Εμμανουήλ Ροΐδης (1836 – 1904): Ανεπανάληπτος Μαέστρος του Λόγου.
Ο τελευταίος συγγραφέας, που κυριολεκτικά απόλαυσα στο φετινό καλοκαίρι (2019) από τη σειρά «Η πεζογραφική μας παράδοση» των εκδόσεων Νεφέλη είναι ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Τον γνώριζα, βέβαια, από την περιβόητη «Πάπισσα Ιωάννα». Για το έργο αυτό, μάλιστα, στο περιοδικό «Γιατί» των Σερρών του φίλου Βασίλη Τζανακάρη το 1986 είχα δημοσιεύσει την εργασία μου «Η τυπολογία και οι στόχοι του χιούμορ στην ‘Πάπισσα Ιωάννα’ του Εμμ. Ροΐδη».
Διαβάζοντας τα διηγήματα του Ροΐδη (ας τα ονομάσουμε έτσι συμβατικά), μας δόθηκε η ευκαιρία να θαυμάσουμε ξανά τον κόσμο και τη γλώσσα του συγγραφέα. Να παρατηρήσω ότι η γλώσσα των κειμένων του 19ου αιώνα, από την πιο ελαφρά ως την πιο βαριά καθαρεύουσα / αρχαΐζουσα, είναι κομμάτι της νεότερης παράδοσης και λογοτεχνίας μας. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας δε θα χαρούν αυτά τα δημιουργήματα; Θα τα ξεχάσουμε, θα τα σβήσουμε; ή, θα τα ‘μεταφράσουμε’ στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας, όπως κάνουν μερικοί για τα κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη; Γι’ αυτό σε τούτη τη σειρά των κειμένων μου παραθέτω εκτεταμένα αποσπάσματα, για να σεβαστούμε και αποδεχτούμε άφοβα τη γλώσσα ως αναπόσπαστο κομμάτι των γραπτών του 19ου αιώνα.
Ιδιαίτερα τα διηγήματα και άλλα κείμενα του Ροΐδη φωτίζουν τον ελληνικό κόσμο της εποχής του, μέσ’ απ’ το σατιρικό του βλέμμα. Γράφει σχετικά ο Τάσος Βουρνάς (μιλώντας για τη δημοσιογραφική σάτιρα, στο θαυμάσιο βιβλίο του «Ιστορικά και Φιλολογικά Πορτραίτα», 1981):
«Η σάτιρα πια κι όχι το χιούμορ στον έντεχνο λόγο, μας φέρνει κατευθείαν στον Εμμανουήλ Ροΐδη, τον γκρεμιστή και το χαλαστή, που χλευάζει τα πάντα στην εποχή του με μια φίνα διαβολικότητα, δανεισμένη στα βασικά σημεία στήριξής της από τις μεγάλες φιλολογικές υπογραφές του καιρού του, τον Μπάυρον, τον Αμπού, τον Χάινε, τον Σαρσέ και άλλους κορυφαίους σατιριστές του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα. Και από το Ροΐδη, με ένα τεράστιο άλμα που καλύπτει μισό αιώνα και πλέον, φτάνουμε στο Βάρναλη, άλλον κορυφαίο της φιλολογικής μας σάτιρας».
Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του.
O Eμμανουήλ Pοΐδης γεννήθηκε στη Σύρο το 1836. Γιος πλούσιας οικογένειας έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Eυρώπη. Tο 1841 εγκαθίσταται στη Γένοβα όπου η φιλελεύθερη επανάσταση του 1848-49 τον σημαδεύει αποφασιστικά στους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς. Το 1849 επιστρέφει στην Eρμούπολη για να φοιτήσει στο ελληνοαμερικανικό λύκειο, αργότερα στο Bερολίνο για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας και καταλήγει στη Pουμανία. Aπό το 1864 και μετά ζει μόνιμα στην Aθήνα. Tο 1866 κυκλοφορεί το βιβλίο του “H Πάπισσα Iωάννα” το οποίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο – κατά σημείωση του Αρίστου Καμπάνη). Ο Ροΐδης τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής των εφημερίδων La Grèce (Η Ελλάδα) καί L’Independence Hellenique (Ελληνική Ανεξαρτησία). Το 1873 έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία που είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής. Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, περιοδικό Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα παρόμοια, τα περισσότερα μιας μόνο χρήσεως. Kαυτηρίαζε ακόμη τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη.
Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα. Είχε από νέος προβλήματα ακοής που σταδιακά επιδεινώνονταν, ενώ τα τελευταία χρόνια κλείστηκε στο σπίτι και δεν μετακινούνταν εύκολα.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.
Το έργο του, εκτός από το μυθιστόρημα «Πάπισσα Ιωάννα»:
Διηγήματα – Ιστορία ενός σκύλου (1893) – Ιστορία μιας γάτας (1893) – Ιστορία ενός αλόγου (1894) – Ψυχολογία Συριανού συζύγου (1894) – Η Μηλιά (στη δημοτική) (1895) – Το παράπονο ενός νεκροθάπτου (1895)
Μελέτες, κείμενα – ’Επιστολαί Ενός Αγρινιώτου(Σε Μορφή Επιστολής)’’(1866) – Περί συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής (1877) – Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως (1877) – Τα Κείμενα (1877) – Γεννηθήτω φως (1879) – Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1879) – Η Εθνική Βιβλιοθήκη εν έτει 1880 (1885) – Πάρεργα, επιμ. Δ. Ι. Σταματόπουλος (1885) – Το ταξίδι του Ψυχάρη (1888) – Τα Είδωλα (1893)
Μεταφράσεις – Την Μεγάλη του Οδοιπορικού του Φρανσουά Ρενέ Ογκίστ Ντέ Σατομπριάν’’(1860) – Σατωβριάνδου Οδοιπορικόν. Από Παρισίων εις Ιεροσόλυμα και από Ιεροσολύμων εις Παρισίους. (1860) – Μακώλεϋ Ιστορία της Αγγλίας – 7 τόμοι – Ποιήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε – Ιστορία της Αγγλικής λογοτεχνίας.
Θα κλείσουμε την πρώτη ενότητα με κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα για να πάρουμε μια μικρή γεύση του ύφους του.
– Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων.
– Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας.
– Η διάνοια του Έλληνος είναι αγρός, τον οποίον ούτος αφίνει ως επί το πολύ χέρσον, διότι γνωρίζει ότι η δαπάνη της καλλιεργείας δεν ήθελε καλυφθή υπό του προϊόντος συγκομιδής. Προς τι λ.χ. να κοπιάση τις όπως γείνη ελληνιστής, κινδυνεύων ν’ αποθάνη της πείνης, ενώ γινόμενος κουμουνδουριστής δύναται ν’ απολαύση τον επιούσιον άρτον του και έδραν εν τω Πανεπιστημίω;
[Αποσπάσματα από ανέκδοτο έργο για τους Έλληνες της εποχής του Ροΐδη]
Στην επόμενη ενότητα θα αναφερθούμε στην «Πάπισσα Ιωάννα».
Ο Eμμανουήλ Ροΐδης είναι πολύ γνωστός, όχι μόνο στην πατρίδα μας, για το μυθιστόρημά του «Πάπισσα Ιωάννα».
Στην ενότητα αυτή, όμως, λίγα θα αναφέρουμε για το πολύ σημαντικό αυτό έργο του 19ου αιώνα, γιατί δίνουμε περισσότερο βάρος στα αφηγήματα / διηγήματά του. Τα αποσπάσματα που θα παραθέσουμε μας δείχνουν το ύφος και τη γλώσσα του.
Ο συγγραφέας της Πάπισσας είχε από μικρός έρθει σε επαφή με την Ιταλία και την παράδοσή της. Εκμεταλλεύεται μια μεσαιωνική ιστορία (για το σκάνδαλο ενός θηλυκού Πάπα που γέννησε στη μέση του δρόμου), με σκοπό να στηλιτεύσει τον σκοταδισμό της εκκλησιαστικής εξουσίας και να παρωδήσει την κοινωνική υποκρισία. Για να γράψει το μυθιστόρημα έψαξε και την πιο μικρή λεπτομέρεια μέσα από μια πλούσια βιβλιογραφία. Το αποτέλεσμα είναι, το βιβλίο τούτο να είναι ένα «πανόραμα» του μεσαιωνικού κόσμου.
Η αφήγηση ξεκινά από την ιστορία των γονέων της Ιωάννας, δύο ιεραποστόλων και συνεχίζει με την ένταξή της στον μοναχισμό σε νεαρή ηλικία, τη γνωριμία και τον έρωτά της για τον μοναχό Φρουμέντιο. Τα ταξίδια τους, με την Ιωάννα μεταμφιεσμένη σε άντρα, στη Γερμανία, στην Ελβετία και τη Γαλλία, τη μακροχρόνια παραμονή τους στην Αθήνα και την εγκατάσταση της Ιωάννας στη Ρώμη. Την άνοδό της στην εκκλησιαστική ιεραρχία που την οδήγησε τελικά στο παπικό αξίωμα. Την ερωτική της σχέση με τον θαλαμηπόλο της, την εγκυμοσύνη και τέλος την αποβολή και τον θάνατό της κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας.
Θα παραθέσουμε κάποια μικρά αποσπάσματα από το μεγάλο αυτό έργο (από το β΄ μέρος) και κατόπιν χαρακτηριστικά σχόλια ιστορικών και μελετητών του.
«Αφήκαμεν την Ιωάνναν συνοδοιπορούσαν μετά δύο Αγίων, τριών μοναχών και τεσσάρων όνων. Ο δρόμος ήτο σκοτεινός και ανώμαλος ως το ύφος της Νέας Σχολής, ώστε άνθρωποι και ζώα απέκαμον μετά δίωρον πορείαν διά των δυσβάτων εκείνων ατραπών. Ότε δε διέκριναν μακρόθεν επί της κορυφής λόφου το ερυθρόν φανάριον ξενοδοχείου, ετράπησαν προς το σωτήριον εκείνο φως, ως οι μάγοι προς τον υποδεικνύοντα την φάτνην του Σωτήρος αστέρα. […]
Μη βιασθής να ερυθριάσης σεμνή μου αναγνώστρια· ο σιδηρούς κάλαμος διά του οποίου γράφω την αληθή ταύτην ιστορίαν είναι αγγλικής κατασκευής, εκ των εργοστασίων του Σμιθ, και ως εκ τούτου σεμνός ως αι ξανθαί εκείναι Αγγλίδες, αίτινες, ίνα μη ρυπάνωσι την παρθενικήν αυτών εσθήτα υψούσι αυτήν μέχρι μέσης κνήμης, δεικνύουσαι εις τους διαβάτας πλατείς πόδας εντός διπάτων σανδαλίων· ώστε ουδείς κίνδυνος ν’ ακούσης παρ’ εμού όσα ‘παρθένω λέγειν ου καλόν». […] Η πλήξις και η αργία είναι, νομίζω, τα κυριώτερα ελατήρια της ευσεβείας. Εις ουρανόν ατενίζομεν τότε μόνον, όταν δεν έχωμεν τι να κάμωμεν ή να ελπίσωμεν επί της γης, τας δε αγίας εικόνας ασπαζόμεθα, οσάκις δεν έχομεν άλλο τι ν’ ασπασθώμεν. […] Αλλ’ επανέλθωμεν εις το προκείμενον και έστω το σφάλμα των παρεκβάσεών μου εις τας εικοσιεπτά των Αθηνών εφημερίδας και τους τέσσαρας κώδωνας της ρωσσικής εκκλησίας, διακόπτοντας ανά πάσαν στιγμήν το νήμα της διηγήσεώς μου. […] Αι κακαί νόσοι, η πανώλης, η ευλογία, ο έρως και τα εξ αυτού πηγάζοντα επώνυμα της ξανθής μητρός του πάθη έχουσι τούτο το καλόν, ότι άπαξ μόνον υποκείμεθα εις αυτά. Τοιαύτη ήτο και η μεταφυσική ασθένεια της Ιωάννας. Αφού επί τρεις μήνας έξυσε την κεφαλήν, ζητούσα του αλύτου αινίγματος την λύσιν, έκλεισε τέλος πάντων τα βιβλία της και ανοίξασα το παράθυρον του κελλίου ωσφράνθη τα αρώματα της ανοίξεως. […] Η θέσις των δύο νεανίσκων κατήντα καθ’ ημέραν μάλλον αφόρητος. Ούτε ο Φρουμέντιος εγνώριζε τι να ζητήση, ούτε η Ιωάννα τι πρώτον να προσφέρη. [….] Δέκα ακόμη ημέρας διήλθον εντός του στενού εκείνου κελλίου, γράφοντες, τρώγοντες, ασπαζόμενοι και άλλο ελάττωμα μη ευρίσκοντες εις τον καιρόν, όστις ήτο ωραίος, ειμή μόνον ότι έφευγε ταχύς. ]…] Η αθυμία της πτωχής Ιωάννας μόνης μεταξύ των τεσσάρων εκείνων τοίχων, όπου χθες ακόμη αντήχουν τοσούτοι ερωτικοί όρκοι και φιλήματα, ηύξανε καθ’ ημέραν […] Η Ιωάννα έχουσα ζώνην τους βραχίονας και στήριγμα τα στήθη του καλού Φρουμεντίου, ανέπνεε μετ’ απεριγράπτου αγαλλιάσεως τον αέρα των αγρών. Το νέον ζεύγος υπερβάν το δάσος έτρεχεν ήδη επί ανοικτού πεδίου φυτευμένου διά κριθής ή κυάμων. […] Οι δύο λοιπόν ερασταί, γονυπετήσαντες παρά την όχθην της λίμνης προσέφερον εις τον Ιρμινσούλ τα λείψανα του προγεύματος, τρίχας της κεφαλής και ολίγας τινάς αναμεμειγμένας του αίματος αυτών σταγόνας, καθιστώντας ούτω την ένωσιν αυτών αιωνίαν και αδιάρρηκτον ως την του Δουκός της Ενετίας μετά της θαλάσσης. Μετά δε την τελετήν εξήγαγεν ο Φρουμέντιος εκ του δισακκίου ανδρικήν στολήν καλογήρου, την οποίαν παρεκάλεσε την φίλην του να ενδυθή, ίνα γίνη δεκτή ως νεοφώτιστος εις την Μονήν της Φούλδας.[…] Αι θρησκείαι ομοιάζουσι τας γυναίκας. Αμφότεραι ενόσω ήναι νέαι ούτε καλλωπισμών χρήζουσιν ούτε ψιμυθίου, ίνα περικυκλώνται υπό λατρευτών προσκλινών, ετοίμων και την ζωήν υπέρ αυτών να θυσιάσωσιν, ως οι πρώτοι χριστιανοί και οι ερασταί της Ασπασίας· αλλ’ άμα γηράσωσιν ανάγκη να καταφύγωσιν εις το φύκος και τα κοσμήματα, ίνα επ’ ολίγον ακόμη διατηρήσωσι τους αραιουμένους θιασώτας. […] Επτά έτη είχον παρέλθει από της εισόδου των νεανίσκων εις την Μονήν της Φούλδας […] Η νυξ ήτο σκοτεινή και οι σταύλοι εγγύς, εν αυτοίς δε έζη ακόμη ο καλός εκείνος όνος, όστις προ επτά ετών είχε μετακομίσει εις Φούλδαν την Ιωάνναν. Ο πατριάρχης ούτος της καλογηρικής φάτνης, κατάλευκος ήδη υπό του γήρατος, ανεπαύετο περικυκλούμενος υπό των απογόνων του και υπό δεμάτων τριφυλλίου. Τούτον λύσαντες οι δραπέται και περιτυλίξαντες προς αποφυγήν θορύβου τα πέταλά του διά στυπίου, ως οι πειραταί τας κώπας των ακατίων των, εξήλθον των τειχών της μακαρίας εκείνης μονής […]».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ/ΑΒΡΑΜΥΛΙΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019 / 2024
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.