Κούκλες….Χριστουγεννιάτικη-ιστορία….. – Β΄ – Γράφει ο Άγγελος Τάσκος.
Κούκλες….Χριστουγεννιάτικη-ιστορία….. – Β΄ – Γράφει ο Άγγελος Τάσκος.
Και οι μέρες περνούσαν αδιάκοπα , γεμάτες επαναλήψεις, κενά πράξεων και νοημάτων. Περνούσαν σαν αντίστροφη διαδικασία…λίγο πριν το τέλος αφού οι πωλήσεις του καταστήματος έπεφταν κατακόρυφα. Το λουκέτο προ των πυλών. Το μόνο που έδινε ακόμα ζωή σε αυτό το μαγαζί ήταν οι ζωές των άλλων..το καταφύγιο του Οδυσσέα και οι ιστορίες ανθρώπων που τις κράταγαν σαν μυστικά ζωής οι κούκλες. Όπως εκείνη πριν δύο καλοκαίρια. Αύγουστος, η Αθήνα πανέμορφη, παράξενα ήσυχη, που στα σπλάχνα της πλέον δεν στριμώχνονταν άνθρωποι και αυτοκίνητα, άγχη και κορναρίσματα…αλλά τα λεύκα και τα ερυθρά αιμοσφαίρια έρρεαν ανενόχλητα στο αίμα της ,στους δρόμους της, στους τόπους της. Πανσέληνος Αυγούστου, πανσέληνος περιπάτου. Η Υπακοή είχε κατέβει με τη δίδυμη αδελφή της την Ελευθερία για μια απόδραση- βόλτα στους μεγάλους δρόμους της πόλης. Ιδανική στιγμή να την σκαπουλάρουν από τις στενόχωρες πολυκατοικίες των Πατησίων. Ιδανικός χρόνος μέσα στο χώρο, αφού η Ελευθερία, στην έξοδό της προς στο φως της ζωής συνάντησε σκοτάδι. Εκ γεννετής τυφλή, με την όραση των αισθήσεων της να δίνει τη μάχη για το πως, το που ,και το γιατί των πραγμάτων που δεν έβλεπε. Το δεκανίκι της η φαντασία και τα μάτια της αδελφής της. Οι δύο 19χρονες αδελφές είχαν εφεύρει ένα δικό τους παιχνίδι, που εκείνο το βράδυ οι δυο κούκλες έμελλε να πρωταγωνιστήσουν σε αυτό. Οι όροι απλοί. Η Υπακοή περιέγραφε τα πιο επίμαχα χαρακτηριστικά των βιτρινών και η Ελευθερία προσπαθούσε να βρει τι φιλοξενούσαν όλες αυτές οι βιτρίνες. Νικητής? Η ζωή που υπάρχει και πέρα από τις αισθήσεις, πες την έκτη αίσθηση, πες την όραση ψυχής, πες την ακόρεστη δίψα για να κερδίσει έστω και στην στροφή που οδηγεί λίγο πριν το σκοτεινό τούνελ.
-Θυμάσαι;
-Τι να θυμηθώ γυναίκα μου;
-Μας είχαν αφήσει άντυτες εκείνη την Κυριακή, ένεκα αλλαγή βιτρίνας τη Δευτέρα πρωί- πρωί.
-Μα είχε ανυπόφορη ζέστη για αυτό..άφησαν το ξύλο μας να αναπνεύσει.
-Ίσως , αλλά ήταν η πρώτη μας φορά που εκτεθήκαμε γυμνοί, που αφεθήκαμε με την ελευθερία της γύμνιας μας σε αυτό το τυφλό βλέμμα που μπόρεσε να δει τόσα πολλά, τόσο βαθιά… που η ντροπή μας έγινε αόρατη, που οι πόροι των σωμάτων μας ανέπνευσαν με το μυαλό, τη φαντασία αυτής της κοπέλας. Λες και ήμασταν η θεραπεία της , μια θεραπεία που κράταγε σε εγρήγορση όλες τις άλλες αισθήσεις της. Αισθήσεις που την κάναν νικήτρια όχι μόνο απέναντι στην ανημποριά της να μην βλέπει ,αλλά και στις αναπηρίες των ανθρώπων να την δουν κατάματα….ισότιμα.
Το μπαστούνι της ακούμπησε στο παλιό κουφάρι, στο περίγραμμα της βιτρίνας.
« – Λοιπόν αυτή εδώ επιλέγω. Πάμε; Πόσο είναι το σκορ;
-Νομίζω ισοπαλία..θες τούτη εδώ η βιτρίνα να κρίνει το παιχνίδι; Ο χαμένος κερνά παγωτό.
-Πάμε λοιπόν, είμαι έτοιμη.
-Μια ψηλή και μια κοντή. Χωρίς χρώμα ή μάλλον έχουν το χρώμα του δάσους, έτσι για να το κάνω πιο ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει τίποτα τριγύρω, κανένα αντικείμενο, καμιά τιμή. Απλά τώρα που κοιτάζω πιο προσεχτικά έχουν κάτι πάνω τους ,όπως έχουν τις ρυτίδες οι άνθρωποι…»
-Έλα άντρα μου, συγκεντρώσου , μαζί μόνο μπορούμε να γίνουμε ένα και να τις στείλουμε από τα γυμνά κορμιά μας την ομορφιά των γυμνών δέντρων που αποκαλύπτουν την απλότητά τους… τα κλαδιά που έγιναν γωνιές για φωλιές κύκλων ζωής, που έγιναν στηρίγματα για φύλλα, που έγιναν χέρια που θα κρατούν καρπούς.
-Έχεις δίκιο, πάμε να δείξουμε τη ζωή της φύσης ενάντια στην ακινησία μας , όπως αυτή η κοπέλα δεν μπορεί να δει, εμείς δεν μπορούμε να κινηθούμε. Πάμε λοιπόν να ενώσουμε τις αναπηρίες μας, με την εσώτερη κίνηση μας που θα οδηγήσει στην εσώτερη όρασή της.
« -Έλα λοιπόν Ελευθερία, για πες; Σε δυσκόλεψε λίγο;
-Όχι..εε, όχι απλώς πρώτη φορά μου τυχαίνει να περιγράψω τις εμπειρίες της φύσης μέσα από τις ιστορίες των ρόζων αυτών των ξύλινων γυμνών κούκλων.
-Μα πως το κατάλαβες;
-Ένιωσα το άγγιγμα τους μέσα μου γυμνό, ανιδιοτελές, καθάριο.. ανθρώπινο. Ένιωσα πως μετά τη γέννα και των δυο μας προικιστήκαμε με τις δυνατές αδυναμίες μας να αντιλαμβανόμαστε τους κόσμους μέσα από μια διαφορετική ματιά ας πούμε, πως γίνεται να αισθανθείς ένα ακίνητο άγγιγμα; Μυστήριο θα πεις αλλά το ένιωσα αυτό. Το αισθάνθηκα ως μια προέκταση ζεστασιάς που δύσκολα στο δίνουν οι άνθρωποι τριγύρω, αφού οι περισσότεροι με αγγίζουν από λύπη. Αφού εγώ δεν θέλω να με λυπούνται αδελφούλα αυτοί γιατί με λυπούνται; Ε;
-Μην αναστατώνεσαι , έλα έλα πάμε να φύγουμε. Ήταν μια κακή ιδέα αυτό το παιχνίδι. Έλα πάμε για παγωτό.»
-Είδες άντρα μου; Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν εντελώς μόνοι εκεί έξω…μόνοι μέσα σε τόσες αμέτρητες παρουσίες. Ευτυχώς εγώ έχω εσένα..
– Και εγώ εσένα! Κοινή η ρίζα μας… Κοιμήσου τώρα. Αύριο μας περιμένει δύσκολη μέρα. Καληνύχτα.
-Καληνύχτα.
H πόλη καιρό με τον καιρό, μέρα με τη μέρα οσφρίζεται τις καινούργιες μυρωδιές και αποδιώχνει από πάνω της το πέπλο της αιθαλομίχλης από τα κρύα βράδια του χειμώνα. Λες και ο δρόμος της Ζωοδόχου Πηγής να φόρεσε την ανοιξιάτικη αλλαξιά της, να ξεπρόβαλλε τα μονοπάτια της και να περίμενε όλοι οι δρόμοι να διασταυρωθούν με τον δικό της. Το δρόμο της… Απρίλης πια. Μήνας που αρχίζει με ψεύτικες αλήθειες ή αληθινά ψέματα. Μήνας όπου διαδέχεται έναν σκληρό και κρύο Μάρτη. Ήδη τα άνθη των δέντρων δίνουν την δικιά τους παράσταση και τα μικρά πουλιά συνοδεύουν στον δικό τους ήχο την ορχήστρα της φύσης για να ευχαριστήσουν όλες τις αισθήσεις των περαστικών. Ο κύριος Χρόνης σιγοντάρει με ένα όμορφο σκοπό σφυρίζοντας στην βόλτα του με τη γυναίκα του, την κυρία Πίστη. Χρόνια τώρα πελάτες του κυρίου Σαράντη. Δεκαετίες ολάκερες. Σαν αυτούς τους ανθρώπους που μένουν πιστοί σε οτιδήποτε το εκτιμούν, σε οτιδήποτε τους ικανοποιεί, ακόμα και σαν μια καλή συνήθεια. Τα σώματά τους , κουβαλούσαν τις πάμπολλες δεκαετίες της ζωής τους. 82 χρόνων ο κύριος Χρόνης, 75 χρόνων η κυρία Πίστη. Πενήντα χρόνια συνοδοιπόροι σε αυτή τη ζωή , με αγάπη , σεβασμό και εμπιστοσύνη ο ένας για τον άλλον. Πενήντα χρόνια. Γεμάτα πίστη στο χρόνο που είναι μαζί. Σήμερα λοιπόν είχαν την επέτειό τους. Και όπως κάθε επέτειος τα τελευταία χρόνια, έρχονταν εδώ στο μαγαζί του κυρίου Σαράντη για να πάρουν ένα δώρο ο ένας στον άλλον. Ο κύριος Χρόνης πάντοτε στις βόλτες τους τη κρατούσε από το χέρι την αγαπημένη του Πίστη. Ιδίως τον τελευταίο καιρό που η κυρία Πίστη είχε αστάθεια στα βήματά της λόγω μιας πάθησης. Το σκαρί του κυρίου Χρόνη πιο ανθεκτικό απέναντι στη φθορά των δεκαετιών που πέρασαν από το σώμα του.
-Αγαπημένη μου Πίστη, φτάσαμε. Θα ξαναδούμε μετά από καιρό και τον φίλο μας, τον κύριο Σαράντη… θα μας πει και τα νέα του βέβαια.
-Και εμείς Χρόνη μου τι νέα έχουμε να του πούμε;(είπε με βαθύ αναστεναγμό). Τι νέα; Ότι κάθε μέρα που περνά όλο και νιώθω πιο ανήμπορη, πιο κουρασμένη; Και ταλαιπωρώ και εσένα μαζί μου!
-Μα τι λες Πίστη μου; Δεν είναι έτσι. Και εάν τα σώματά μας δεν ακολουθούν τα πεταρίσματα της καρδιάς μας εμείς φταίμε; Όχι βέβαια..(είπε γελώντας)
Ένα δάκρυ συγκίνησης γλίστρησε στο ζαρωμένο μάγουλό της μα το ταξίδι του σύντομο, γιατί ένα γνώριμο, οικείο, ζεστό χέρι ήταν εκεί να το σκουπίσει. Του κυρίου Χρόνη.
-Γλυκιά μου, η πίστη στα συναισθήματα μου για εσένα, η πίστη σε αυτά που καταφέραμε, η πίστη στο να μην αφήσουμε τις ψυχές μας να γεράσουν έκανε τα πενήντα χρόνια που είμαστε μαζί να μην έχουν αρχή και τέλος. Πενήντα χρόνια σαν μια αναπνοή που εισπνεύσαμε και τώρα εκπνέουμε τις εμπειρίες της με όλες τις χαρές και τις λύπες. Οι μνήμες μας , έχουν μείνει χαραγμένες πάνω στα σώματά μας. Μέσα στα σώματά μας. Μέσα στα χέρια μας που είναι κρατημένα με στοργή και αγάπη αυτή τη στιγμή… έλα τώρα μην λυπάσαι….Άντε για δες τη βιτρίνα Πίστη μου για να δεις αν σου αρέσει κάτι….
Ο κούκλος και η κούκλα αφουγκράζονταν την κουβέντα του ηλικιωμένου ζευγαριού.
-Δηλαδή εμείς δεν θα γεράσουμε μαζί? Δεν θα μου κρατήσεις και μένα το χέρι μου? είπε με παράπονο η κούκλα στον κούκλο.
-Θα γίνει και αυτό. Το νιώθω. Θα γίνει και το άγγιγμά μας θα γίνει παντοτινό. Όσο για το εάν γεράσουμε μαζί….μα ήδη όλα αυτά τα χρόνια τα δικά μου γηρατειά συντροφεύουν τα δικά σου και τα δικά σου τα δικά μου, αγάπη μου. Είμαστε όμως στο δικό μας χρόνο, σε αυτόν της ακινησίας. Μην το ξεχνάς….Θα έρθει η στιγμή που η πίστη στην αγάπη μας θα μας ελευθερώσει και τότε εσύ και εγώ, εγώ και εσύ δεν θα είμαστε ούτε εγώ ούτε εσύ. Θα είμαστε ένα. ‘Εχε πίστη!
Οι μήνες και οι εποχές έδιναν τα κλειδιά του χρόνου η μια στην άλλη …Έφτασε ο χειμώνας ,καθάριος, λιτός, παγωμένος. Εκεί, που ο ίδιος ζητά το αντίπαλο δέος του. Παντού και με οποιοδήποτε τρόπο. Για να έχει αξία η εποχή του. Ο μικρός Οδυσσέας έβρισκε πιο συχνά κατάλυμα στην εσοχή του μαγαζιού, αφού πλέον οι μέρες και οι νύχτες ήταν ίδιες. Κρύες και μοναχικές. Το μαγαζί του κυρίου Σαράντη έκλεισε. Μπήκε λουκέτο. Πήραν εδώ και λίγες μέρες όλο το εμπόρευμα του και το έδωσαν κοψοχρονιάς σε πωλητές που είχαν πάγκους σε πανηγύρια. Οτιδήποτε άλλο πήγαινε σε ένα σωρό από σκουπίδια ,που είχε δημιουργηθεί λίγο παράμερα από το μαγαζί με τα πλέον φθαρμένα άψυχα αντικείμενά του. Εκεί μια μέρα ο Οδυσσέας βρήκε πεταμένες και τις δυο κούκλες. Ξεβιδωμένες από τη μέση και κάτω σε δυο μέρη. Με μιας λοιπόν ο μικρός μουσικάντης τής πήρε στο μικρό του καταφύγιο και έτσι με αυτόν τον τρόπο είχε ξανά την οικογένεια μαζί του. Τους έπαιζε τη μουσική του ,τους αφηγούνταν τί θυμόταν από την πατρίδα του ,τους έκανε χίλιες δυο ερωτήσεις οι οποίες έβρισκαν απάντηση στα όνειρά του. Μα προπάντων, τους είχε τοποθετήσει να είναι τα δυο κορμιά τους σαν μια ανθρώπινη φάτνη, έστω και με αυτόν τον άδοξο τρόπο το χέρι του κούκλου ακουμπούσε πλέον το χέρι της κούκλας.Αυτό το άγγιγμά τους σήμαινε και την ολοκλήρωσή τους. Ολοκλήρωση μιας ζωής που πλέον έγιναν ένα και αυτό το ένα, ένα με τη φύση. Πλέον το ζητούμενό τους ήταν να προστατεύσουν το παιδί τους .Τον Οδυσσέα.
Είχαν έρθει Χριστούγεννα.Σήμερα παραμονή Χριστουγέννων.Ο μικρός φίλος μας εξαντλημένος και ταλαιπωρημένος. Τα χρήματα που κέρδισε ήταν ελάχιστα. Αυτή η κρίση πρωτίστως έδειχνε ξεδιάντροπα τη φτώχεια των ανθρώπινων συναισθημάτων και μετά τη συνέπεια της στη φτώχεια των περιθωριακών ανθρώπων. Διαπεραστικό το κρύο. Εδώ και κανά δυο βδομάδες. Ο Οδυσσέας το βράδυ της παραμονής μάζεψε κάτι ξύλα που βρήκε στο κάδο απορριμμάτων και άναψε μια φωτιά σε ένα βαρέλι που είχε βρει. Αυτή ήταν η δικιά του θέρμανση. Δυστυχώς τα ξύλα λίγα για τόσο κρύο. Δεν θα του έφταναν για αυτή τη νύχτα. Αποκαμωμένος, όπως ήταν δεν είχε το κουράγιο να ψάξει να βρει κάτι περισσότερο. Ίσα- ίσα που άναψε τη φωτιά και αποκοιμήθηκε από την εξάντλησή του κάτω από τις δυο κούκλες. Στην μάχη αυτή , καθώς οι ώρες περνούσαν , το παγερό κρύο κέρδιζε την φλόγα που κόντευε να ξεμείνει από ανάσες και λιγόστευε σιγά- σιγά…
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Χριστός. Σαν σήμερα οι ψυχές των ανθρώπων βρήκαν τον Σωτήρα τους. Σαν σήμερα λοιπόν δυο άλλες ψυχές ήθελαν να βρουν τη δικιά τους σωτηρία.
-Αγάπη μου, δεν θα αντέξει να βγάλει το βράδυ ο μικρός μας φίλος.
-Το νιώθω πως είναι ακατόρθωτο για αυτόν.
-Είναι η ώρα μας, μας το λεν οι ψυχές μας.
-Ναι ψυχή μου είναι η ώρα που η ακινησία μας θα μετουσιωθεί σε αγάπη φωτεινή ,ζεστή…. όταν «καίγεται» μια ψυχή , εξιλεώνεται , γίνεται ένα με τον Δημιουργό της.
-Σε αγαπώ…
-Σε αγαπώ και εγώ! Θα είμαστε πλέον μαζί για πάντα , από κάπου αλλού όμως.
Οι ψυχές των κούκλων βοηθούν την ψυχή του Οδυσσέα και με ένα σάλτο, σαν θαύμα Χριστουγέννων, η ακινησία τους προδόθηκε ευχάριστα. Καθώς καιγόντουσαν στο βαρέλι, το κάψιμο του ξύλου τους , έβγαζε έναν ήχο σαν αυτόν του τσετσένικου τραγουδιού του πατέρα του Οδυσσέα. Που μίλαγε για κάτι ξυλοκόπους στα αχανή δάση της Ρωσίας ,οι ,οποίοι χάνονταν σε αυτά, μα που επέστρεφαν μετά από καιρό με την απλόχερη πραγμάτεια , που τους έδινε η φύση για να θρέψουν αυτούς και τις οικογένειές τους. Μιλούσε για μια μυστική συμφωνία Θεού και ανθρώπου.
Ζωοδόχου Πηγής και Ακαδημίας γωνία, εκεί που κατοικούν τα θαύματα και σε όσους περνάν από εκεί τους δίνεται η βέβαιη αίσθηση ότι κατοικούν μέσα τους.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.