Το δέντρο και ο καρπός του – Γράφει η ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια Έλένη Περινού.
Η ποθούμενη εσωτερική κατάσταση «να αισθάνομαι καλά», «να είμαι καλά», είναι πρωταρχική ανάγκη στις μέρες μας, ίσως μια βασική προσδοκία του σύγχρονου ανθρώπου.
Τα δυσάρεστα συναισθήματα δεν τα θέλουμε, τα αποδιώχνουμε, και κινητοποιούμαστε για να ξαναβρούμε την ηρεμία, τη χαρά, τη γαλήνη.
Οι εντάσεις μας αποδιοργανώνουν, μας ταράζουν, η ψυχή φοβάται, αγωνιά, θλίβεται. Είναι σαν να σβήνει το φως που μας δείχνει το μονοπάτι της ζωής που ακολουθούμε. Δεν βλέπουμε πια το δρόμο… χανόμαστε.
Όταν θυμώνουμε, φοβόμαστε, στεναχωριόμαστε, ζηλεύουμε, είμαστε εμείς που βιώνουμε την ανισορροπία. Παρόλο που φαίνεται η πηγή της εσωτερικής μας διαταραχής να είναι εξωτερική –κάποιος απ’ έξω μας χαλάει την ηρεμία μας- στην ουσία εμείς είμαστε που επιλέγουμε να επιτρέψουμε στο εκάστοτε «δηλητήριο» να εισβάλλει μέσα μας. Αρνούμαστε πεισματικά (συνήθως ασυνείδητα) να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Αφήνουμε τον εαυτό μας έρμαιο στα κουτσομπολιά, στην μομφή, στην κατάκριση, στα χιλιάδες δηλητηριώδη «φίδια» του νου και της γλώσσας, είτε δικά μας, είτε των άλλων απ’ έξω. Δεν αφουγκραζόμαστε τον κακό λόγο,
δεν τον αναγνωρίζουμε καν.
Μας λέει ένας αγαπημένος φίλος κάτι που άκουσε για κάποιον άλλον και τις περισσότερες φορές έχει μομφή ο λόγος του, έχει κατάκριση ή ειρωνεία. Δεν το συνειδητοποιούμε και πέφτουμε στην παγίδα να συζητάμε ώρες μόνο αρνητικά πράγματα. Κι αφού δεν έχουμε την διαύγεια, την οξυδέρκεια και την εγρήγορση να αντιληφθούμε τον κακό λόγο, είναι αδύνατον να τον σταματήσουμε. Ο κακός λόγος πέφτει μέσα μας, στο δικό μας ψυχικό «έδαφος» και με το δικό μας «λίπασμα» βλασταίνει, βγάζει φύλλα και κλαδιά. Μέσα μας έχει φυτευτεί, επειδή εμείς το επιτρέψαμε. Ίσως μετά από χρόνια, να αντιληφθούμε από τους «καρπούς του» τι είδους δέντρο ήταν. Και ίσως τότε να χρειαστεί πολύ μεγάλη προσπάθεια για να το ξεριζώσουμε ή να το κάψουμε.
Πρόκειται για εμάς τους ίδιους. Πρόκειται για τη δική μας ζωή. Πρόκειται για τις ίδιες μας τις επιλογές.
Δεν αντιδρούμε παρά απέναντι στους άλλους εκεί έξω. Κι αυτό αντί να ξεριζώσει το «δέντρο», το ποτίζει για να μεγαλώσει κι άλλο, για να γεμίσει όλο τον εσωτερικό μας «κήπο».
Είναι η ανάγκη του «μικρού παιδιού» μέσα μας, που δεν έχει μεγαλώσει και κυρίως δεν έχει θεραπευτεί από τις πληγές της παιδικής ηλικίας, που μας οδηγεί να συμπεριφερθούμε με αυτόν τον ανώριμο τρόπο.
Όταν βρισκόμαστε σε μια θέση δυσαρέσκειας – κάποιος από το περιβάλλον, μας «προσβάλλει», μας επιτίθεται, ή τέλος πάντων δεν «πάει με τα νερά μας» – αυτόματα και ασυνείδητα, ενεργούμε με έναν τρόπο ώστε να μπορέσουμε να βγούμε από το δυσάρεστο συναίσθημα που νοιώθουμε. Να αισθανθούμε ανώτεροι σε σχέση με την αίσθηση κατωτερότητας που μόλις προηγουμένως βιώσαμε. Αυτός ο τρόπος τις περισσότερες φορές, είναι μια εξίσου προσβλητική απάντηση ή συμπεριφορά. Επιστρέφουμε με μένος τα «βέλη» που δεχτήκαμε.
Το μικρό παιδί όταν δεχτεί ένα χτύπημα από ένα άλλο, περνάνε μερικά δευτερόλεπτα να επεξεργαστεί το βίωμά του και στη συνέχεια η παιδική του διεργασία το καθοδηγεί να ανταποδώσει το χτύπημα, ή να βάλει τα κλάματα ζητώντας την βοήθεια του ισχυρού ενήλικα – γονέα. Αντιμετωπίζει μια επίθεση και ενστικτωδώς αντιδρά. Σε αυτή την παιδική διεργασία – συμπεριφορά, ως επί το πλείστον, βασίζεται το μοντέλο των κοινωνικών σχέσεων. Είναι σπάνιο να δει κανείς ενήλικα να μην εμπλέκεται σε διαδικασίες «μετωπικών συγκρούσεων» όπου το αποτέλεσμα είναι η πόλωση, η αποστασιοποίηση και βέβαια η μετέπειτα σχετική «λασπολογία» – κουτσομπολιό, ψάχνοντας συμμάχους στο βωμό του «εγώ είχα δίκιο κι ο άλλος άδικο».
Στην ουσία καθιστούμε υπεύθυνο τον άλλο για την δική μας δυσαρέσκεια, για την δική μας εσωτερική κατάσταση. Έτσι ανταποδίδουμε άμεσα και χωρίς σκέψη το «δηλητήριο» που ενδεχομένως εισπράξαμε στον άλλο. Αυτός ο τρόπος αντίδρασης είναι εγωκεντρικός, παιδικός, ανώριμος. Είναι ένας τρόπος που δεν βοηθάει την επαφή και την επικοινωνία, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος που είναι η λύση του προβλήματος –στην προκειμένη περίπτωση
να μειώσω και να εκμηδενίσω το δυσάρεστο εσωτερικό μου βίωμα
. Αντίθετα αυξάνει την εμπλοκή στη σχέση, μειώνει την αληθινή επαφή, δημιουργεί εχθρούς αντί για συμμάχους και διαιωνίζει το πρόβλημα.
Εμείς είμαστε που έχουμε την ευθύνη για τον εαυτό μας, γι’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε. Κανείς άλλος. Η επίγνωση, βασικός άξονας της αυτογνωσίας, στρέφει τον «προβολέα» της συνείδησης προς τα μέσα, στον ίδιο τον εαυτό με στόχο και σκοπό, την ολοκλήρωση, την αυτοπραγμάτωση, την ισορροπία, μέσα από «αυτοδιορθωτικές» παρεμβάσεις που άπτονται της βούλησης του ατόμου.
Η Ελένη Περινού ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Στυλίδα. Οι πρώτες της σπουδές στα ΤΕΙ Αθηνών την ώθησαν να ασχοληθεί αρχικά με την παιδαγωγική ως νηπιαγωγός, ενώ αργότερα τελειώνοντας το τμήμα ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου το ενδιαφέρον της στράφηκε στον τομέα της ψυχοθεραπείας. Το 2004 εγκαταλείπει την Αθήνα και επιλέγει να ζήσει μόνιμα στην ανατολική Κρήτη όπου και εργάζεται ως ψυχολόγος. Ξεκίνησε τη βασική της εκπαίδευση στο χώρο της ψυχανάλυσης, αλλά σύντομα άλλαξε κατεύθυνση ακολουθώντας άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Καθοριστική στάθηκε η θεραπεία Gestalt, που σημάδεψε την πορεία της και παραμένει ως τώρα κύριος άξονας δουλειάς μέσα στη θεραπευτική σχέση. Εκτός από την ατομική ψυχοθεραπεία, τη θεραπεία ζεύγους και την οικογενειακή συμβουλευτική, έχει οργανώσει ψυχοεκπαιδευτικά σεμινάρια, ομάδες αυτογνωσίας, μουσικοθεραπείας, ψυχολογικής στήριξης ατόμων με ανίατες νόσους και ομάδες γονέων. Παράλληλα είναι μουσικός, στιχουργός και τραγουδοποιός. Μέσα από την μακρά μουσική συμπόρευση με τον συνθέτη Χρίστο Τσιαμούλη, ο οποίος μελοποίησε στίχους της, τα τραγούδια της ερμηνεύτηκαν από γνωστούς καλλιτέχνες όπως η Λιζέτα Καλημέρη, ο Μανόλης Λιδάκης, ο Δημήτρης Μπάσης, η Σοφία Παπάζογλου, η Κατερίνα Παπαδοπούλου κ.ά. Η πρώτη της συγγραφική εμφάνιση έγινε το 2001 με το Best Seller: Σαν να σε ξέρω χρόνια από τις εκδόσεις Διόπτρα. Ακολούθησε το δεύτερο μυθιστόρημα από τις ίδιες εκδόσεις: Είμαι κι εγώ σαν κι εσένα.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.