Πως θα αγαπήσουν τα παιδιά μας το μάθημα της Ιστορίας; -Γράφει η Λεύκη Σαραντινού.
Πως θα αγαπήσουν τα παιδιά μας το μάθημα της Ιστορίας;
Όσοι από εμάς έχουν παιδιά σε σχολική ηλικία, αλλά και οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, πιθανότατα θα γνωρίζουν ότι ένα από τα μαθήματα που δυσκολεύει τα μάλα την πλειοψηφία των μαθητών στις μέρες μας είναι το μάθημα της Ιστορίας. Επιπλέον, ελάχιστα είναι τα παιδιά που αγαπούν αληθινά το συγκεκριμένο μάθημα, ενώ ακόμη και αυτά τα λίγα στα οποία αρέσει πραγματικά η Ιστορία ως μάθημα, συμφωνούν με τη θέση ότι δεν τους αρέσει καθόλου ο τρόπος με τον οποίο διδάσκεται η Ιστορία στα ελληνικά σχολεία σήμερα. Έτσι λοιπόν, είναι κοινός τόπος ότι τα παιδιά μας σήμερα δεν διαθέτουν τις απαραίτητες ιστορικές γνώσεις, ενώ απ’, ότι φαίνεται, τα πράγματα αντί να καλυτερεύουν, γίνονται διαρκώς χειρότερα σε ό,τι αφορά τις μαθησιακές ικανότητες των παιδιών. Πώς θα μπορέσουμε επομένως, τόσο ως γονείς, όσο και, κυρίως, ως εκπαιδευτικοί να εμφυσήσουμε στα παιδιά μας την αγάπη για το μάθημα της Ιστορίας, αλλά και για την ιστορική γνώση γενικότερα;
Η αλήθεια είναι ότι ενώ, σε επίπεδο πανελληνίων εξετάσεων, δίνεται αρκετό βάρος, τα τελευταία χρόνια, σε ερωτήσεις συνδυαστικές και «ερωτήσεις κρίσεως», στις προηγούμενες σχολικές τάξεις υπάρχουν ακόμη εκπαιδευτικοί και γονείς οι οποίοι, δυστυχώς, επιμένουν στην «από στήθους» εκμάθηση της Ιστορίας. Η περίφημη αυτή «παπαγαλία» και η στείρα απομνημόνευση ονομάτων και χρονολογιών είναι ο βασικότερος παράγοντας που κάνει τόσο μισητό το μάθημα της Ιστορίας στα παιδιά.
Με την «παπαγαλία» η βαθμολόγηση των γραπτών των παιδιών αναντίρρητα καθίσταται πολύ ευκολότερη για τους δασκάλους, γι’ αυτό και πολλές φορές προτιμάται. Από την άλλη, η δυσκολία των σημερινών παιδιών να εκφραστούν σήμερα γραπτώς με δικές τους λέξεις και φράσεις δίχως να παραλλάξουν το νόημα του μαθήματος της Ιστορίας, οδηγεί τους βαθμολογητές στη θέση ότι το μάθημα πρέπει να μαθαίνεται «απέξω» προκειμένου να μεταφέρεται αυτούσιο το νόημα του κειμένου. Πράγματι, σε αυτή την κατεξοχήν ηλεκτρονική εποχή, τα παιδιά μας είναι όλο και λιγότερο εξοικειωμένα με τον γραπτό λόγο και αδυνατούν να μεταφέρουν με σχετική, έστω, ακρίβεια το νόημα ενός κειμένου που μελετούν, αν δεν χρησιμοποιήσουν τις ίδιες ακριβώς λέξεις και φράσεις του.
Κι όμως, υπάρχουν σήμερα πάρα πολλοί τρόποι τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτικός προκειμένου να καταστήσει ευχάριστη τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας. Υπάρχουν, όμως, μία βασική προϋπόθεση γι’ αυτό: κανονικά η Ιστορία, ένα τεράστιο και εξαιρετικά ευρύ πεδίο γνώσεων, θα έπρεπε να διδάσκεται μονάχα από ιστορικούς και όχι από φιλολόγους ή οτιδήποτε άλλο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και η ίδια η Ελληνική Φιλολογία είναι ένας κλάδος που διαθέτει μία πληθώρα διδασκόμενων στα σχολεία αντικειμένων (Έκφραση-Έκθεση, Νεοελληνική Γλώσσα, Αρχαιοελληνική Γλώσσα, Αρχαιοελληνικά κείμενα σε μετάφραση, Νεοελληνικά Κείμενα, Λατινικά) και ότι οι φιλόλογοι στις σχολές τους δεν διδάσκονται σε όλα τα έτη των σπουδών τους πάνω από δύο ή τρία, μονάχα, μαθήματα Ιστορίας. Ο εκπαιδευτικός, όμως, ο οποίος επιλέγει να διδάσκει Ιστορία, οφείλει να γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα λέει το σχολικό βιβλίο και από όσα πρέπει να γνωρίζουν οι μαθητές του. Διαφορετικά, δεν θα μπορέσει να διδάξει σωστά το μάθημα. Ο διδάσκων της Ιστορίας, εκτός από άφθονες ιστορικές γνώσεις, θα πρέπει, επίσης, να μελετά διαρκώς Ιστορία προκειμένου να φρεσκάρει πάντα τις γνώσεις του και να ενημερώνεται συνεχώς για νέα ευρήματα που έρχονται στο φως και αλλάζουν, πολλές φορές τις παγιωμένες ιστορικές γνώσεις, οι οποίες πάντοτε δύναται να αναθεωρηθούν.
Με την παραπάνω θέση δεν υποστηρίζουμε, φυσικά, ότι δεν υπάρχουν σήμερα στα σχολεία μας και φιλόλογοι οι οποίοι διδάσκουν καλά την Ιστορία, ή ακόμη και καθηγητές άλλων ειδικοτήτων κάποιες φορές. Όσοι, όμως, το κάνουν αυτό με τρόπο επιτυχημένο είναι μόνο όσοι έχουν ασχοληθεί πολύ με το εν λόγω μάθημα και έχουν διαβάσει πάρα πολλή Ιστορία στη ζωή τους. Και αυτό για να καλύψουν το «κενό» των σπουδών τους στον συγκεκριμένο τομέα.
Από την άλλη, οι θέσεις ότι για όλα φταίνε τα σχολικά βιβλία, τα παιδιά, το σχολικό σύστημα, οι κρατικές παροχές, η διδασκόμενη ύλη και οτιδήποτε άλλο, είναι πέρα για πέρα εσφαλμένες. Ποτέ δεν υπήρξε εκπαιδευτικός ο οποίος ΘΕΛΕΙ να κάνει καλά τη δουλειά του και να τον εμποδίσουν οι συνθήκες-πέρα από το γεγονός ότι πάντα κάποια- ελάχιστα όμως- παιδιά δεν θα δείχνουν ενδιαφέρον για το μάθημά του γα διάφορους λόγους. Ο εκπαιδευτικός, λοιπόν, ο οποίος θέλει να κάνει καλά το μάθημα της Ιστορίας δεν πρόκειται ποτέ να βασιστεί σε ΕΝΑ μόνο βιβλίο για το θέμα το οποίο διδάσκει- και φυσικά στο σχολικό- ούτε και πρέπει να τον απασχολεί το γεγονός αν το βιβλίο «τα γράφει καλά» ή όχι, προκειμένου να τα διαβάσουν οι μαθητές. Ο καλός εκπαιδευτικός δεν διαβάζει ΠΟΤΕ το μάθημα της Ιστορίας στην τάξη μέσα από το σχολικό βιβλίο, μονάχα λέει στα παιδιά τι οφείλουν να υπογραμμίσουν από τα λεγόμενα του βιβλίου και σε ποια ακριβώς σημεία πρέπει να δώσουν βάση στη μελέτη τους. Επιπροσθέτως δίνει ΠΑΝΤΑ σχεδιάγραμμα του μαθήματος με τα κύρια σημεία, ενώ βάζει τα παιδιά να γράψουν πλαγιότιτλους σε κάθε παράγραφο του βιβλίου, προκειμένου να διευκολύνει το διάβασμά τους στο σπίτι- αν και τα νέα σχολικά βιβλία συνήθως διαθέτουν πλαγιότιτλους.
Επιπλέον, ακόμη κι αν δεν του παρέχεται από το κράτος, ο καλός εκπαιδευτικός οφείλει να χρησιμοποιεί δικό του υπολογιστή στο μάθημα της Ιστορίας προκειμένου να διδάσκει με πολύχρωμα power points, να δείχνει εικόνες από το διαδίκτυο και βιντεάκια από το u tube, τα οποία διατίθενται σε μεγάλη αφθονία για κάθε διδασκόμενο θέμα. Ο καλός διδάσκων της Ιστορίας οφείλει επίσης να εμπλουτίζει τη διδασκαλία του με την κατασκευή ιστορικών κουίζ, πολύχρωμων καρτελών και άλλων ιστορικών παιχνιδιών προκειμένου τα παιδιά να εμπεδώσουν καλύτερα το διδασκόμενο μάθημα.
Επομένως, ο δεκάλογος του καλού ιστορικού συνοψίζεται στα εξής:
1.Ο εκπαιδευτικός οφείλει να γνωρίζει εκατό, για παράδειγμα, πράγματα για το μάθημα της Ιστορίας που θα διδάξει, προκειμένου να πει στα παιδιά τα δέκα από αυτά και αυτά να μάθουν και να θυμούνται τελικά τα πέντε από αυτά.
- Χρησιμοποιεί ΠΑΝΤΑ στο μάθημά του πολύχρωμα power point που έχει κατασκευάσει ο ίδιος και τα οποία περιέχουν περισσότερες λεπτομέρειες από αυτές που θα πρέπει τελικά να θυμούνται τα παιδιά.
3.Μαθαίνει- από την ιστορική βιβλιοθήκη που πρέπει να διαθέτει κατ’ οίκον για να διδάσκει το συγκεκριμένο μάθημα, αλλά και από αξιόπιστα σάιτ του διαδικτύου- όσες περισσότερες «αστείες» πληροφορίες και γαργαλιστικές λεπτομέρειες για τα συμβάντα που διδάσκει, με έμφαση στην καθημερινή ζωή και την κοινωνική ιστορία, η οποία είναι πάντοτε ελκυστικότερη για τα παιδιά από την πολιτική ιστορία.
4.Δείχνει πάντοτε κάποιο βιντεάκι στο u tube στο τέλος του μαθήματος σχετικό με το μάθημα που δίδαξε.
5.Βάζει τα παιδιά να υπογραμμίσουν λέξεις-κλειδιά και σημαντικά σημεία στο σχολικό βιβλίο τους, τα βάζει να γράψουν πλαγιότιτλους και τους τονίζει ποια είναι τα σημαντικά σημεία του μαθήματος τα οποία πρέπει να θυμούνται.
6.Δίνει πάντα βοηθητικό δικό του σχεδιάγραμμα με τα κύρια σημεία του μαθήματος και φροντίζει πάντα να συνδέει το μάθημα της ημέρας με τα προηγούμενα και με αντίστοιχα γεγονότα στον υπόλοιπο κόσμο την ίδια χρονική περίοδο.
- Βάζει τα παιδιά κατά τη διάρκεια του μαθήματος να πουν το μάθημα με δικά τους λόγια, δίχως να παραλλάξουν το νόημά τους, προκειμένου να αποφύγουν την «παπαγαλία» στο σπίτι. Τα παιδιά πάντα πρέπει να ενθαρρύνονται να λένε το μάθημα με δικά τους λόγια και ποτέ χρησιμοποιώντας αυτούσιες λέξεις και φράσεις του βιβλίου-πλην ελάχιστων σημείων που η εκμάθηση κάποιων εννοιών ή λέξεων είναι αναπόφευκτη.
8.Δεν απλοποιεί ποτέ υπερβολικά το λεξιλόγιό του προκειμένου να γίνει κατανοητός, διότι έτσι το πρόβλημα του φτωχού λεξιλογίου των παιδιών διαιωνίζεται. Αντιθέτως, φροντίζει για την εκμάθηση κάποιων νέων λέξεων σχετιζόμενων με το μάθημα κάθε φορά και επεξηγεί προσεκτικά την έννοιά τους στο μάθημα.
- Χρησιμοποιεί την ομαδική Δημιουργική Γραφή στον ιστορικό χρόνο που διδάσκονται, ένα μάθημα που βοηθά τα παιδιά, αφενός να ψάξουν πληροφορίες και να χρησιμοποιήσουν λεξιλόγιο, αλλά και να μεταφερθούν νοερά στην ιστορική εποχή την οποία αφορά το μάθημά τους. Για παράδειγμα, αν κάποιος διδάσκει βυζαντινή ιστορία, στο μάθημα για τον Ιουστινιανό, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να γράψουν τα παιδιά ως εργασία ένα κείμενο σε πρώτο πρόσωπο για τη Στάση του Νίκα, από την πλευρά του Ιουστινιανού, της Θεοδώρας, των στασιαστών, του Βελισάριου κτλ.
- Η Ιστορία είναι ένα απέραντο πεδίο από μόνη της ως επιστήμη. Είναι αδύνατον για κάποιον να τα γνωρίζει και να τα θυμάται όλα, όσο κι αν έχει διαβάσει στη ζωή του. Ο καλός ιστορικός, όμως, ξέρει κάθε στιγμή ΠΟΥ μπορεί να βρει αυτό για το οποίο τον ρωτούν τα παιδιά και δεν έχει απάντηση στην παρούσα φάση. Επομένως, δεν φοβάται ΠΟΤΕ να παραδεχτεί ότι δεν γνωρίζει την απάντηση σε κάποια ερώτηση, αλλά, αντιθέτως, δεσμεύεται να ψάξει πληροφορίες για το συγκεκριμένο ζήτημα και να απαντήσει στους μαθητές του στο επόμενο μάθημα.
Ο πίνακας του θέματος είναι του Θεόδωρου Βρυζάκη, (1814-1878) “Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη Σημαία της Επανάστασης”, 1865.
Εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, την οποία θα πρέπει όλοι να επισκεφτούμε με την πρώτη ευκαιρία.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.
Σκοπός του βιβλίου είναι η αποτύπωση και η ερμηνεία των αποχρώσεων της βίας που εκδηλώθηκε την κατοχική περίοδο στη Δυτική Μακεδονία, με σημεία αναφοράς τις συνθήκες κατοχής, την αντίσταση, τις εθνοτικές συγκρούσεις και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ως «βία» μάλιστα δεν νοούνται μόνο οι δολοφονίες, αλλά και οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις, τα αντίποινα, η καταστροφή του παραγωγικού ιστού, ο στρεβλός επισιτισμός, και άλλα ανάλογα φαινόμενα. Γιατί η βία σε όλες τις εκφάνσεις της αποτελεί ιστορικό γεγονός, η νομιμότητα του οποίου απορρέει από την αντίληψή μας για τη νομιμότητα του κράτους ως θεσμού που την ασκεί ή εναντίον του οποίου τα υποκείμενα της βίας επαναστατούν. Και άρα, στην περίπτωσή μας, η νομιμοποίηση ή η καταδίκη της βίας που ασκήθηκε την περίοδο της κατοχής από τη μια ή από την άλλη πλευρά προϋποθέτει πρώτιστα την απάντηση στο ερώτημα ποιανού το συμφέρον υπηρετούσε το κατοχικό κράτος, το συμφέρον των κατακτητών ή αυτό των πολιτών. Τέλος πρέπει να τονιστεί ότι, κατά τη γνώμη μας, η δυναμική της κατοχικής περιόδου, ειδικά σε ό,τι αφορά στη Δυτική Μακεδονία, επιτάσσει την εκ προοιμίου καταγγελία όλων των πολιτικών προθέσεων που μπορεί να ελλοχεύουν πίσω από την έρευνα.
Η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου είναι πρωτοβάθμια Καθηγήτρια Ιστορίας στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και μητέρα δύο παιδιών. Από τις εκδόσεις Επίκεντρο κυκλοφορούν τα βιβλία της: Μέρες της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη (2013), Από τη Βάρκιζα στο Μπούλκες (2014), Αγάπη ή Τζιχάντ (2016) ενώ έχει συνεπιμεληθεί το συλλογικό τόμο Η Δυτική Μακεδονία: Από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος έως σήμερα (2014).
Η παρούσα μελέτη του Βούλγαρου ιστορικού Ιβάν Ίλτσεφ περιγράφει τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς που δημιούργησαν τα βαλκανικά κράτη, από τη σύσταση τους έως-και το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να επηρεάσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη – και ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή- για το δίκαιο των επιχειρημάτων και των αγώνων τους. Ο Ίλτσεφ χρησιμοποιεί ποικίλο αρχειακό υλικό και μια ογκώδη βιβλιογραφία, προκειμένου να ανασυνθέσει και να αναλύσει τους μηχανισμούς της προπαγανδιστικής τακτικής. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τους πακτωλούς χρημάτων που διέθεσαν οι ενδιαφερόμενοι, τόσο προς το εσωτερικό όσο και προς το εξωτερικό, προκειμένου να συγκροτήσουν ομάδες που θα διάκειντο φιλικά προς τις απόψεις τους, αποτελούμενες από πολιτικούς, διπλωμάτες, ιστορικούς, γεωγράφους, δημοσιογράφους. Μυστικά κονδύλια από τα εκάστοτε Υπουργεία Εξωτερικών χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί ο προσεταιρισμός σημαντικών προσώπων που επηρέαζαν την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και διαμόρφωναν την κοινή γνώμη στις ξένες πρωτεύουσες, καθώς και ο συντονισμός της δράσης οργανώσεων φοιτητών και σωματείων αποδήμων και προσφύγων. Ιδιαίτερα μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και κατά τη διάρκεια της Ανατολικής Κρίσης ο αγώνας εντάθηκε.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας: «Θλιβερό ήταν το αποτέλεσμα της προπαγάνδας στα Βαλκάνια. Οι προπαγανδιστές, στην πραγματικότητα, βάθαιναν το χάσμα ανάμεσα στους λαούς. Υπερέβαλαν και καθιέρωναν τα ήδη υπάρχοντα αρνητικά στερεότυπα.
Εν ονόματι των εθνικών συμφερόντων των χωρών τους, έτσι όπως τα κατανοούσαν οι ίδιοι, επίμονα, ακούραστα, δουλεύοντας ατέλειωτες ώρες, μακριά από το βλέμμα της κοινωνίας, έκοβαν και το πιο αδύναμο και ευαίσθητο γεφυράκι προς την αμοιβαία συνεννόηση. Αυτός συνιστά έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους της προπαγάνδας στην εξωτερική πολιτική. Γιατί οι σπόροι, σπαρμένοι πριν δεκαετίες, δίνουν δηλητηριώδεις καρπούς και τώρα, ενώ η βία ρίχνει τη βαριά σκιά της.»
Από τη δολοφονία που πυροδότησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την εθνική σύγκρουση που συγκλόνισε τη Σερβία, τη Βοσνία και την Κροατία, τα Βαλκάνια έχουν αποτελέσει το χωνευτήρι του 200ύ αιώνα, τον τόπο όπου η τρομοκρατία και η γενοκτονία έγιναν για πρώτη φορά πολιτικά εργαλεία. Αυτή η συναρπαστική και συχνά ανατριχιαστική ταξιδιωτική περιγραφή αποκρυπτογραφεί πλήρως τα αρχαία πάθη και τα αχαλίνωτα μίση των Βαλκανίων σε όσους βρίσκονται απ’ έξω. Γιατί καθώς ο Robert D. Kaplan ταξιδεύει στις εκκλησίες με τον παλλόμενο διάκοσμο και στις καταθλιπτικές φτωχογειτονιές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, μας επιτρέπει να δούμε την ιστορία της περιοχής ωζ μια παραμόρφωση ταυ χρόνου όπου ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς γίνεται η μετενσάρκωση ενός Σέρβου μάρτυρα του 14ου αιώνα, όπου ο Νικολάε Τσαουσέσκου αποκαλείται «Drac», ή «Διάβολος» και όπου η κάποτε Σοβιετική Ένωση αποδεικνύεται άτι αποτελεί μια συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
«Με ισχυρά επιχειρήματα … το πιο οξυδερκές και επίκαιρο έργο για τα Βαλκάνια μέχρι σήμερα».
Boston Globe