Τα πέντε φαντάσματα – Μ. Χριστόπουλος – Εκδόσεις βακχικόν – Σχολιάζει ο Κώστας Α. Τραχανάς.
«Τα πέντε φαντάσματα» Μ. Χριστόπουλος Εκδόσεις βακχικόν 2024
σελ.107
Στην Αίγινα υπήρχε ένα στοιχειωμένο σπίτι, έρημο, ακατοίκητο, φθαρμένο, αντικείμενο διαδόσεων και αφηγήσεων που μιλούσαν για στριγκές φωνές που ακούγονταν τις νύχτες, για μουσικές απόκοσμες που αντηχούσαν πριν από τα ξημερώματα και για λευκές τρομακτικές σκιές που εμφανίζονταν σε όσους τολμούσαν να περάσουν την πύλη και να αναμετρηθούν με το σκοτεινό εσωτερικό του σπιτιού.
Ο αφηγητής του μυθιστορήματος αποφάσισε να περάσει κάποιες νύχτες στο στοιχειωμένο σπίτι και είχε την περιέργεια να ακούσει εκείνο το απόκοσμο κάλεσμα που τον παρότρυνε να ανακαλύψει τι συνέβαινε με το μυστήριο των ήχων.
Το επόμενο βράδυ πέρασε την πύλη του κήπου και μπήκε μέσα στο σπίτι από την ξεκλείδωτη πόρτα, με μόνα όπλα του ένα φακό και ένα μπουκάλι νερό. Αυτά όμως που ανακάλυψε εκείνο το βράδυ τον έκαναν να επιστρέψει και τα υπόλοιπα τέσσερα βράδια έτσι ώστε να ακούσει και να μάθει τελικά πέντε ιστορίες που, αν και διαφορετικές στον χώρο και στον χρόνο, με κάποιον τρόπο, συνδέονταν μεταξύ τους, όπως τα δάχτυλα του χεριού. Πράγματι, καθώς προχωρούσε μέσα στο σπίτι, μια λευκή σκιά φάνηκε να αιωρείται μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και άρχισε να του μιλάει. Του διηγήθηκε πολλά, του είπε πράγματα που τον αναστάτωσαν βαθιά. Την άλλη μέρα μια άλλη σκιά έκανε το ίδιο, και ξανά το ίδιο έγινε την επόμενη νύχτα και την αμέσως επόμενη, ώσπου την πέμπτη νύχτα συμπληρώθηκε μια απίστευτη σπονδυλωτή ιστορία που τα πέντε αυτά φαντάσματα ήρθαν να του διηγηθούν, το καθένα μιλώντας από τη δική του πλευρά.
Ο αφηγητής ακούει έτσι πέντε ιστορίες απλωμένες στον χρόνο, με δαιδαλώδη αφήγηση. Αν και οι ιστορίες απέχουν μεταξύ τους ως προς τα πρόσωπα και τους χρόνους, συνδέονται άμεσα η μία με την άλλη, όχι μόνον γιατί όλα τα φαντάσματα ομολογούν το καθένα έναν ή περισσότερους φόνους, αλλά και γιατί τα γεγονότα τα ίδια τις συσχετίζουν.
Ο αφηγητής ζήλεψε εκείνα τα φαντάσματα. Δεν ήθελε να βιώσει τα ακριβή γεγονότα της δικής τους μακρινής ζωής, αυτό δεν τον ενδιέφερε, όμως αυτό που επιθυμούσε ήταν να ταυτιστεί με την ουσία της τωρινής τους φύσης. Με άλλα λόγια, επιθυμούσε όλο και πιο πολύ να γίνει κι αυτός ένα πνεύμα με άχρονη ύπαρξη που διηγείται στους ζωντανούς τα πάθη και τα εγκλήματά του. Και πιστεύει τώρα πια ότι κάποτε, αναπότρεπτα, θα γίνει. Έχει πολλά να πει. Σε όσους τα αντέξουν, βέβαια. Εξάλλου, δεν δήλωσε ποτέ ότι είναι αναμάρτητος, χωρίς πάθη, χωρίς εγκλήματα. Είχε και αυτός τη δική του κρυφή ιστορία.
Τώρα ξέρει. Σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο, κάποιο ντουλάπι, κάποιο υπόγειο, εκεί θα φωλιάσει κι εκείνος, ώσπου να έρθει αυτός, αυτή, που θα θελήσει να το εξερευνήσει. Όποτε και αν γίνει. Είναι καθαρά θέμα χρόνου. Δεν βιάζεται. Θα περιμένει. Θα μας περιμένει…
Ο Μενέλαος Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Φιλοσοφίας, μεταπτυχιακού διπλώματος Κλασικών Σπουδών και διδακτορικού διπλώματος Κλασικών Σπουδών (Πανεπιστήμιο της Σορβόννης). Εργάστηκε ως Ερευνητής στα Κέντρα Έρευνας της Ακαδημίας Αθηνών, ως Επίκουρος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ως Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ενώ έχει διδάξει επί σειρά ετών στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα (στα ελληνικά, στα αγγλικά και στα γαλλικά) για την ελληνική αρχαιότητα και, ειδικότερα, για την ομηρική ποίηση, το αρχαίο ελληνικό δράμα, τη δεύτερη σοφιστική και την αρχαία ελληνική μυθολογία και θρησκεία. «Τα πέντε φαντάσματα» είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.