Emmett Dalton, Οι αδελφοί Ντάλτον – Σχολιάζει η ιστορικός – μουσικός Λεύκη Σαραντινού.
Emmett Dalton, Οι αδελφοί Ντάλτον
Ένα εξαιρετικά πρωτότυπο ανάγνωσμα, γραμμένο εν έτει 1918, ανασύρουν από τη λήθη οι εκδόσεις Πηγή και ο μεταφραστής στην ελληνική γλώσσα από την αγγλική, Βάιος Μπακαλούδης. Πρόκειται για την αυτοβιογραφία του Έμμεττ Ντάλτον, του μικρότερου από τους διαβόητους παράνομους της Άγριας Δύσης, γνωστούς στους περισσότερους από εμάς από τα κόμικ Λούκι Λουκ.
Ίσως η πλειοψηφία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού των Λούκι Λουκ των παιδικών μας χρόνων να μην γνωρίζει ότι οι αδελφοί Ντάλτον ήταν πραγματικά πρόσωπα με καταγωγή από το Μιζούρι που έδρασαν στην Άγρια Δύση τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Η οικογένεια Ντάλτον αριθμούσε, στην πραγματικότητα, όχι τέσσερα, αλλά δεκαπέντε αδέλφια, δέκα αγόρια και πέντε κορίτσια. Ο Έμμεττ εστιάζει σε κάποια στιγμιότυπα δράσης της συμμορίας, πως αυτή γεννήθηκε και πως οι ίδιοι κατέληξαν από εκπρόσωποι του νόμου να γίνουν διαβόητοι λήσταρχοι, γνωστοί κυρίως για τις ληστείες τρένων και τραπεζών.
Πρόκειται για μία ειλικρινή όσο και αυθόρμητη αφήγηση και για μία εκ βαθέων εξομολόγηση του επιζήσαντα αδελφού Έμμεττ μετά από την αποφυλάκισή του και αφού είχε εκτίσει ποινή δεκατεσσάρων ολόκληρων χρόνων. Η κομβική στιγμή στην ιστορία της συμμορίας ήταν η ληστεία σε δύο τράπεζες στο Κόφεϋβιλ του Κάνσας στις 5 Οκτωβρίου 1892. Από τα πέντε μέλη της συμμορίας, ο Έμμεττ ήταν ο μοναδικός επιζών εκείνης της, ατυχούς για τα μέλη της συμμορίας μέρας, παρά το γεγονός ότι δέχτηκε είκοσι τρεις σφαίρες. Οι Μπιλ Πάουερ, Μπομπ Ντάλτον, Ντικ Μπρόντγουελ και Γκρατ Ντάλτον ήταν οι έτεροι άτυχοι συν-εγκληματίες του Έμμεττ.
«Μην περιμένετε άψογη λογοτεχνία σε αυτό το βιβλίο, έτσι κι αλλιώς δεν του χρειάζεται»
Σπάνια συγγραφέας προβαίνει σε τέτοια ειλικρινή διατύπωση στο βιβλίο του. Με τη φράση αυτή ο συγγραφέας θέλει να διασαφηνίσει στον αναγνώστη ότι προτεραιότητά του δεν ήταν η συγγραφή λογοτεχνίας, αλλά, πρωτίστως, η καταγραφή των αληθινών γεγονότων, όπως και των κινήτρων που είχαν τα μέλη της οικογένειας Ντάλτον για να στραφούν στην παρανομία.
Ενδιαφέρουσες είναι, επίσης, οι κρίσεις που εκφέρει ο συγγραφέας σχετικά με την αμερικανική δικαιοσύνη και το σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα. Όσο για τα κίνητρα των αδελφών Ντάλτον, τέλος, σχετικά με το γιατί στράφηκαν τελικά στο έγκλημα, πολύ κατατοπιστική-αλλά και απρόσμενη για τους πολλούς ίσως- είναι η εξήγηση που μας δίνει ο συγγραφέας:
«Ο αγώνας μας δεν ήταν ενάντια στον ίδιο τον νόμο, αλλά ενάντια σε αυτούς που τον επέβαλαν. Σε εκείνες τις άγριες μέρες, αυτό που ξέραμε ως «νόμο και τάξη» ήταν απλώς η δωροδοκία και η διαφθορά μεταμφιεσμένη κάτω από το μανδύα του νόμου. Οι σιδηρόδρομοι «Καταπατητές», οι εταιρείες «Αρπακτικά» και οι τράπεζες «Μανιτάρια» ήταν οι ένοχοι για τα περισσότερα αδικήματα απ’ ότι όλοι οι κλέφτες και απατεώνες, που τρομοκρατούσαν όλη την άγρια Δύση μαζί. Η «τρομοκρατία» μας αυτή, σχεδόν ποτέ δεν ήταν εξατομικευμένη, αλλά πάντα ενάντια στο κατεστημένο, σε μια προσπάθεια μας να αποκατασταθεί ένα αληθινό ή φανταστικό αδίκημα».
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.