραστάσεις, κι αυτό μονάχα σα δεν ξεσηκώνονταν οι νοικοκυραίοι του χωριού και οι παλιόγριες να καταδιώξουν τους βδελυρούς θεατρίνους.

Ήταν Μεγάλη Πέμπτη και κάπου ψηλά ακούστηκε, αταίριαστα χαρμόσυνος, ο ήχος της καμπάνας από το ξωκλήσι του Αϊ-Γιώργη στο βουνό. Για ποιον χτυπούσε η καμπάνα χαρμόσυνα; Ο Αγιόλυκος ποτέ δεν θα ξεστρατούσε από τον δρόμο του Θεού. Δίπλα στην καμπάνα ήταν ο Θανάσης ο χτίστης, που είχε αγαπήσει μια θεατρίνα, την όμορφη Μαρία, γυναίκα του Περικλή, του αφεντικού του μπουλουκιού. Αν και τον φοβέριζε τον Θανάση η μάνα του η κυρα-Ευγενία, που έτρεχε πίσω του με αναμμένο θυμιατό, με ξόρκια και με ξεματιάσματα, τρέμοντας πως, έτσι και βρισκόταν ο γιος της σιμά στους θεατρίνους, θα μολυνόταν στη στιγμή από κακό αναπόφευκτο.

Κι έτσι ακριβώς είχε συμβεί.

Η αλήθεια να λέγεται, τον είχε πολύ παιδέψει τον Θανάση, η Μαρία ώσπου να πλαγιάσει μαζί του. Αν και θεατρίνα δεν ήταν καθόλου εύκολη. Του άρεσε αυτό. Τον έπειθε πως ήταν ο μοναδικός. Γυναίκες του δρόμου, τι εμπιστοσύνη να έχεις. Αλλά και πάλι…πώς μπορούσε να είναι σίγουρος;

Την γυναίκα του την Αρετή δεν την λογάριαζε. Η Μαρία δεν μπορούσε να ανεχτεί την γκρίνια του για την τέχνη της και τη ζωή της. Για το Θεό, ήταν θεατρίνα, όχι πόρνη. Εκεί πάνω στην άκρη του γκρεμού ο Θανάσης ανυπομονούσε να την σφίξει στην αγκαλιά του.

Κρυμμένος πίσω απ’ τον γέρο πλάτανο, κάθιδρος και λαχανιασμένος, ο Γρηγόρης του μπουλουκιού, απέστρεφε το βλέμμα από όσα δεν ήθελε ποτέ να είχαν δει τα

μάτια του…

Η Μαρία ζητά από τον Θανάση να σταματήσει αυτός ο δεσμός, αλλά αυτός αρνείται. Την χαστουκίζει. Αυτή φεύγει και ο Θανάσης για να ξεφύγει από αυτή την πρόστυχη μουτζούρα που λέρωσε τη ζωή του, αποφασίζει να διορθώσει την άκρη του καμπαναριού στο ξωκλήσι και ο Άγιος θα τον συγχωρούσε για το αμάρτημα της μοιχείας και η ψυχή του θα καθάριζε από το μίασμα. Πάνω σ’ εκείνη την παλιοσανίδα, ο Θανάσης άπλωσε το χέρι του στον Θεό, να εξιλεωθεί για την αμαρτία του, να αγαπήσει την Μαρία, την θεατρίνα.

Όμως η σανίδα που πατούσε ταλαντεύτηκε, η καμπάνα που χτυπούσε μόνη της συνέχισε να χτυπάει και ο Θανάσης ζαλίστηκε και έπεσε στον γκρεμό…

 

Ποιος έδωσε φαρμακερό βοτάνι στον τσιφλικά Βώκο;

Ποιος πήρε εκδίκηση με την ανίατη ασθένεια του Βώκου;

Γιατί δεν έπαιρνε εισφορές από τους κολίγους η Όλγα;

Ήξερε κάποιος από το χωριό από που είχε έρθει η ουρανοκατέβατη ευημερία του χωριού;

Γιατί δεν μπόρεσε κανείς να διεκδικήσεις το τσιφλίκι του Αγιόλυκου;

Ποιος χτυπούσε την καμπάνα στον Αϊ-Γιώργη; Μόνη της χτυπούσε;

Έχει σχέση με την πτώση του Θανάση, που η κόρη του η Νίνα, την Μεγάλη Πέμπτη

έφαγε κόκκινα αυγά; Έπεσε κατάρα στο σπίτι του Θανάση;

Ήταν η Νίνα δαιμονισμένη;

Η Ζαχαρούλα και η Νίνα, βάβω και εγγονή, είχαν δοσοληψίες με τον Διάβολο;

Έστειλε σημάδι ο Σατανάς;

Ποιες ήταν οι μυροφόρες;

Μόνος του έπεσε ο Θανάσης;

Αφού ψάξανε οι χωριανοί γιατί δεν βρήκαν το πτώμα του Θανάση;

Πώς ξεγελάσανε με την βοήθεια των θεατρίνων, τους απεσταλμένους του Τυπάλδου, οι κολίγοι του Αγιόλυκου;

Θα παίξει ο θίασος παράσταση Μεγάλη Παρασκευή; Δεν είναι ύβρις;

Το χωριό Αγιόλυκο θα ματώσει ξανά, με νέο τσιφλικά;

Θα ορμήσει μέσα στο μαγαζί του κυρ Μανόλη η λύκαινα με το σπαρακτικό ουρλιαχτό της και ποιον/α θα πνίξει με τα δόντια της σαν σουβλιά και τα ατσαλένια της σαγόνια;

Ποιος έχει δικαίωμα στην επιθυμία και ποιος ζητά δικαίωση;

Ο θεατρίνος, όσες φορές και αν πεθάνει μέσα του, τα κόκαλά του στο σανίδι θα τα αφήσει;

Κάποιοι έχουνε μέσα τους τον σατανά και κάποιοι άλλοι …κάθονται να τους πάρει ο διάβολος;

Σε τι χρησιμεύει η ζωή;

 

Η πλοκή του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται με γρήγορο ρυθμό ενσωματώνοντας  εμβόλιμα και με παιγνιώδη διάθεση κάποια τεκμήρια που την εμπλουτίζουν. Ο λόγος είναι ασθματικός, ενώ οι διάλογοι έχουν κρίσιμο ρόλο στη ροή της αφήγησης.

 

Ένα βιβλίο αψεγάδιαστης ομορφιάς.

Απρόβλεπτο, συνταρακτικό και γεμάτο αγωνία.

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα.

Διαβάστε το.

 

Η Άννα Λυμπεροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε γραφιστική και διατηρεί δημιουργικό γραφείο στο Χαλάνδρι. Έχει μεταπτυχιακό στη δημιουργική γραφή από το ΕΑΠ και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της: Το κορίτσι πίσω από την αυλαία (2019), Θεοί και θεατρίνοι (2024).

Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά  την αγορά, να επισκέπτεται  οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.

Share With:
Rate This Article

jimbouzaras@gmail.com

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.