Η αποστροφή και η εκτροπή – Συνέντευξη.
Δ. ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ Η ΕΚΤΡΟΠΗ
Κε Τσινικόπουλε, έχετε γράψει δοκίμια, μελέτες, διηγήματα, ποίηση, κριτικές και άλλα. Τι σας έκανε να στραφείτε ξαφνικά σ’ αυτή τη λογοτεχνική φόρμα με σκέψεις και αφορισμούς;
Το βιβλίο μου αυτό δεν είναι το πρώτο που γράφω με σκέψεις, αφορισμούς και ρητά. Είναι το δεύτερο. Το πρώτο γράφτηκε πριν από τριάντα και πλέον χρόνια. Έχει τον τίτλο «Κριτήρια επιλογής και επιλογή Κριτηρίων» (Εκδ. Μπίμπης) και αποτελείται από 280 ρητά. Γνώρισε αρκετή επιτυχία, σχολιάστηκε, αλλά εξαντλήθηκε. Επίσης έγραψα κι ένα άλλο πιο μικρό, με τίτλο «Αφορισμοί για την αγάπη» που ήταν δίγλωσσο, δηλ. και στην αγγλική γλώσσα και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίδμων το 2005. Με αυτό το βιβλίο μου, επανέρχομαι με περισσότερα γνωμικά, σκέψεις, αφορισμούς πάνω σε πολλά και ποικίλα θέματα, που ερέθισαν και γονιμοποίησαν τη σκέψη μου και επέσυραν την προσοχή μου, μέσα σ’ ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Από πού αντλήσατε αυτόν τον, ομολογουμένως, εντυπωσιακό τίτλο: «Η Αποστροφή και η εκτροπή»;
Από κάποια λόγια του απ. Παύλου που έγραψε στη Β’ Προς Τιμόθεον επιστολή του, ότι, οι άνθρωποι, «από μεν της αληθείας την ακοήν αποστρέψουσιν επί δε τους μύθους εκτραπήσονται…». Είδα ότι η φράση αυτή ταιριάζει «γάντι» με το πνεύμα των ρητών και γνωμικών μου αλλά και της εποχής μας, με τα Fake News, και την υιοθέτησα. Γι’ αυτό και διατύπωσα τον (υπ’ αρ. 137) αφορισμό: «Η αποστροφή από την πραγματικότητα και η εκτροπή στους πάσης φύσεως μύθους, είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα».
Γιατί προτιμήσατε το γνωμολογικό λόγο για να διατυπώσετε τις σκέψεις σας; Προσφέρει κάποιο ιδιαίτερο πλεονέκτημα αυτό το είδος του λόγου;
Νομίζω, ναι. Ο γνωμικός λόγος τις περισσότερες φορές είναι υβριδιακός. Μπορεί να είναι ποιητικός ή πεζολογικά διατυπωμένος. Ή, κάτι ανάμεσα στα δύο. Είναι σύντομος, πυκνός, περιεκτικός, απέριττα διατυπωμένος. Κάνει την αποταγή του περιττού, όπως γράφω σε μια από τις τέσσερις ενότητες όπου καταχωρώ τους αφορισμούς μου.
Οι άλλες ενότητες ποιες είναι; Και γιατί έχουν ομαδοποιηθεί τα ρητά και οι αφορισμοί σας στις 4 αυτές ενότητες;
Οι 4 ενότητες είναι: «Γυμνά και τετραχηλισμένα», «Η αποταγή του περιττού», «Ρητά και υπόρρητα» και «Το Κάρφος και η Δοκός». Οι σκέψεις και οι αφορισμοί ταξινομήθηκαν και καταχωρήθηκαν με γνώμονα κυρίως το περιεχόμενο. Στην πρώτη ενότητα υπάρχουν στοχασμοί κυρίως μεταφυσικού και υπαρξιακού περιεχομένου. Στη δεύτερη, σκέψεις και αφορισμοί κοινωνικού προβληματισμού. Γι’ αυτό και υπάρχουν σ’ αυτήν περισσότερες πεζολογικές σκέψεις και λιγότερα ρητά. Στην τρίτη κατηγορία υπάρχουν περισσότεροι σύντομοι αφορισμοί και ορισμοί πραγμάτων και φαινομένων. Και στην τέταρτη, που ο τίτλος παραπέμπει σε γνωστό Λόγιο του Ιησού, υπάρχουν συγκεντρωμένα ρητά και αφορισμοί σκωπτικού και σατιρικού περιεχομένου, όπου θίγονται και καυτηριάζονται πολλά κακώς κείμενα, με χιούμορ κι εύθυμη διάθεση.
Πώς γράφτηκε αυτό το βιβλίο; Στον πρόλογό σας, λέτε, ότι γράφτηκε σε μια μακρά περίοδο χρόνου. Πάνω από 10 χρόνια…
Οι σκέψεις και οι αφορισμοί που εμπεριέχονται στο εν λόγω βιβλίο, γράφτηκαν σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν είναι τόσο προϊόν γραφείου, όσο καταγραφή αυθόρμητων στοχασμών, παρατηρήσεων, σκέψεων, στιγμιαίας έμπνευσης, ή εσωτερικού κραδασμού. Γράφτηκαν οπουδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς. Όταν περίμενα υπομονετικά σε ουρές Τράπεζας ή Ταχυδρομείου, όταν περπατούσα κι έβλεπα ή άκουγα κάτι που με εντυπωσίαζε, στην ακροθαλασσιά, ράθυμος κι ανέμελος ρεμβάζοντας, και αλλού. Πάντα κουβαλάω ένα μικρό σημειωματάριο μαζί μου. Εκεί εν είδει ημερολογίου, χωρίς όμως ημερομηνίες, καταγράφω ό,τι με απασχολεί. Αργότερα επεξεργάζομαι τις σκέψεις το συναίσθημα, τα ερεθίσματα, και τα δίνω τη φόρμα που θέλω. Τα γράφω και σε έναν αφορισμό μου αυτά.
Ο Γνωμικός λόγος σας είναι ποιητικός ή πεζολογικός;
Όπως προανέφερα και είναι γνωστό, ο γνωμικός λόγος καλλιεργήθηκε από την αρχαιότητα από ποιητές αλλά και φιλοσόφους. Ο γνωμικός λόγος είναι γνωστός όχι μόνο από την ελληνική γραμματεία (π.χ. Θέογνης, Φωκυλίδης, Σόλων, Ηράκλειτος, 7 σοφοί ακόμη και Ευριπίδης που ονομάστηκε από σκηνής φιλόσοφος) αλλά και από τη βιβλική σοφιολογική γραμματεία, όπως είναι τα βιβλία του Ιώβ, του Εκκλησιαστή, των Παροιμιών του Σολομώντος κ.λπ.
Ο δικός μου γνωμικός λόγος βρίσκεται στο μεταίχμιο ποίησης και πεζού. Οι σκέψεις είναι πιο πεζολογικές, ενώ οι αφορισμοί και οι ορισμοί έρχονται πιο κοντά στην ποίηση. Παντού διαλέγω τη συντομία, το περίφημο λακωνίζειν. Εγκολπώνομαι το απόφθεγμα του Επίκτητου: «Οι κράτιστοι των ανθρώπων βραχυλογότατοι» και αυτό των Πυθαγόρειων: «Μη εν πολλοίς ολίγα λέγε, αλλ’ εν ολίγοις πολλά».
Από ποιους έχετε επηρεαστεί στο έργο σας;
Από πολλούς και διάφορους. Είναι γνωστό ότι το είδος αυτό, το καλλιέργησε στα νεότερα χρόνια, κυρίως ο Γάλλος Λα Ροσφουκώ (1613-1680). Αλλά και πολλοί άλλοι διάσημοι συγγραφείς γράψανε Σκέψεις και Αφορισμούς, δηλ. ξεχωριστές σκέψεις με κομψή λογοτεχνική φόρμα, όπως ο Πασκάλ, ο Νίτσε, ο Κάφκα, ο Μάρκ Τουέιν, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ρόναλντ Μπαρτ, ο Καρλ Κράους, ο Κλάιβ Στέηπλ Λιούις, ο Ζάρκο Πετάν, ο Osho, ακόμη και ο περίφημος Μέρφι, με τον νόμο του. Στη χώρα μας ξεχωρίζουν οι πνευματώδεις αφορισμοί του Κοραή, του Λασκαράτου, του Ροΐδη, του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, του Κωνσταντίνου Τσάτσου (με το 2τομο έργο του «Αφορισμοί και διαλογισμοί»), του Νίκου Δήμου, του Ιάσωνα Ευαγγέλου και άλλων νεότερων.
Πάντως αξιοσημείωτο είναι ότι, μεγάλοι φιλόσοφοι όπως ο Γκαίτε, ο Νίτσε, ο Βίτγκενσταϊν, ο Adorno κ.ά. κατέφευγαν συχνά στον αφοριστικό λόγο.
Από την εργογραφία σας προκύπτει ότι ασχοληθήκατε με τις «Σκέψεις του Πασκάλ», τους «Αφορισμούς του Νίτσε» και τη Γνωμική ποίηση του Ιησού Χριστού. Κατά πόσο επηρέασαν αυτοί οι τρεις, τη σκέψη και τη γραφή σας;
Κατά κάποιον τρόπο την επηρέασαν και οι τρεις. Όχι, τόσο στο περιεχόμενο, όσο στη μορφή, στη φόρμα, και στη διατύπωση. Ο Πασκάλ και ο Νίτσε θεωρούνται στυλίστες του λόγου. Ο τελευταίος γνώριζε τον πρώτο, που τον είχε μελετήσει, αλλά δεν εγκολπώθηκε τις ιδέες και τα επιχειρήματά του για τον Θεό και τον χριστιανισμό. Κατέληξε σε εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις και απόψεις. Πάντως και οι δύο έγραψαν εντυπωσιακούς αφορισμούς. Όσο για τον Ιησού τον από Ναζαρέτ, αφιέρωσα ολόκληρο βιβλίο μου αναλύοντας τον ποιητικό του Λόγο, δίνοντας έμφαση στον Γνωμικό του Λόγο, ο οποίος είναι πλουσιότατος. Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος της διδασκαλίας του Ιησού διατυπώθηκε με μικρές, κοφτές φράσεις, και στίχους υψηλής ηθικής πνοής και παγκοσμίου κύρους όπως: «ου δύναται πόλις επάνω όρους κρυβήναι», και «μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε», «τυφλός τυφλόν εάν οδηγεί αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται», «ουδείς προφήτης εν τη πατρίδι αυτού» και πολλά άλλα.
Η μελέτη και η εντρύφηση στο Γνωμικό και Αποφθεγματκό λόγο του Χριστού, με βοήθησε στο να κατανοήσω και την τεχνική του, που συνίσταται στη σοφή επανάληψη και ανακύκλωση των λέξεων. Όπως π.χ. στα λόγια: «Ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;» Ή, ακόμα καλύτερα: «Ενόσω έχετε το φως, πιστεύετε εις το φως, ίνα υιοί φωτός γένησθε». Παρατηρήστε πώς κάνει ανακύκλωση της λέξης φως, για να δοθεί έμφαση.
Βέβαια, και ο Γνωμικός Λόγος του Ιησού σε ένα βαθμό ήταν επηρεασμένος από την αρχαία βιβλική σοφιολογική γραμματεία, που προανέφερα. Ο Ιησούς μιλούσε ποιητικά, με πυκνό λόγο, με ρητά και γνωμικά για λόγους ευρυθμίας και ομορφιάς και απομνημόνευσης. Διότι ως γνωστόν ο σύντομος, κοφτός, ρυθμικός λόγος, απομνημονεύεται και χρησιμοποιείται πιο εύκολα. Αυτή την τεχνική της ανακύκλωσης των λέξεων μιμούμαι εκούσια ή ακούσια κι εγώ.
Επειδή μιλάτε για Σκέψεις, ορισμούς και αφορισμούς, εξηγήστε μας, σε τι διαφέρουν μεταξύ τους αυτά, πώς σχετίζονται με τα αποφθέγματα και τις παροιμίες, ή ακόμη, με τα Γιαπωνέζικα Χάι Κου; Το ρωτάω αυτό, γιατί απ’ ότι ξέρω, έχετε ασχοληθεί και με αυτό το είδος του λόγου, αφού έχετε γράψει τα «Τρίστιχα και Χάι Κου» και τις «Φεγγαροκουβέντες και Γρίφους της άμμου».
Κοιτάξτε. Οι Σκέψεις είναι όπως το αποκαλύπτει η ίδια η λέξη, Σκέψεις, στοχασμοί δηλαδή, γύρω από ένα θέμα και, φυσικά, έχουν μια πιο πεζολογική μορφή, αλλά είναι σύντομες και σαφείς φράσεις, χωρίς αλληγορία συνήθως. Οι ορισμοί είναι πολύ πιο σύντομες προτάσεις. Με αυτούς προσπαθώ να προσδιορίσω την ουσία ενός θέματος, ή πράγματος, από την οπτική βέβαια, εμού του γράφοντος. Ο αφορισμός είναι μια ιδιαίτερη, σύντομη, πυκνή, διακριτή σκέψη, που ξεχωρίζει και χαρακτηρίζει τη νοοτροπία του γράφοντος. Είναι ας το πούμε (εξ)αίρεση στη σκέψη, στον στοχασμό. Ένας στοχασμός αιχμηρός, ένας αντάρτης, ένας αιρετικός στοχασμός. Όπως ο εκκλησιαστικά αφορισμένος είναι η εξαίρεση και απομόνωση ενός ατόμου που παρεκκλίνει, με βαριές ποινές. Γι’ αυτό λέγεται και αφορισμός. Το απόφθεγμα, είναι γνωμικό, αλλά συνήθως μεγάλου και αναγνωρισμένου κύρους που πλησιάζει το παγκόσμιο κύρος μιας παροιμίας. Η παροιμία πάλι, προέρχεται από τη λαϊκή σοφία. Είναι άγνωστης προέλευσης, αλλά στηρίζεται στην εμπειρία και θυμοσοφία του λαού. Πρόκειται για μια έμπρακτη, δοκιμασμένη σοφία αιώνων. Όπως π.χ. η παροιμία «κάλλιο αργά παρά ποτέ», ή «κάλλιο να χαθεί η άγκυρα παρά το καράβι», ή «αγάλι, αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι» ή «όποιος δε θέλει να ζυμώσει σαράντα μέρες κοσκινίζει» κ.λπ.
Τώρα, όσον αφορά τα Χάι-Κου ή Χάι-Κάι, πρόκειται για ένα είδος γιαπωνέζικης ποιητικής γραφής, όμως αργότερα καλλιεργήθηκε παγκοσμίως. Αποτελούνταν αρχικά από τρίστιχα, αυστηρής δομής, με 5-7-5 συλλαβές, αλλά αργότερα καταργήθηκε αυτή η αυστηρή δομή και παρέμειναν απλά τρίστιχα. Εκφράζουν με απλότητα ένα στιγμιότυπο της ζωής, μια φάση της φύσης κυρίως, που οι ποιητές προσπαθούν να φυλακίσουν και να αποτυπώσουν, όπως με μια φωτογραφική μηχανή ο φωτογράφος. Δεν έχουν σχέση με τη σοφία του αποφθέγματος ή του γνωμικού λόγου, αλλά βέβαια, έχουν τη δική τους αισθητική αντίληψη και ομορφιά. Είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από το ρητό ή απόφθεγμα. Έχω γράψει και γι’ αυτό το θέμα, δοκίμιο με τίτλο: «Η μαγεία της ποίησης των Χάι-Κου».
Η τελευταία ενότητα του βιβλίου σας φέρει τον τίτλο «Το Κάρφος και η Δοκός» και στεγάζει αφορισμούς με χιούμορ, με σκωπτικό ή σατιρικό περιεχόμενο. Σε τι ακριβώς αποβλέπουν αυτοί οι αφορισμοί; Γιατί τους γράψατε;
Ξεκινώ από τον τίτλο. «Το Κάρφος και η Δοκός». Είναι απομονωμένα λόγια από το γνωστό Λόγιο του Χριστού: «Γιατί βλέπεις το άχυρο στο μάτι του αδελφού σου και δεν παρατηρείς το δοκάρι στο μάτι σου;» Εδώ, πρόκειται, για ένα κλασικό παράδειγμα του χιούμορ που περιείχαν αρκετά από τα λόγια του Ιησού. Αυτό το συγκεκριμένο, έκανε ένα μικρό παιδί, να σκάσει στα γέλια όταν το πρωτάκουσε. Ο Χριστός, ο μεγάλος ποιητής – χρησιμοποίησε σε πολλές περιπτώσεις το καυστικό χιούμορ (άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς), αλλά και τη λεπτή ειρωνεία και το λογοπαίγνιο, και το παράδοξο, για να διδάξει και να εντυπώσει βαθιά τα λόγια του. Εγώ διδάχτηκα κατά κάποιον τρόπο απ’ αυτό, κι έγραψα κάποιους αφορισμούς με χιούμορ και σάτιρα, γιατί πολλές φορές η σάτιρα, η ειρωνεία και ο σαρκασμός, και ο αυτο-σαρκασμός, τονίζουν και εντυπώνουν περισσότερα πράγματα και νοήματα, απ’ αυτά που υπογραμμίζουν οι σοβαρές ή σοβαροφανείς προτάσεις. Έγραψα και ολόκληρο δοκίμιο για το χιούμορ, που υπάρχει στο βιβλίο μου «Εικονοκλάστες και Λεξιμάχοι». Η σάτιρα, έλεγε ο Ροΐδης για να στηλιτεύσεις τα κακώς κείμενα, είναι η σκορδαλιά. Όμως χωρίς σκόρδο που καίει, σκορδαλιά που νοστιμεύει δε γίνεται. Περιττό να πω ότι, τα μεγάλα «πειραχτήρια της λογοτεχνίας και της ιστορίας», παρ’ ημίν ο Ροΐδης και ο Λασκαράτος, ο Σκόκος και πλείστοι άλλοι, χρησιμοποίησαν το σύντομο, αφοριστικό, σκωπτικό λόγο για να καυτηριάσουν πρόσωπα και πράγματα. Όπως π.χ. ο Ροΐδης που είπε: «Πάντες οι έχοντες όνυχας επιποθούν να κατασπαράξουν τους έχοντας πτερά». Το λογοπαίγνιο, είναι κι αυτό ένα είδος σκωπτικού, σατιρικού λόγου που αποτυπώνεται εύκολα στη διάνοια, όπως π.χ. «οι διυλίζοντες τον κώνωπα και καταπίνοντες την κάμηλον» είναι λογοπαίγνιο του Ιησού (qalma – κάμηλα).
Εγώ χρησιμοποιώ το λογοπαίγνιο γράφοντας π.χ. «πολλά δείγματα γραφής ενός συγγραφέα, αποτελούν δήγματα καταγραφής εναντίον κάποιου άλλου συγγραφέα», και «Η αστάθεια του ανθρώπινου είναι η μόνη σταθερά των ανθρώπων».
Για να αναδείξω τη σημασία του χιούμορ, έγραψα σε κάποιον αφορισμό μου: «Κατά των κυβερνώντων, κατά των σοβαροφανών και του… εαυτού μας, φυσικά, υπάρχει ένα και μόνον αποτελεσματικό αντίδοτο: το χιούμορ» (υπ’ αρ. 589). Και ακόμη: «Ειπώθηκε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που γελά. Γι’ αυτό και στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, βραβεύτηκαν ανακαλύψεις που πρώτα κάνουν τους ανθρώπους να γελούν, και μετά να σκέφτονται» (υπ’ αρ. 601).
Παρατήρησα ότι μερικά ρητά, είναι σε σκούρο γκρι πλαίσιο. Γιατί; Τι σκοπό εξυπηρετούν;
Αυτά που είναι σε γκρι ή σκούρο γκρι πλαίσιο, είναι κάποια ρητά που κατά τη γνώμη μου αξίζει να προσεχτούν περισσότερο ή ιδιαίτερα. Γι’ αυτό και τα «αφόρισα», τα ξεχώρισα δηλαδή, μ’ αυτόν τον τρόπο. Κάποιος άλλος αναγνώστης, μπορεί να εντυπωσιαστεί με κάποιο άλλο. Αυτό δεν έχει ιδιαίτερα σημασία. Σημασία έχει να σταθεί κάπου ο αναγνώστης και να σκεφτεί. Όχι απαραίτητα να συμφωνήσει. Απλά να σκεφτεί. Γι’ αυτό κι εγώ αφιέρωσα το βιβλίο μου σ’ αυτούς που ξέρουν και θέλουν να σκέφτονται.
Τι πλεονέκτημα νομίζεις ότι έχει ένα βιβλίο με σκέψεις και αφορισμούς σαν το δικό σας εν σχέσει με άλλα βιβλία;
Σ’ ένα τέτοιο βιβλίο, μπορεί κανείς να διαβάζει μια ή δύο σκέψεις ή ρητά, τυχαία, ανάκατα, και να στοχάζεται. Να τοποθετείται. Να συμφωνεί, ή να διαφωνεί. Να επεκτείνει ή να περιορίζει. Πάντως, μπορεί να έχει κάτι να σκέφτεται, χωρίς να θυμάται τι διάβασε προηγουμένως όπως συμβαίνει με ένα σπονδυλωτό έργο, μία νουβέλα, ή ένα μυθιστόρημα. Είναι νομίζω, ένα ανάλαφρο έργο, που απλά ερεθίζει τη σκέψη αλλά διεγείρει και το συναίσθημα. Γιατί τελικά, ένα γνωμικό, ένας αφορισμός, όπως είπε πολύ σωστά ο Καρλ Κράους, ποτέ δε συμπίπτει με την αλήθεια. Είναι η μισή αλήθεια ή μιάμιση αλήθεια.
Εκείνο που θα ήθελα να τονίσω ως προς την ουσία και την αξία του γνωμικού λόγου είναι αυτό που είπε ο Παπανούτσος στο βιβλίο του «Το δίκαιο της πυγμής». Ότι οι μεγάλες αλήθειες στη γλώσσα και στην παράδοση όλων των λαών, διατυπώνονται με αποφθέγματα που εντυπώνονται βαθιά στη μνήμη και είναι καρποί της οξυδέρκειας και της σκέψης, της φαντασίας και της πείρας εκλεκτών ατόμων. Είναι αποστάγματα ανθρώπινης σοφίας… Η απόσταξη έχει γίνει και στη διατύπωση: η φραστική ύλη συστέλλεται σε ελάχιστο όγκο, τόσον όσος χρειάζεται να δηλωθεί ο πυρήνας του νοήματος… η ένταση της φράσης είναι η κυριότερη αρετή του αποφθέγματος. Σε τελευταία ανάλυση, όπως έγραψε και ο Ιάσων Ευαγγέλου, η εκρηκτική δύναμη που κλείνουν συχνά τα γνωμικά, οφείλεται στη νοηματική αυτάρκεια που συμπιέζεται στις ελάχιστες λέξεις, όπως η πυρίτιδα στον κάλυκα της σφαίρας.
Συνήθως ο γνωμικός λόγος από τη φύση του περιέχει κάποιον διδακτισμό… Τι έχετε να πείτε επ’ αυτού; Υπάρχει διδακτισμός και στο βιβλίο σας;
Πράγματι, υπάρχει διδακτισμός στον γνωμικό λόγο. Ο γνωμολόγος λέει την άποψή του, κατευθύνοντας κατά κάποιον τρόπο τη σκέψη του αναγνώστη. Ωστόσο, δεν επιχειρηματολογεί. Εκφέρει τη γνώμη του κι αφήνει στον αναγνώστη να αποφασίσει, αν πρέπει να υιοθετήσει, να προβληματιστεί, να συνοφρυωθεί ή να αποκρούσει… Πάντως, εγώ προσπαθώ να αποφεύγω τον διδακτισμό, γιατί παραθέτω σκέψεις και σε πρώτο πρόσωπο και σε διάλογο προσώπων, και με καθαρά ποιητική μορφή, που αποβλέπει περισσότερο στην αισθητική της έκφρασης και τη φορμαλιστική διατύπωση, και όχι στο να «διδάξω» κάτι το ιδιαίτερο. Καταγράφω όχι μόνο σκέψεις, αλλά και παρατηρήσεις, βιώματα, συναισθήματα, καταστάσεις, με μια ποικιλία νοημάτων και φιλοσοφικών προεκτάσεων… Σε μερικές περιπτώσεις σχολιάζω ρήσεις άλλων.
Στους αφορισμούς συνήθως κάποιος διατυπώνει προσωπικούς στοχασμούς. Παρατήρησα, όμως, ότι εσείς σε αρκετούς, σχολιάζετε ή τοποθετείστε πάνω σε στοχασμό άλλων. Πόσο σύνηθες ή θεμιτό είναι αυτό σε βιβλία τέτοιου είδους;
Όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό, είναι φαινόμενο όχι σπάνιο σε ενασχολούμενους με το γνωμικό λόγο. Το είχε κάνει όχι μόνο ο Πασκάλ και ο Νίτσε, που γράψαν εκτεταμένες Σκέψεις, αλλά και πιο σύγχρονοι όπως ο Καρλ Κράους, ο G. Cenoreti, ο Σιοράν κ. ά. Ασκείται έτσι κριτική στις σκέψεις άλλων, που έχουν στοχαστεί στα ίδια θέματα. Και οδηγείται η σκέψη του αναγνώστη σε σημεία που δεν υποψιαζόταν πριν ότι απασχόλησαν μεγάλους στοχαστές. Ο Ροΐδης είχε πει ότι «αυτός που λέει κάτι χωρίς να λάβει υπ’ όψη του τι λέει και ο άλλος επ’ αυτού, είναι ή Θεός ή τρελός». Ο γνωμολόγος δεν είναι κ αι δεν μπορεί να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Σε αρκετά ρητά βλέπω να χρησιμοποιείτε τη λατινική γλώσσα και επαναλαμβάνετε αρχαία λατινικά ρητά εκτός των ρητών αρχαίων Ελλήνων. Εξυπηρετεί κάποιον ιδιαίτερο σκοπό η χρήση ρητών μιας νεκρής γλώσσας;
Όχι κατ’ ανάγκην. Τα ρητά αυτά είναι κληρονομιά της νομικής μου κυρίως παιδείας, και τα «ενσωματώνω» σε κάποιες σκέψεις που εξυπηρετούν κατά την άποψή μου, τον σκοπό μου. Μερικά απ’ αυτά είναι γνωστά, κάποια άλλα είναι άγνωστα, και θα πρέπει ο αναγνώστης να καταφύγει στο internet ή στο λεξικό και να αναζητήσει το νόημα, αν και στα περισσότερα δίνω εγώ τη μετάφραση. Όπως τα αρχαία ελληνικά έτσι και τα λατινικά ρητά περιέχουν αρκετή συμπυκνωμένη σοφία, και πολλά έχουν επιζήσει μέχρι σήμερα και χρησιμοποιούνται π.χ. mea culpa (δικό μου λάθος) ή argumentum (επιχείρημα), modus vivanti κ.ά.
Γράφοντας κάποιος Σκέψεις και Αφορισμούς επί μία δεκαετία και πλέον, δεν υπάρχει κίνδυνος να επαναλαμβάνεται, να βραχυκυκλώνει ή και να περιπέσει σε αντιφάσεις; Εσείς πώς το αντιμετωπίσατε αυτό;
Ασφαλώς και υπάρχει τέτοιο ζήτημα. Το αντιμετώπισα κι εγώ και είδα αφενός μεν, την επαναληπτικότητα της σκέψης μου σε ορισμένα θέματα, αφετέρου δε τις εμμονές μου και την κυκλική σταθερότητά μου κατά κάποιον τρόπο. Ως προς το θέμα της αντιφατικότητας, νομίζω ότι προσωπικά δεν έχω περιπέσει σε αντιφάσεις, γιατί είναι συγκεντρωμένα ρητά και φιλτραρισμένα, αν και, κάποια θέματα θίγονται και επαναλαμβάνονται από διαφορετική όμως οπτική. Πάντως, και η τυχόν αντιφατικότητα στις σκέψεις ενός στοχαστή, δεν μπορεί προκαταβολικά να θεωρηθεί μειονέκτημα. Διότι, εκτός που προβληματίζει τον αναγνώστη, προσδίδει μια κάποια γοητεία, αλλά ίσως και είναι ενίοτε αναπόφευκτη. Ή, θα πρέπει να ερμηνευθεί διαφορετικά. Κραυγαλέες αντιφάσεις έχει στους αφορισμούς του π.χ. ο Νίτσε, αλλά αυτές οφείλονται τόσο στην ανυπότακτη φύση του και τη φιλοσοφία του, όσο και στη μεγάλη βιβλιοπαραγωγή του σε μεγάλο διάστημα. Αλλά ας μην πάμε μακριά: Επαναληπτικότητα και αντίφαση παρουσιάζεται φαινομενικά και στις Παροιμίες Σολομώντος, όπου π.χ. σε μια Παροιμία διαβάζουμε «Μη αποκρίνου εις τον άφρονα κατά την αφροσύνη αυτού διά να μη γίνεις και συ όμοιος αυτού» και αμέσως παρακάτω διαβάζουμε στο επόμενο εδάφιο: «Αποκρίνου στον άφρονα κατά την αφροσύνη αυτού δια να μη είναι σοφός εις τους οφθαλμούς αυτού». Υπάρχει βέβαια λεπτή διαφορά στην κατάληξη. Αντίφαση υπάρχει επί παραδείγματι και στην αρχαιοελληνική ρήση «σπεύδε βραδέως» εν σχέσει με την άλλη που λέει «το γοργόν και χάριν έχει». Είναι φανερό όμως ότι πρόκειται για εφαρμογή σε διαφορετικές καταστάσεις πραγμάτων.
Τι ελπίζετε να αποκομίσει ο αναγνώστης, από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου;
Επειδή το βιβλίο αποτελείται από ‘Σκέψεις’ πάνω σ’ ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, ελπίζω ο αναγνώστης να μπει στη διαδικασία της σκέψης, του προβληματισμού ή της αφύπνισης σε κάτι που δεν το πρόσεξε, ή δεν τον απασχόλησε ιδιαιτέρως. Σ’ έναν αφορισμό μου υπό μορφήν διαλόγου παρουσιάζω κάποιον να λέει ότι η ανάγνωση βιβλίων δε διευρύνει μόνο τη γνώση αλλά και την κρίση. Και αυτό βέβαια είναι το πιο σπουδαίο, το πιο κρίσιμο στοιχείο. Διότι «πολυγνωσίη νουν ου ποιεί» όπως έλεγαν οι αρχαίοι.
Ο καθένας μπορεί να στοχαστεί πάνω σ’ αυτά που λέω, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να στοχαστεί, και κάτι θα αποκομίσει. Ύστερα, υπάρχει και η αισθητική συγκίνηση που ενυπάρχει και προβάλλεται σε αρκετά ρητά της συλλογής. Έχουν μια ποιητικότητα στη διατύπωση πολλοί αφορισμοί και ρητά.
Είχατε κάποια αγωνία κατά τη συγγραφή του βιβλίου και για τη δημοσίευση του βιβλίου σας;
Για το συγκεκριμένο, όχι ιδιαίτερα, αφού αποτελείται από μεμονωμένες σκέψεις. Έχω τη γνώμη όμως, ότι δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην έχει κάποια ανησυχία ή αγωνία όταν γράφει, και περισσότερο όταν δημοσιεύει κάποιο έργο του. Είναι πνευματικό του παιδί, και κάθε τοκετός φέρνει αγωνία, γιατί δεν ξέρει τι είδους παιδί… θα γεννηθεί, όπως γράφω σε κάποιο ρητό μου, και αν θα γίνει αποδεκτό από το κοινό. Η συγγραφή βιβλίων δεν είναι εύκολη δουλειά. Ούτε βέβαια και η δημοσίευσή του και η εκτύπωσή του, αν και είναι περισσότερο δουλειά του εκδότη. Μέχρι την τελευταία στιγμή γίνονται διορθώσεις ή βελτιώσεις. Κάποτε όμως πρέπει να το πάρει απόφαση ο συγγραφέας ότι πρέπει να σταματήσει, να εγκαταλείψει το έργο του, γιατί, τελειότητα δε θα υπάρξει ποτέ. Κάποια λαθάκια θα του ξεφύγουν… Έχω και κάποιους αφορισμούς για το θέμα αυτό, όπως: «Όποιος δεν έχτισε σπίτι και δεν πάντρεψε παιδί δεν ξέρει από στενοχώριες», λέει μια παροιμία. «Εγώ θα πρόσθετα: Και όποιος δε δημοσίευσε βιβλίο…»
Ετοιμάζετε κάτι καινούριο;
Έχω να ολοκληρώσω κάποια έργα που επεξεργάζομαι εδώ και χρόνια… μια συλλογή διηγημάτων, μια συλλογή δοκιμίων και… δυο-τρεις ποιητικές συλλογές στο συρτάρι μου. Όσο για το σημειωματάριό μου, αυτό είναι γεμάτο σκέψεις… καινούριες και παλιές. Όπως και το κεφάλι μου. Με σκέψεις είναι πάντα γεμάτο… Εφαρμόζω τη συμβουλή παλαιού γνωμολόγου: «Έχε το στομάχι σου άδειο και το κεφάλι σου γεμάτο». Αυτό προσπαθώ να εφαρμόσω κι εγώ στη ζωή μου, για σωματική και πνευματική ευεξία.
Ο Δημήτρης Τσινικόπουλος είναι ερευνητής, μελετητής, ποιητής, διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Σπούδασε νομικά και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές εδώ και στο εξωτερικό. Μελέτησε φιλοσοφία, φιλολογία, θεολογία κ.ά. Επί σειρά ετών παρακολούθησε σεμινάρια βιβλικής θεολογίας. Έγραψε και δημοσίευσε δεκάδες δοκίμια, άρθρα και μελετήματα φιλοσοφικού, ιστορικού και μεταφυσικού περιεχομένου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με θέματα δικαίου και φιλολογίας της αρχαίας Εγγύς Ανατολής.
Μέχρι σήμερα εξέδωσε 23 βιβλία, ανάμεσα στα οποία και εφτά ποιητικές συλλογές. Σπουδαιότερα έργα του: «Ο Δανιήλ στο Λάκκο των Κριτικών» (1982), «Σύφλογο» (1988), «Κριτήρια Επιλογής και Επιλογή Κριτηρίων» (1991), «Ποίηση στα Λόγια του Ιησού» (1993), «Τρεις Νομπελίστες Ποιητές» (1996), «Φως εξ Ανατολής» (1996), «Εικονοκλάστες και λεξιμάχοι» (2001), «Μέθεξη» (2002), «Τρίστιχα και Χάι-Κάι» (2003), «Οι κλητοί και εκλεκτοί» (2004), «Αφορισμοί για την Αγάπη» (2005), «Ιησούς, ο ποιητής των ποιητών» (2006), «Ανάμεσα σε 2 αιώνες» (2008), «Βίβλος, ένα βιβλίο Επαναστατικό» (2010), «Ανεξερεύνητος Θεός» (2012), «Το Μυστήριο του κακου» (2014), «Το στοίχημα του Πασκάλ» (2015), «Ο άνθρωπος της σκιάς» (2016), Οι πνευματικοί πατέρες του Νίκου Καζαντζάκη (2017), Φεγγαροκουβέντες και Γρίφοι της Άμμου (2017), Dawkins vs Ιησούς (2018), Terra Amata (2019). Έχει μεταφράσει βιβλικά κείμενα, κείμενα λογοτεχνίας της αρχαίας Εγγύς Ανατολής, καθώς και κείμενα και ποιήματα συγχρόνων συγγραφέων, όπως G. Mistral, J. Brodsky, O. Paz, C. S. Lewis, W. H. Auden, G. Herbert, I. Newton, P. Tillich, E. Levinas, D. Bonhoeffer, Paul Claudel, κ.ά. Δοκίμια και ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στην αγγλική, γερμανική, γαλλική και ιταλική γλώσσα. Επίσης, έχουν μεταφραστεί στην αγγλική τα βιβλία του Αφορισμοί για την αγάπη (Aforisms for the Love) και Ιησούς, ο Ποιητής των ποιητών (Jesus, the Poet of poets) και Οι πνευματικοί πατέρες του Νίκου Καζαντζάκη (The spiritual fathers of Nikos Kazantzakis).
Έλαβε μέρος σε συνέδρια και ημερίδες και έχει δώσει διαλέξεις σε λογοτεχνικά, επιστημονικά και μεταφυσικά θέματα. Κατά καιρούς δημοσιογραφεί στον ημερήσιο τύπο (εφημερίδα Μακεδονία, Τύπος Θεσσαλονίκης).
Συνεργάτης σε πολλά περιοδικά λόγου και τέχνης, όπως Νέα Εστία, Ευθύνη, Νέα Πορεία, Σύγχρονη Σκέψη, Πνευματική Ζωή, Άβατον, Πνευματική Κύπρος, Χρονικά, Ομπρέλα, Σύγχρονα Βήματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ένεκεν, Οδός Πανός, Φηγός, Ενώπιον, Πόρφυρας, Ίαμβος, Πάροδος, 3η Χιλιετία, Παρέμβαση, Ζενίθ, Strange, Δίοδος κ.ά. Μέρος του έργου του προβλήθηκε από τον τύπο και την τηλεόραση αλλά ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς του παραμένει ακόμα αδημοσίευτο.
Τακτικό μέλος σημαντικών λογοτεχνικών, πολιτιστικών και επιστημονικών σωματείων, όπως της Εταιρίας Νομικών Βόρειας Ελλάδας, της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, της Ελληνικής Εταιρίας Φιλοσοφικών μελετών, της Ελληνικής Εταιρίας Χριστιανικών Γραμμάτων, της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Τιμήθηκε με βραβείο δοκιμίου από το Δήμο Θεσσαλονίκης (1984), από την Ελληνική Εταιρία Χριστιανικών Γραμμάτων (1994), από το Σύνδεσμο Εκδοτών Βορείου Ελλάδος (1997), και από τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης (2003, 2010).
Είναι επίτιμος δικηγόρος Δ.Σ.Θ. και ζει στη Θεσσαλονίκη.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.