Το μυστήριο της έπαυλης.

Το μυστήριο της έπαυλης.

 

 

Τα 5 λαγωνικά αποτελούνται από τα αδέλφια
Μπέτι και Πιπ, Χάρι και Ντέζι και τον Φρέντι.
Την παρέα συμπληρώνει ο Μπάστερ, ο σκύλος τους.
Στις διακοπές τους βρίσκονται όλοι μαζί και εξιχνιάζουν
αστυνομικές υποθέσεις χωρίς να τους φοβίζει τίποτα!

 

Ο Φούσκας επιστρέφει από τις διακοπές του την κατάλληλη στιγμή, καθώς μια μυστηριώδης υπόθεση στο Πίτερσγουντ αναστατώνει τα
5 λαγωνικά. Ποιος έκλεψε τον πολύτιμο πίνακα από την πινακοθήκη και τι είδους σχέση συνδέει τους αριστοκράτες Λορέντζο με τους κακομοίρηδες Λάρκιν; Η δαιμόνια ομάδα των πέντε παιδιών βάζει τα δυνατά της για να βρει την άκρη του νήματος, αλλά βρίσκεται μπροστά σε απρόοπτες εξελίξεις…

Διαβάστε ενα απόσπασμα.

1

Στον σταθμό του Πίτερσγουντ

Ένα απομεσήμερο μπήκαν στον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό του Πίτερσγουντ τέσσερα παιδιά με ένα σκυ- λάκι. Το σκυλάκι έτρεχε χαρούμενο πέρα δώθε, κουνώ- ντας

ασταμάτητα την ουρά του.

«Καλύτερα να βάλουμε στον Μπάστερ το λουρί του» είπε ο Πιπ. «Ήρθαμε νωρίς, θα περάσουν δυο τρία τρέ- να πριν έρθει αυτό που περιμένουμε. Έλα δω, Μπάστερ, εδώ, αγόρι μου!»

Το μικρό σκωτσέζικο τεριέ πλησίασε κουνώντας ζωηρά την ουρά του και γάβγισε χαρούμενα.

«Ναι, το ξέρω πως ανυπομονείς να δεις τον Φούσκα» είπε ο Πιπ, σκύβοντας να του βάλει το λουρί. «Κι εμείς το ίδιο! Μην κουνιέσαι!»

«Κράτησέ τον, έρχεται τρένο!» είπε ο Χάρι. «Θα πε- ράσει χωρίς να κάνει στάση».

Ο Μπάστερ στάθηκε ακίνητος στη θέση του, αλλά μόλις σφύριξε διαπεραστικά το τρένο καθώς περνούσε από τον σταθμό, η γενναιότητά του πήγε περίπατο. Προσπάθησε

να τρυπώσει κάτω από ένα ξύλινο πα- γκάκι, τραβώντας ξοπίσω του τον Πιπ. Κρύφτηκε εκεί τρέμοντας, με την πλάτη γυρισμένη προς το τρένο. Τι ανατριχιαστικό σφύριγμα!

«Με κοψοχόλιασε κι εμένα!» είπε η Μπέτι. «Κουράγιο, Μπάστερ, σε λίγο έρχεται ο Φούσκας. Ήταν χαρά μας που σε προσέχαμε όσο έλειπε, ήσουν πολύ καλό σκυ- λάκι!»

«Σε συμπάθησε ακόμα και η μαμά!» είπε χαϊδεύοντάς τον ο Πιπ. «Κι ας μην ήθελε να σε κρατήσουμε όσο έλει- πε στην Ελβετία ο Φούσκας!»

«Απορώ γιατί πήγε δεκαπέντε μέρες στην Ελβετία κι έλειψε τα Χριστούγεννα» αναρωτήθηκε η Μπέτι.

«Έπρεπε να πάει με τους γονείς του» είπε η Ντέζι. «Σί- γουρα θα το διασκέδασε με την ψυχή του στα χιόνια».

«Κι αν έφαγε και μερικές τούμπες, ούτε που θα το κατάλαβε έτσι παχουλός που είναι!» γέλασε ο Χάρι. «Τι ώρα είναι; Α, ήρθαμε πάρα πολύ νωρίς. Τι θα κάνουμε;»

«Κάνει κρύο στην αποβάθρα. Πάμε μέσα, στην αίθου- σα αναμονής» είπε η Ντέζι. «Έλα, Μπάστερ».

Ο Μπάστερ δεν το κούνησε από τη θέση του. Ο Πιπ τράβηξε το λουρί.

«Έλα, λοιπόν, ανόητο σκυλί. Δεν φεύγουμε, θα μπού- με στην αίθουσα αναμονής. Το τρένο του Φούσκα αργεί ακόμη».

Ο Μπάστερ έμεινε πεισματικά ακίνητος. Ο Φούσκας θα ερχόταν με ένα από τα τρένα που έμπαιναν αγκομαχώντας στον σταθμό και θα αποβιβαζόταν σε τούτη δω την

αποβάθρα. Κι έτσι, ο Μπάστερ, που τον περίμενε, δεν λογάριαζε να το κουνήσει ρούπι αποδώ.

«Δέσ’ τον στο παγκάκι» είπε ο Χάρι. «Θα υποφέρει αν τον βάλουμε με το ζόρι στην αίθουσα αναμονής. Μπά- στερ, είσαι ηλίθιος. Εγώ δεν θα καθόμουν στην παγωμέ- νη αποβάθρα, με τίποτα στον κόσμο!»

Έδεσαν τον Μπάστερ στο παγκάκι και τον άφησαν εκεί. Μπήκαν στην αίθουσα αναμονής, όπου έκαιγε μια μικρή φωτιά, αλλά τουλάχιστον ήταν προφυλαγμένη από το τσουχτερό αγιάζι που σάρωνε τον σταθμό.

«Το καλό είναι» είπε η Ντέζι όταν κάθισε σε έναν σκληρό ξύλινο πάγκο «ότι ο Φούσκας δεν θα είναι με- ταμφιεσμένος, κι έτσι δεν θα μας τη φέρει αυτή τη φορά! Έρχεται

με τους γονείς του, άρα το παρουσιαστι- κό του θα είναι κανονικό».

«Ευτυχώς» είπε η Μπέτι. «Θέλω να τον δω όπως ακριβώς είναι – χοντρούλης, κεφάτος, με εκείνο το πλα- τύ χαμόγελο που φωτίζει όλο του το πρόσωπο! Έχου- με κάτι

μήνες να τον δούμε! Τρεις μήνες στο σχολείο κι ύστερα κατευθείαν στην Ελβετία!»

«Παιδιά, ξέρω ακριβώς τι θα πει μόλις μας δει!» είπε με ένα χαμόγελο ο Πιπ. «Θα πει: “Υπάρχει κανένα μυ- στήριο να λύσουμε;”».

«Δεν υπάρχει τίποτα στον ορίζοντα» είπε ο Χάρι. «Στο Πίτερσγουντ δεν κουνιέται φύλλο. Ο Γκουν κάθεται με σταυρωμένα χέρια!»

Ο Γκουν, ο αστυνομικός του χωριού, είχε περάσει πράγματι ένα πολύ ήσυχο δεκαπενθήμερο. Δεν είχε γί- νει απολύτως τίποτα – ούτε κυνηγητό πρόβατου από σκύλο, ούτε

καμιά μικροδιάρρηξη, τίποτα! Έτσι, ο Γκουν λαγοκοιμόταν ανενόχλητος στην αναπαυτική πολυθρό- να του!

Πάνω στην ώρα, ήρθε ένα ταξί στον σταθμό, και το ακολούθησε άλλο ένα. Ένας κύριος πρόβαλε το κεφά- λι του από το παράθυρο του πρώτου ταξί κι έκανε ένα βιαστικό νεύμα στον αχθοφόρο.

«Έι, αχθοφόρε! Έλα να πάρεις αυτές τις βαλίτσες.

Κουνήσου, δεν έχουμε πολύ χρόνο!»

Η φωνή του ήταν δυνατή και καθαρή. Ο αχθοφόρος έτρεξε αμέσως και πήρε δύο μικρές βαλίτσες. Ο κύριος βγήκε από το ταξί και βοήθησε μια κυρία να κατεβεί. Ήταν και

οι δυο τους γύρω στα σαράντα, καλοντυμένοι και ευδιάθετοι. Η κυρία κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μικρό κανίς.

«Πόπιτ, χρυσούλι μου!» είπε. «Θα μου κρυώσεις μ’ αυτό το αγιάζι!»

Έχωσε βιαστικά το σκυλάκι κάτω από το γούνινο πα- νωφόρι της, αφήνοντας να ξεπροβάλλει μόνο η κομψή μυτερή μουσούδα του.

Τα τέσσερα παιδιά, που κοίταζαν με περιέργεια από το παράθυρο του σταθμού, ενθουσιάστηκαν με το τρι- σχαριτωμένο πλασματάκι.

Από το δεύτερο ταξί, κατέβηκε μια εύθυμη συντρο- φιά πέντε έξι ατόμων. Προφανώς, είχαν έρθει να ξε- προβοδίσουν το ζευγάρι.

«Κάνε γρήγορα, Μπιλ, γιατί δεν θα προλάβεις να βγά- λεις εισιτήρια!» είπε η κυρία με το σκυλάκι.

«Έχουμε ώρα» είπε ο Μπιλ και μπήκε στο κτίριο του σταθμού. «Χαίρετε! Τρένο είναι αυτό που ακούγεται; Τε- λικά πρέπει να βιαστώ!» είπε και μπήκε στο κτίριο του

σταθμού.

Η κυρία με το σκυλάκι έτρεξε στην αποβάθρα.

«Τελικά, δεν είναι το τρένο μας!» μονολόγησε. «Πη- γαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αχ, Πόπιτ μου, τι τρομάρα πήρα!»

Οι νεοφερμένοι έκαναν τόση φασαρία, που τα τέσ- σερα παιδιά βγήκαν από τον σταθμό να τους χαζέψουν. Τι εύθυμη παρέα!

«Να περάσετε καλά!» είπε ένας κοκκινομάλλης, χτυ- πώντας τόσο δυνατά την πλάτη του άλλου, του Μπιλ, που τον έπιασε βήχας.

«Να μας τηλεγραφήσετε μόλις φτάσετε. Θα μας λεί- ψουν τα πάρτι σας!» είπε μια γυναίκα.

Η κυρία με το σκυλάκι κάθισε στο παγκάκι όπου ήταν δεμένος ο Μπάστερ και ακούμπησε στο έδαφος το κανίς. Αμέσως ο Μπάστερ βάλθηκε να οσμίζεται το σγουρό

τρίχωμα της Πόπιτ, που γάβγισε έντρομη. Ο Μπάστερ έκανε τον γύρο, στάθηκε μπροστά στο πα- γκάκι και μπέρδεψε το λουρί του στα πόδια της κυ- ρίας. Εκείνη έμπηξε

μια στριγκλιά και άρπαξε στην αγκαλιά της το κανίς, νομίζοντας ότι θα του επιτεθεί ο Μπάστερ.

Σαν να μην έφτανε αυτό, εκείνη τη στιγμή μπήκε στον σταθμό ένα τρένο ξεφυσώντας και η Πόπιτ πανι- κοβλήθηκε. Πετάχτηκε από την αγκαλιά της κυρίας και το έβαλε

στα πόδια. Ο Μπάστερ προσπάθησε να την ακολουθήσει, ξεχνώντας πως ήταν δεμένος, και παρα- λίγο να στραγγαλιστεί με το λουρί του! Μπλέχτηκε στα πόδια της

κυρίας, η οποία έχασε την ισορροπία της κι έπεσε στριγκλίζοντας.

«Πιάστε την Πόπιτ, πιάστε την! Μα τι κάνει αυτό το σκυλί; Ουστ, κοπρίτη!»

Έγινε χαμός! Τα τέσσερα παιδιά έτρεξαν να πιάσουν την Πόπιτ, αλλά ο Πιπ έκανε μεταβολή κι έσπευσε προς βοήθεια του Μπάστερ, που τον είχε αρχίσει στις κλο- τσιές η

τρομαγμένη κυρία. Ήταν έξαλλη από θυμό.

«Τίνος είναι αυτό το σκυλί; Τι σας ήρθε να το δέσετε κάτω από το παγκάκι; Πού είναι η αστυνομία; Πού είναι το σκυλάκι μου;»

«Έλα τώρα, Γκλόρια, μη συγχύζεσαι» είπε ο κύριος που λεγόταν Μπιλ.

Κανείς δεν είδε το τρένο που μόλις είχε φτάσει, ούτε και τα τέσσερα παιδιά, απορροφημένα καθώς ήταν από την έγνοια τους για τον Μπάστερ και τη δύστυχη, κατα- τρομαγμένη Πόπιτ!

Δεν πρόσεξαν, λοιπόν, τον Φούσκα που κατέβηκε από το τρένο με τη μητέρα και τον πατέρα του – έναν Φούσκα ηλιοκαμένο και στρουμπουλό, προσωποποίηση της

υγείας! Εκείνος τους είδε αμέσως κι έμεινε έκπλη- κτος που ήταν τόσο απασχολημένοι ώστε να μην τον προσέξουν!

«Μητέρα, πάρτε εσείς ένα ταξί» είπε ο Φούσκας.

«Εγώ θα έρθω με τα παιδιά. Τους βλέπω όλους εδώ». Ο Φούσκας πλησίασε τον Πιπ, που ζητούσε συγγνώ-

μη από την κυρία και τον κύριο. Τώρα κρατούσε από το κολάρο τον Μπάστερ, που πάλευε απεγνωσμένα να του ξεφύγει. Άρχισε να γαβγίζει δυνατά, κι ύστερα ξέφυγε,

άξαφνα, από το χέρι του Πιπ.

«Ευτυχώς, υπάρχει κάποιος που με αναγνωρίζει!» ακούστηκε μια γνωστή φωνή. «Γεια σου, Μπάστερ!»

Τα τέσσερα παιδιά γύρισαν σαν ένας άνθρωπος μό- λις άκουσαν τη φωνή του. Η Μπέτι όρμησε πάνω στον Φρέντι με τόση φόρα, που παραλίγο να τον ρίξει κάτω!

«Φούσκα, γύρισες!»

«Έτσι φαίνεται!» είπε ο Φούσκας.

Ακολούθησαν αγκαλιές και φιλιά, ενώ ο Μπάστερ, απ’ τη χαρά του, είχε ξελαρυγγιαστεί να γαβγίζει. Χορο- πηδούσε με τόση επιμονή πάνω στα πόδια του Φούσκα, που

στο τέλος αναγκάστηκε να σκύψει και να τον σηκώ- σει στην αγκαλιά του!

«Τίνος είναι αυτό το σκυλί;» ρώτησε ο κύριος που λεγόταν Μπιλ. «Πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω τόσο κακομαθημένο ζώο. Έριξε κάτω τη γυναίκα μου και γέμισε

χώματα το πανωφόρι της! Α, να κι ο αστυφύλακας. Έλα εδώ, καλέ μου άνθρωπε. Θέλω να καταγγείλω αυτό το σκυλί. Είναι ανεξέλεγκτο, επιτέθηκε στο κανίς μας κι έριξε

κάτω τη γυναίκα μου!»

Είχε εμφανιστεί ο κύριος Γκουν, προς μεγάλη από- γνωση των παιδιών! Ήρθε στον σταθμό ν’ αγοράσει εφημερίδα, άκουσε τη φασαρία και βγήκε στην αποβάθρα να δει

τι συμβαίνει. Είχε πιασμένα τα μπατζάκια του με τα κλιπ του ποδηλάτου, και τα γουρλωτά μάτια του γυάλιζαν από ικανοποίηση.

«Είπατε ότι το σκυλί αυτό προέβη σε βίαιη επίθεση! Μισό λεπτό, κύριε, να το καταγράψω. Α, το σκυλί αυτό έχει καταντήσει μεγάλος μπελάς εδώ και πάρα πολύ καιρό! Χρόνια τώρα!»

Ο Γκουν έβγαλε το σημειωματάριό του κι έγλειψε το μολυβί του. Τι εύνοια της τύχης – μια σοβαρή καταγγε- λία για το αχώνευτο σκυλί!

Το τρένο βγήκε απ’ τον σταθμό, χωρίς κανείς να του δώσει σημασία. Ήταν όλοι απορροφημένοι από τη μι- κρή συντροφιά των παιδιών, γύρω από την οποία είχαν

σχηματίσει ένα πηγαδάκι οι μεγάλοι. Ο Μπάστερ πήδησε απ’ την αγκαλιά του Φούσκα μόλις είδε τον Γκουν, κι άρχισε να χοροπηδά χαρούμενα γύρω από τα πόδια του.

«Μάζεψε το σκυλί! Μάζεψέ το, σου λέω! Θα το ανα- φέρω. Θα…»

Ξάφνου, η γυναίκα τσίριξε.

«Αχ, η Πόπιτ μου! Τη φέρνει ο Λάρκιν. Νόμιζα ότι δεν θα εμφανιστείς εγκαίρως να πάρεις στο σπίτι την Πόπιτ, Λάρκιν!»

Ο Λάρκιν ήταν ένας μυστήριος τύπος, που περπατού- σε κυρτός κι έσερνε το ένα πόδι του, γιατί κούτσαινε. Έδειχνε ασουλούπωτος με το τεράστιο παλιό πανωφόρι του,

φορούσε ένα κασκόλ που έκρυβε το μισό του πρόσωπο και μια τραγιάσκα κατεβασμένη ως τη μύτη. Στην αγκαλιά του κρατούσε την Πόπιτ.

«Αυτός, πάλι, ποιος είναι;» ζήτησε να μάθει ο Γκουν, κοιτάζοντας απορημένος τον παράξενο τύπο που εμ- φανίστηκε από το πουθενά με την Πόπιτ αγκαλιά.

«Ο Λάρκιν, που μένει στο υποστατικό του Τάλι Χο, της έπαυλης που νοικιάζουμε» είπε η γυναίκα. «Του εί- παμε να έρθει στον σταθμό για να πάρει στο σπίτι την Πόπιτ.

Έχει αναλάβει να τη φροντίζει, αλλά δεν ήθελα ν’ αποχωριστώ την Πόπιτ μου ως την τελευταία στιγμή. Έτσι δεν είναι, χρυσούλι μου;»

Πήρε την Πόπιτ αγκαλιά και βάλθηκε να τη χαϊδεύει.

Πρόσθεσε, απευθυνόμενη στον Λάρκιν:

«Να την προσέχεις, ακούς; Και να θυμάσαι ό,τι σου είπα. Θα γυρίσω γρήγορα να τη δω. Πάρ’ την τώρα, πριν έρθει το τρένο και την τρομάξει».

Ο Λάρκιν απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας. Δεν είχε βγάλει λέξη. Το κανίς άλλαξε χέρια, σαν να ήταν κούκλα, και τώρα ήταν φωλιασμένο μες στο πανωφόρι του.

Ο Γκουν είχε αρχίσει να ανυπομονεί. Κρατούσε ακό- μη το σημειωματάριο στο χέρι. Τα παιδιά ήθελαν να το βάλουν στα πόδια, αλλά δεν τα έχανε στιγμή από τα μά- τια του.

«Και τώρα, μαντάμ» είπε ο Γκουν «σχετικά με το θέμα του σκυλιού, μου λέτε, σας παρακαλώ, το όνομα και τη διεύθυνσή σας, για να…»

«Α, να το τρένο μας!» αναφώνησε η γυναίκα, και αμέ- σως ο καημένος ο Γκουν παραγκωνίστηκε από τους φίλους του ζευγαριού, που το αποχαιρέτησαν με φιλιά, χειραψίες κι ευχές για καλό ταξίδι.

Ο κύριος και η κυρία επιβιβάστηκαν σε ένα βαγόνι και το τρένο ξεκίνησε, ενώ οι άλλοι τους αποχαιρετούσαν κουνώντας το χέρι.

«Να πάρει και να σηκώσει!» ξέσπασε ο Γκουν κλείνο- ντας νευριασμένος το σημειωματάριό του.

Κοίταξε ολόγυρα για τον Μπάστερ και τα παιδιά, μα είχαν γίνει καπνός!

 

 

Η Ένιντ Μπλάιτον γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 11 Αυγούστου του 1897. Θεω­ρείται μία από τις πιο αγαπημένες και πολυγραφότατες συγγραφείς παιδικών βιβλίων. Έγραψε πάνω από 700 βιβλία, τα οποία μεταφράστηκαν σε 90 γλώσσες, πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο και παραμένουν μέχρι σήμερα στις λίστες με τα πιο επιτυχημένα παιδικά βιβλία όλων των εποχών.

Εκτός από τις ιστορίες με περιπέτειες για παιδιά έγραψε τραγούδια, ποιήματα, θεατρικά έργα και ήταν υπεύθυνη λογοτεχνικών περιοδικών. Η σειρά Περιπέτεια περιλαμβάνει δέκα βιβλία. Το πρώτο, Περιπέτεια στο νησί, εκδόθηκε το 1944 και η σειρά ολοκληρώθηκε το 1955 με τον δέκατο τίτλο, Περιπέτεια στο ποτάμι.

Γενιές και γενιές έχουν μεγαλώσει με τα βιβλία της συγγραφέως, ενώ οι μαγικές και συναρπαστικές περιπέτειες που τόσα χρόνια πριν έγραψε εξακολουθούν να μαγεύουν τους μικρούς αναγνώστες μέχρι σήμερα.

Η Ένιντ Μπλάιτον πέθανε στο Λονδίνο στις 28 Νοεμβρίου του 1968.

 

                                                                                                                                      

 

Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά  την αγορά, να επισκέπτεται  οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.

Share With:
Rate This Article

jimbouzaras@gmail.com

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.