HomeΓύρω από ένα βιβλίοΚριτικές-ΣχολιασμοίΟ ήχος της σιωπής της – Δ. Κούρτοβικ – Εκδόσεις Εστία -Σχολιάζει ο Κώστας Α. Τραχανάς.

Ο ήχος της σιωπής της – Δ. Κούρτοβικ – Εκδόσεις Εστία -Σχολιάζει ο Κώστας Α. Τραχανάς.

Ο ήχος της σιωπής της – Δ. Κούρτοβικ – Εκδόσεις Εστία -Σχολιάζει ο Κώστας Α. Τραχανάς.

«Ο ήχος της σιωπής της» Δ. Κούρτοβικ Εκδόσεις Εστία

2024 σελ.300

«Λέξεις, σκόρπιες λέξεις που πληγώνουν,σκόρπιες λέξεις που ψάχνουν νόημα,Σκόρπιες λέξεις που πληγώνουν παιδικά χρόνια.

Σκόρπιες πληγωμένες λέξεις, πληγωμένα παιδικά χρόνια,πληγωμένα εφηβικά χρόνια, πληγωμένοι έρωτες,πληγωμένα αδιέξοδα, πληγωμένα όνειρα,πληρωμένη κοινωνία!» Δημήτρης ΚαλπογιαννάκηςΟ Δημοσθένης Κούρτοβικ είναι ένας άριστος κριτικός της νεοελληνικήςλογοτεχνίας. Ο Κούρτοβικ εκτός από καταρτισμένος κριτικός είναι και καταξιωμένοςπεζογράφος.

« Ο ήχος της σιωπής της» το τελευταίο του μυθιστόρημα είναι μια αυτοβιογραφία, μια μαρτυρία, ένα δοκίμιο, είναι ένα ταξίδι στην παιδική του ηλικία αλλά και στα κατοπινά χρόνια, με αρχικό σκοπό να ερμηνεύσει τα τελευταία λόγια της μητέρας του πριν πεθάνει.

Eίναι καλοκαίρι του 2015. Η Ελλάδα ζει στον πυρετό της κρίσης, των κλειστών τραπεζών, των μνημονίων. Το ίδιο καλοκαίρι, ένας γιος αποχαιρετά τη μάνα του, που φεύγει απ’ τη ζωή σχεδόν εκατό χρόνων. Ο θάνατός της δίνει την αφορμή στον γιό – αφηγητή να σκαλίσει παρελθόν και παρόν. Τα ασυνάρτητα λόγια των τελευταίων στιγμών, μια ακατανόητη επιθυμία, καθώς και το απρόσμενο πλήθος που εμφανίζεται στην κηδεία της μητέρας του θα σπρώξει τον γιο σε μια αναζήτηση, σε έναν ανάπλου, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσει τα λόγια εκείνης, να ικανοποιήσει την έσχατη παραγγελία και να πραγματοποιήσει μια αναδρομή από τα παιδικά του χρόνια (στην περιοχή των Σεπολίων) μέχρι σήμερα.

Η μνήμη μπορεί να σε κατακλύσει ξαφνικά με ένα κύμα από παλιές μυρωδιές και θύμησες. Οι μυρωδιές και οι θύμησες: οι άυλοι σκελετοί της μνήμης. Ο γιος θυμάται τον χωματόδρομο της οδό Αμβρακίας που ήταν το σπίτι τους, το ημιυπόγειο δωμάτιο, θυμάται τη στυφή μυρωδιά της πικροδάφνης και τη γλυκιά, λιποθυμική της τζιτζιφιάς, θυμάται την αψιά, διεγερτική μυρωδιά του μουσκεμένου ευκάλυπτου στην Αίγινα, θυμάται τη μυρωδιά του κατραμιού στον αιγινήτικο ταρσανά, όταν καλαφάτιζαν μετά τα καλοκαίρια τα καΐκια, θυμάται τις μυρωδιές του μπαρμπέρικου, ένα μείγμα κολόνιας, μπριγιαντίνης, σαπουνάδας ξυρίσματος και παλιού δέρματος, θυμάται την πένθιμη γλυκερή μυρωδιά από το εργοστάσιο «Φελιζόλ», θυμάται τα ρεμπέτικα τραγούδια, θυμάται τους δρόμους των Σεπολίων οικείους και τόσο ανοίκειους, θυμάται το γνωστό Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων, θυμάται τις παλιές φωτογραφίες, θυμάται τα ταψιά που γύριζαν από τον φούρνο τις Κυριακές, ιδίως τα ταψιά με αρνί γιουβέτσι, θυμάται τη μυρωδιά του πλυσταριού, θυμάται τις γυναίκες που πέρασαν από την ζωή του, θυμάται τα μπουρδέλα, θυμάται το μεγάλωμά του σε ένα λαϊκό περιβάλλον και το πώς αυτό τον διαμόρφωσε, φέρνει στο νου του τα χρόνια που έζησε στη Γερμανία και τη νοσταλγία που ένιωθε για την Ελλάδα και την επιστροφή του πίσω στη χώρα του για να νιώσει ξανά ξένο σώμα.

Θυμάται τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, τα γύψινα χρόνια της δικτατορίας. Μας εκθέτει ο συγγραφέας τα παλιά Σεπόλια, και πρωτίστως ό,τι αφορά τους ανθρώπους που γνώρισε εκεί, συγγενείς και φίλους: ο θείος Κωστάκης, η θεία Βικτώρια, ο μανάβης ο αγριάνθρωπος και η κυρα-Μαρία του, ο «Σχολαστικούρας», το ζεύγος Αλίκης και Παύλου Σ., η χήρα σπιτονοικοκυρά με τον άεργο γιο, ο καλοστεκούμενος δικηγόρος, ο βάναυσος αστυφύλακας, ο βίαιος δάσκαλος και τόσες άλλες μορφές που παρελαύνουν ζωντανεμένες από τις λέξεις και τις θύμησες.

Θυμάται τα ξέφραγα οικόπεδα και τις αλάνες που παίζανε ποδόσφαιρο, όπου θρασομανούσαν τσουκνίδες κι αγριόχορτα και ανάμεσά τους έβλεπες παλιόχαρτα, σαμπρέλες αυτοκινήτου και σκουριασμένα κονσερβοκούτια, τις υγρές μέρες που το μαύρο χώμα τους ανάδινε μια σάπια μυρωδιά, τα μποστάνια, τις ελληνοπρεπείς ταμπέλες πολλών μαγαζιών («Θερμοπώλιον», «Ορθοποτείον», «Εδώδιμα- Αποικιακά», «φιλόκαλον Βάσω» κ.ά.).

Στο βιβλίο αυτό η ζωή της μάνας, η ζωή του γιου και η ζωή της Ελλάδας πλέκονται σε ένα αφήγημα, το οποίο εδώ εξιστορεί μια διαδικασία αυτογνωσίας που πυροδοτείται από την επιθυμία του γιου να αποκωδικοποιήσει την οριστικά απούσα μητέρα του.

Η λύση του προσωπικού μυστηρίου: «παιδιά, σ΄ εκείνη τη σπηλιά …στη σπηλιά με τα τανκς… εκεί που είμαι στον πύργο…Βρείτε τη, παιδιά μου, τη θέλω…» («τι ήθελε να μου πει η μητέρα μου με τα τελευταία λόγια της;») συναντά τη λύση της υπαρξιακής αγωνίας («ποιος είμαι, πού είναι το σπίτι μου;») και μαζί εκβάλουν στο συλλογικό πένθος, μια βαθύτερη απώλεια που δεν έχει βρει ακόμη το όνομά της, και που περιγράφεται τόσο όμορφα μέσα από μια σειρά από ανθρωπότυπους.

Σε αυτό το έργο, ο Δημοσθένης Κούρτοβικ έχει ριζωμένη την ανάγκη να εκφράσει βαθιές σκέψεις και συναισθήματα που περιστρέφονται γύρω από το πρόσωπο της μητέρας του. Παρέχει επίσης πληροφορίες γύρω από τα πρόσωπα που απαρτίζουν το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του συγγραφέα. Ο ρεαλισμός του κειμένου κάνει τον αναγνώστη μέλος της οικογένειας και οικείο με τα αναφερόμενα πρόσωπα. Έχει ένα ύφος απολογητικό, συχνά επιθετικό, αφού ο ίδιος ο Κούρτοβικ ξεσπά, απελευθερώνει όλα όσα τον βασάνιζαν και αφορούν την μητέρα του. Η ευαισθησία του είναι ευκρινής, ο αναγνώστης συναισθάνεται τον ήρωα και ταυτίζεται μαζί του συναισθηματικά. Είναι ένας πολλαπλός αποχαιρετισμός: στη γνωστή άγνωστη μητέρα, στην παιδική και εφηβική ηλικία, σε μια ολόκληρη εποχή.

Είναι ένα καλό κίνητρο, μέσα από τα βιώματα και τις αναμνήσεις, ο καθένας να γράψει ένα κείμενο με οποιονδήποτε δέκτη, γιατί μόνο έτσι βρίσκει το κουράγιο να αποτυπώσει στο χαρτί όλα όσα τον βαραίνουν. Πόσο σπουδαίο και λυτρωτικό είναι να βρει το θάρρος να γράψει όσα δεν μπορεί να εκφράσει με λέξεις. Γιατί, όπως βγήκε ο αληθινός εαυτός του συγγραφέα στο εξομολογητικό αυτό κείμενο, μπορεί να βγει και από οποιονδήποτε.

Εκείνη ήταν μια καλλονή στα νιάτα της, γοητευτική αστή, με συνείδηση αστής, ωραία και φιλάρεσκη, χήρα στα τριάντα έξι της, εργαζόταν ως δακτυλογράφος στο Υπουργείο Εσωτερικών, αγαπούσε το διάβασμα, ήθελε να γίνει ηθοποιός, ήταν πεισματάρα και είχε αρραγή αυτοπειθαρχία που σε φόβιζε, ήταν δυνατός χαρακτήρας, δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ για τα συναισθήματά της, φύλαγε πολλά μυστικά της εσωτερικής της ζωής, δεν ξαναπαντρεύτηκε, γνώρισε μεγαλεία, αλλά και μεγάλη φτώχεια, ήταν μορφωμένη και ταλαντούχα, δυναμική και συναισθηματικά ερμητική, μυστηριώδης, αινιγματική, σπουδαία γυναίκα, δοτική, καταδεκτική και γενναιόδωρη, γι’ αυτό ενέπνεε σε όσους τη γνώριζαν σεβασμό και θαυμασμό.

Εκείνος είναι μοναχικός, μελαγχολική φύση, ανασφαλής, ευάλωτος, κυκλοθυμικό τύπος, δραστήριος, οξυδερκής, πολυταξιδεμένος, πνεύμα ανήσυχο, συναισθηματικά εγκρατής, φιλομαθής, ανασφαλής με τις γυναίκες, ταξικά ανέστιος. Εκείνη είναι η μητέρα. Εκείνος είναι ο γιός. Και γύρω τους κι εντός τους η Ελλάδα, η πόλη των Αθηνών, οι χωρισμοί, οι αποχωρισμοί, οι διχασμοί, οι αλλαγές, η ζωή τους η ίδια με τις τρικυμίες και τις νηνεμίες, με τ’ άγρια κύματα και τα ποιήματα της καθημερινότητας, από την δεκαετία του ’50 μέχρι τις μέρες μας.

Εκείνος και εκείνη είχαν μεταξύ τους μια σχέση δύσκολη, γεμάτη εντάσεις και αντιφάσεις, γιατί ο χαρακτήρας του γιού διέφερε από της μητέρας. Εκείνος κι εκείνη. Εκείνη κι εκείνος. Δύο πλάσματα εκ διαμέτρου αντίθετα που τα ένωνε ο ιερός δεσμός του αίματος και τα χώριζε η στάση κι η ματιά τους στα πράγματα και η ατομική και συλλογική τους ταυτότητα, εν μέσω κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, ανάμεσα σε σπαρταριστές και δραματικές οικογενειακές στιγμές, πρόσωπα, φωτογραφίες ξεθωριασμένες, γρίφους κι αινίγματα, λέξεις και σύμβολα, σφιγμένα χείλη, ανεπίδοτα χάδια, άδεια περιγράμματα ανθρώπων και τοπίων.

Τα μυστικά της μητέρας ξεκίνησε να ανιχνεύει ο γιος της μετά τον θάνατό της και ήταν σαν η σιωπή της να έβγαζε εκ των υστέρων έναν ήχο, σαν να μιλούσε η νεκρή με διάφορα σημάδια…

Μας γκιζεράει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ σε μια εποχή που δεν θα ζήσουμε πια, ένα κόσμο αυθεντικό, χωρίς φτιασίδια, που μας κοιτάζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

Μάζεψε στις χούφτες του τις αναμνήσεις του, που σιγά-σιγά ξεφτίζουν ή τις παίρνουν μαζί τους τα χρόνια που φεύγουν. Μαζεύει όλες τις στιγμές της ζωής του σε ένα μόνο ρεύμα σημερινών αισθήσεων. Επιλέγει τις καλύτερες στιγμές της μνήμης του και τις συγκεντρώνει σε μπουκέτα ευτυχίας. Φτιάχνει γιοφύρια με το χθες: Mοιράζεται τον ψίθυρο και τη μοναξιά του ερειπωμένου πατρογονικού, τις παρέες που μαζεύονταν και έφτιαχναν ομάδες, στις οποίες επενδύονταν ελπίδες και όνειρα, τις στιγμές χαράς, αγάπης, λύπης, αγωνίας, απελπισίας, στιγμές δικές σου, την καρδιά που γέμιζε αγάπη, το άρωμα μιας εποχής η οποία, μολονότι χάθηκε για πάντα, σφραγίζει τη συλλογική μας μνήμη και λειτουργεί σαν άγκυρα που μας δένει με τα περασμένα.

Ο κόσμος αυτός πια χάθηκε…

Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία χωρίς ελπίδα, η οποία ευνοεί την ιδιώτευση, την ατομικότητα, την αποξένωση, τη βία και την απάθεια, απέναντι σε οτιδήποτε αφορά τον άλλον (συγγενή, φίλο, ξένο κ.α.).

«…Και αν σήμερα, πολλά χρόνια έπειτα απ’ όλα αυτά, τα διηγούμαι όπως τα διηγούμαι, με μια ψυχραιμία που μόνον εγώ ξέρω πόσο επισφαλής είναι και με δόσεις αυτοσαρκασμού, που απέσταξα από δεκάδες πληγές μου, είναι επειδή έχω αποδεχτεί ότι τα αινίγματα που μας βάζει η ζωή λύνονται με τίμημα καινούργια αινίγματα. Και από τι στιγμή που το αποδέχτηκα, η προοπτική άλλαξε. Το δειλινό χαμόγελό μου είναι η άλλη όψη της αδυναμίας μου. Βλέπω τα μεγέθη στο φόντο ενός διαφορετικού, μεγαλύτερου ορίζοντα.

Αλλά -ήδη προδόθηκα!- δεν είμαι εντελώς ειλικρινής. Πονούν ακόμη αυτές οι ιστορίες όταν τις ανακαλώ, για αυτό δεν θα ήθελα να θυμάμαι το παρελθόν μου, και ήταν ο θάνατος εκείνης που με έκανε να επιστρέψω σ΄ αυτό. Και μιλώντας τώρα για τα περασμένα της ζωής μου το κάνω σαν να εξορίζω τα τραύματά μου σ΄ έναν άλλο, σε κάποιον που έτυχε να έχει τ΄ όνομά μου…»

Εξομολογητικός, αλλά συνάμα αποστασιοποιημένος παρατηρητής και στοχαστής, ο ακάματος Κούρτοβικ πλέκει στο τελευταίο του μυθιστόρημα τον μύθο της μάνας με τον μύθο της πατρίδας αναζητώντας ρίζες. Η προσπάθεια κατανόησης της μάνας, που παραμένει ένα μυστήριο, είναι η προσπάθεια κατανόησης της Ελλάδας. Και οι δύο έχουν αντινομίες που τον προβληματίζουν. Οι μικροϊστορίες που συνθέτουν τον καμβά της αφήγησής του, σε μια συνειρμική διαδοχή με μετακινήσεις στον χρόνο, ανοίγουν και κλείνουν κύκλους με κεντρική την αγωνία εύρεσης εστίας και ταυτότητας, εθνικής, πολιτικής, ταξικής.

Τελικά ο γιος είχε λύσει το αίνιγμα χωρίς να το λύσει. Και πιστεύει ότι απαντήσεις δεν υπήρχαν. Ίσως δεν υπήρχε καν αίνιγμα…

Ο γιος μεγάλωσε σε έναν κόσμο με χαραμισμένα ταλέντα, με ακρωτηριασμένες προσωπικότητες. Τελικά δεν βρήκε τον εαυτό του, δεν ξέρει καν τον εαυτό του.

Ρόλους έπαιζε…

Αυτό το συγκινητικό βιβλίο έχει έναν ήπιο νοσταλγικό τόνο που ίσως ισοδυναμεί με τη γαλήνη μιας αποδοχής ότι η πατρίδα μας, όπως και η μάνα μας, πάντα θα μας διαφεύγει, όσο κι αν προσπαθούμε πίσω από πέπλα παραδοξότητας να ψηλαφήσουμε τη μυστηριώδη φιγούρα τους.

Ευφυές βιβλίο, ειρωνικό και φιλοσοφικά διερευνητικό. Έντιμο, νοσταλγικό, ειλικρινές και βαθύ.

Ένα τολμηρό, σύγχρονο, προσωπικό, συγκινητικό και ειλικρινές μυθιστόρημα, που χειρίζεται σοφά το υλικό του.

Πρόκειται για Αριστούργημα.

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948. Σπούδασε βιολογία στην Αθήνα και στη Σουτγάρδη. Είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βρότσλαβ στην ανθρωπολογία. Δίδαξε στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης εξέλιξη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας (το θέμα της διδακτορικής διατριβής του) και συγκριτική ψυχολογία. Παράλληλα με την επιστήμη του ασχολήθηκε διαδοχικά με το θέατρο, την κινηματογραφική κριτική και τη λογοτεχνία, ως συγγραφέας, κριτικός και μεταφραστής (έχει μεταφράσει ως τώρα περίπου 60 βιβλία από οκτώ ξένες γλώσσες). Έχει δοκιμαστεί σε όλα τα είδη του πεζού λόγου (μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, αφορισμοί, λογοτεχνική κριτική κ.λπ.). Μυθιστορήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε δέκα ξένες γλώσσες.

 

Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά  την αγορά, να επισκέπτεται  οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.

Share With:
Rate This Article

jimbouzaras@gmail.com

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.