HomeΓύρω από ένα βιβλίοΣυνεντεύξειςΣτρουμπούλη Αγνή – “Ο Δέντρος” – Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο – Ρωτά ο Μπουζάρας Δημήτρης.

Στρουμπούλη Αγνή – “Ο Δέντρος” – Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο – Ρωτά ο Μπουζάρας Δημήτρης.

Στρουμπούλη Αγνή – “Ο Δέντρος” – Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο – Ρωτά ο Μπουζάρας Δημήτρης.

 

Τί ήταν το πρώτο που γράψατε και ποια ανάγκη σας οδήγησε στη γραφή;

Το πρώτο που έγραψα ήταν ένα μικρό τοσοδά παραμύθι, σε μια εικόνα:

Όταν βγήκε ο ήλιος, έλαμψε η δροσοσταλίδα στο πέταλο μιας ανεμώνας. Η ανεμώνα γύρισε και κοίταξε κατάματα τον ήλιο και η μικρή σταγόνα του πρωινού άρχισε να κυλάει χωρίς σταματημό στο πράσινο χορτάρι. Σ’ ένα σημείο βρήκε χώμα και τη ρούφηξε· χάθηκε. Δεν ήταν όμως μόνο μια δροσοσταλίδα, ήταν το δάκρυ μιας ανεμώνας.

Ήμουν έφηβη.

Ποιο παραμύθι αφηγηθήκατε στη πρώτη σας αφήγηση σε κοινό, ποιοι αποτελούσαν το κοινό και ποια τα συναισθήματα της πρώτης αφήγησης;

Ξεκίνησα στο Ραδιόφωνο, θέλοντας ν’ αποφύγω την αμηχανία της παρουσίας μου μπροστά σε κοινό. Επειδή όμως ήταν για τους Έλληνες εκτός Ελλάδος, τα έγραφα σε στούντιο, για να μεταδίδονται σε διαφορετικές ώρες στις διάφορες Ηπείρους. Έτσι δεν είχα την αίσθηση της ανάσας του κοινού, που έχεις στις ζωντανές Εκπομπές.

Η πρώτη μου παράσταση ήταν Κυριακή μεσημέρι, σ’ ένα μικρό θέατρο της Αθήνας, γιατί τότε δεν υπήρχε αυτό το είδος όπως σήμερα, που αφηγούμαστε ΠΑΝΤΟΥ.

Στο κοινό υπερτερούσαν οι μεγάλοι, από περιέργεια, από συμπαράσταση, από ενδιαφέρον.

Το θέατρο κατάμεστο, όρθιοι, διώχνανε κιόλας. Εγώ είχα δουλέψει πολύ, λατρεύω τα παραμύθια, οπότε πατούσα σε στέρεο έδαφος!

Η προσήλωση του κοινού ήταν τόση, που ενώ βρισκόμουν μες στην εικόνα του παραμυθιού κι έβλεπα την επόμενη που ερχόταν… πρόλαβα να νοιώσω και να σκεφτώ ότι οδηγώ το κοινό όπου θέλω. Ήταν σαν ένας φαρδύς διάδρομος, μια στεγνή κοίτη ποταμού μπροστά μου που τους οδηγούσε από τις θέσεις τους σ’ εμένα κι εμένα σ’ εκείνους. Δεν μεσολαβούσε τίποτα, κανένα εμπόδιο στη Συνάντησή μας.

Αυτή η καταπληκτική εμπειρία σφράγισε το ξεκίνημα το 1996.

Τα παραμύθια ήταν ο Γαβριήλ ο μυλωνάς και η κυρα – Μαριά από τη Θράκη και ο Σιμιγδαλένιος από τη Σκύρο. Υπήρχε κι ένα τρίτο, αλλά δεν μου ‘ρχεται τώρα στο μυαλό…

Γιατί επιλέξατε το λαϊκό παραμύθι ως μέσο για να ερμηνεύσετε τη ζωή;

Το ποιος διάλεξε ποιον δεν το ξέρω με σιγουριά. Νομίζω ότι όταν καταλαβαίνεις τον εαυτό σου βρίσκεσαι ήδη σε κάποιο μονοπάτι. Πολλές φορές δεν το αναγνωρίζεις, ή πριν το αναγνωρίσεις καλά καλά ωθείσαι «βίαια», από εξωγενείς συνήθως παράγοντες, ν’ αλλάξεις  μονοπάτι.

Εμένα για κάποιο λόγο ήταν τόσο έντονη η κλήση της ψυχής μου, που κατάφερα να μπω σε πολλά και διάφορα μονοπάτια, μέχρι να βρω τα παραμύθια, ν’ αναγνωρίσω ότι αυτό το βλέμμα, αυτήν την ανάσα αναζητούσα – κι ήμουνα 43 χρόνων- οπότε μπορούσα πια να εμπιστευτώ και τον εαυτό μου σ’ αυτό το συναπάντημα.

Το λαϊκό παραμύθι έχει στον τρόπο που βλέπει τα πράγματα την καθαρότητα και την εμπιστοσύνη ενός παιδιού. Αποδέχεται τις αντιφάσεις της ζωής, χωράει ΟΛΑ τα χαρακτηριστικά χωρίς να τα κρίνει –αφήνει εσένα που το ακούς να κρίνεις, δηλαδή να ωριμάζεις – και τέλος σε διαβεβαιώνει ότι η δράση οδηγεί σε νέες πάντα ισορροπίες, γιατί πάντα θριαμβεύει η ζωή Ζωή!

Μιλάει μόνο με εικόνες, άρα παρακολουθεί τη ζωή μόνο με αίσθημα, κι όχι με εγκεφαλικές επεξεργασίες.

Η ζωή δεν ερμηνεύεται, είμαστε πολύ περιορισμένοι μπροστά στη δική της πολυμορφία, για να καταφέρουμε να την ερμηνεύσουμε… Κι ας υπάρχουν τόσες φιλοσοφικές, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές, εθνολογικές και άλλες και άλλες  …επιστημονικές  προσεγγίσεις. Οι οποίες «χρησιμοποιούν» το παραμύθι, αλλά δεν το εξαντλούν  γιατί το παραμύθι υπερβαίνει όλες τις επιστημονικές πειθαρχίες. Μέσα στον μεταφορικό – ποιητικό λόγο του σπαρταράει σύσσωμη η ζωή.

Κι ακόμα σαν γλώσσα, ανάσα, τρόπο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά που από πάντα βλάστησαν και θέριεψαν σ’ αυτόν τον τόπο. Είναι όλοι οι πρόγονοι, όλο το φως, όλοι οι καημοί και οι λαχτάρες που ζητούν να ενσαρκωθούν μέσα απ’ το δικό μου σώμα, καθώς αφηγούμαι. Άρα είναι μια ατέλειωτη ανακάλυψη, μια συνεχής συγκρότηση και αναγνώριση της ταυτότητάς μου.

Που βρίσκεται η Αγνή Στρουμπούλη κατά τη διάρκεια της αφήγησης;

Βρίσκομαι ΟΛΟΚΛΗΡΗ μέσα στο παραμύθι. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Ούτε πιο σημαντικό, ούτε πιο επείγον, ούτε πιο συναρπαστικό.

Βέβαια όταν λέω μέσα στο παραμύθι, συμπεριλαμβάνονται και οι άνθρωποι που εκείνη την ώρα το μοιραζόμαστε.

Τι σας γοητεύει στην αφήγηση;

Ότι  με απαιτεί ΟΛΟΚΛΗΡΗ! Και μέσα από τη φωνή, το παλλόμενο σώμα οι λέξεις γίνονται παρουσίες δυνατές, εκρηκτικές!

Ότι μπορεί ν’ αρπάζει  κάθε έναν από το κοινό και να τον αφυπνίζει στα μύχια της καρδιάς του! Δηλαδή να συμβαίνει η μέθεξη, η κοινωνία.

Αυτό μπορεί να γίνει με την αφήγηση, όταν παραδίδεσαι στο  παραμύθι και δεν σε απασχολεί ΚΑΘΟΛΟΥ ο εαυτός σου.

Αμέτρητες παραστάσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, ποιο είναι το πολυτιμότερο που κερδίσατε από αυτές;

Όλοι διψάμε να μαγευτούμε. Να έχουμε την εμπειρία της ενότητας [του χρόνου, της ύπαρξής μας, των αισθημάτων μας…]. Έχει κατατμηθεί η ψυχή μας και δεν λυτρώνεται με ερμηνείες, αλλά με βαθειά τέρψη.

Το πιο πολύτιμο λοιπόν είναι ότι ήρθαν πολλοί άνθρωποι να μου μιλήσουν και η φωνή τους, το βλέμμα τους, η αγκαλιά, ο λυγμός τους με βεβαίωναν ότι «η βαθειά τέρψη» είχε συμβεί.

Το βιβλίο σας «Ο δέντρος» παραμύθια λαϊκά με δέντρα και φυτά, κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Σε μια εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση, επιλέξατε 36 +1 λαϊκά παραμύθια. Γιατί επιλέξατε τα συγκεκριμένα παραμύθια για τη συλλογή σας; Γιατί παραμύθια μόνο με  δέντρα και φυτά;

Ε, αυτό όπως λέω και στην Εισαγωγή του βιβλίου είναι ένα εκδοτικό παιχνίδι. Βάζεις ένα θέμα για να κινήσεις πάλι το ενδιαφέρον, την περιέργεια. Το θέμα στα λαϊκά παραμύθια είναι μια σύμβαση, μιας και ο λόγος τους δεν είναι κυριολεκτικός, όπως ο επιστημονικός λόγος…

Τα παραμύθια της προφορικής παράδοσης είναι ένα πυκνό σώμα μνήμης γεμάτο μυστικά, που όσο τους παραχωρείσαι, τόσο σου αποκαλύπτονται.

Έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή που τα παραμύθια λέγοντα και μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα. Από τότε έχουμε αλλάξει και όλοι εμείς. Έχει αλλάξει η κοινωνία μας έγινε περισσότερο κατά το κοινώς λεγόμενο «πολιτισμένη». Σε αυτή την πολιτισμένη κοινωνία λοιπόν που πάτησε σε άλλο άστρο και ξεπέρασε τα ανθρώπινα όρια κυριαρχούν ακόμη οι αξίες που τα λαϊκά παραμύθια μεταφέρουν· σέβεται αυτή κοινωνία την ιερότητα κάθε ύπαρξης;

Σήμερα στην καθολική εκκοσμίκευση του βίου μας, έχουν εξαφανιστεί οι τελετουργίες που μεταλαμπάδευαν το μυστήριο, την ιερότητα του γεγονότος ζωή. Σήμερα τα ιερά μυστήρια έχουν καταντήσει κοσμικές εκκωφαντικές συνάξεις όπου η φωτογράφιση και η βιντεοσκόπηση έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Οι τελετουργίες στα σημερινά τους απομεινάρια, έχουν καταντήσει τουριστικό φολκλόρ.

Έχουν υποβιβαστεί οι αισθήσεις και τα αισθήματά μας.

Έτσι έχουν ακόμη περισσότερη σημασία τα παραμύθια, που μπορούν ν’ αποκαταστήσουν εν μέρει και την τελετουργία και την ιερότητα.

Αρκεί, εμείς οι αφηγητές να τα υποστηρίζουμε γι αυτό το ταπεινό – πολύτιμο που είναι κι όχι να τους βάζουμε δεκανίκια δήθεν τάχαμου παιδαγωγικών ή ψυχοθεραπευτικών κ.λπ. ικανοτήτων! Ας αφήσουμε στους παιδαγωγούς τα παιδαγωγικά, στους θεραπευτές τις θεραπείες κι ας προσφέρουμε την Τέρψη! Δεν είναι λίγο…

Τι μεταφέρει, τι προσφέρει στο μικρό ακροατή που ενδεχομένως δεν θα λάβει από το μοντέρνο παραμύθι;

Το παραμύθι της προφορικής παράδοσης φέρει τη συσσωρευμένη σοφία της κοινωνίας που το μοιράζεται. Με απλό και παιγνιώδη τρόπο καταπιάνεται με σκοτεινές και άρρητες πλευρές του εαυτού μας και της ζωής κι έτσι βοηθάει το παιδί, αλλά και τον ενήλικο ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του , να ονομάσει τα αισθήματά του και άρα να ωριμάζει στη ζωή. Να εννοεί και να χωράει μέσα του την πολυμορφία της ζωντάνιας. Πολλές φορές οι κοινωνικοί κανόνες δεν βοηθούν τη συνύπαρξή μας, γιατί ενώ φτιάχτηκαν γι αυτό, παγιώνονται σε καταστολή της ίδιας της ζωής αποπροσανατολίζοντας την ίδια την αναζήτηση.

Τα λαϊκά παραμύθια είναι προφορική Ποίηση χωρίς υπογραφή. Δηλαδή δημιούργημα πολλών, πάρα πολλών ανθρώπων.

Τα μοντέρνα παραμύθια γράφονται, λείπει η ανάσα της άμεσης απεύθυνσης, υπόκεινται στους νόμους του γραπτού λόγου, οπότε στοχεύουν πιο πολύ στη σκέψη παρά στην αίσθηση.

Όλα έχουν το χρόνο τους και τη θέση τους. Όμως ένα μικρό παιδί λειτουργεί περισσότερο με τις αισθήσεις και την φαντασία του.

Αδύνατο να εξηγήσουμε μέσα από λίγες γραμμές τη γοητεία που ασκούν και σήμερα οι φαινομενικά απλοϊκές ιστορίες των λαϊκών παραμυθιών, επιδέχονται  πολλές ερμηνείες και αναγνώσεις;

Ναι! είπαμε ότι είναι ένα πυκνό σώμα μνήμης, που αν γοητευθεί κανείς και «ανοίξει» να το πάρει, ανάλογα με την ηλικία, την εκπαίδευση, την ευαισθησία του ή τι τον απασχολεί, θα κατασταλάζει σε νοήματα μέσα στο χρόνο.

Θεωρείτε πως έχασε και αν ναι τι είναι αυτό, όταν το παραμύθι πέρασε από το προφορικό λόγο στο γραπτό.

Έχασε την αμεσότητα, τη σωματική επικοινωνία – με το βλέμμα, τη χειρονομία, τη μυρωδιά, την αφή, το χάρμα της ακρόασης του μουσικού λόγου… – αυτόν το ζωντανό αλληλοεπηρεασμό του πομπού και του ή των αποδεκτών του.

Το ενδιαφέρον για το παραμύθι σε ένα κόσμο με επιστημονικά επιτεύγματα ένα κόσμο που ριζικά έχει αλλάξει είναι για πολλούς δύσκολο να εξηγηθεί. Εσείς πώς το εξηγείτε;

Θαυμαστά τα επιστημονικά επιτεύγματα, αλλά ως τώρα δεν έχουν θεραπεύσει αυτά που σπαράσσουν την ψυχή μας. Είναι άλλου είδους, άλλης συχνότητας, άλλης υφής… Παραμυθία θα πει παρηγορία. Αυτό προσφέρουν τα παραμύθια.

Αν και εξακολουθεί να ζει το λαϊκό παραμύθι μέσα από ανθρώπους που αγαπούν την αφήγηση και γνωρίζουν την αξία της, βρίσκεται σε οριακό επίπεδο, εάν εκλείψει όλο αυτό  τι θα χαθεί;

Αλλάζουν οι αντιλήψεις μας, δεν αλλάζει όμως τόσο εύκολα ο πυρήνας μας.

Όπως είπα κάποτε: «Η γλώσσα παραδίδεται κι όσο ανασαίνουμε μιλάμε. Κάποιες γεωμετρίες χάνονται στη ζωή μας. Χάνουμε την αφή του κύκλου, το οικογενειακό τραπέζι, τον κύκλο γύρω από τη σόμπα… πολλούς καθημερινούς κύκλους που κάνουν το χρόνο παιχνίδι της σχέσης. Σήμερα ο χρόνος ως χρήμα ορίζει τα πάντα και καταντάμε ταλαίπωρες κάθετες μοναδούλες»

Ως προφορικό δημιούργημα έχει πολλές εκδοχές διότι υπόκειται στη διαδικασία της παράλλαξης, χάνει μέσα από αυτή τη διαδικασία η κερδίζει και τι κατά τη γνώμη σας;

Αυτή η πορεία του παραμυθιού, μέσα από τους λαϊκούς παραμυθάδες ήταν κάτι φυσικό. Σήμερα αυτοί που αφηγούμαστε δεν είμαστε λαϊκοί παραμυθάδες. Το σώμα και η ψυχή μας γαλβανίστηκαν από ένα σωρό ετερόκλητα ξένα στοιχεία, οπότε θέλει γερή σμίλη για να σπάσουμε την κρούστα και να αγγίξουμε πυρήνες. Θέλει χρόνο, θέλει επιμονή, θέλει «υποταγή» στο πρωτογενές υλικό, να βαπτισθούμε γερά μέσα σ’ αυτό.

Μύθοι και παραμύθι, βίοι παράλληλοι η ταυτόσημοι;

Οι άνθρωποι από την ώρα που αρθρώνουν αφηγούνται. Είναι μια βαθειά ανάγκη. Κάποτε ήταν οι μύθοι αργότερα τα παραμύθια, στα οποία, αφού ο προφορικός λόγος δεν διακόπτεται, αναγνωρίζει κανείς τις ίδιες εικόνες ή με άλλα λόγια τα ίδια στημόνια πάνω στα οποία υφαίνονται τα νεοελληνικά παραμύθια.

Μπορούμε όλοι να αφηγηθούμε; Απαιτούνται ιδιαίτερα χαρίσματα; Πρέπει οι γονείς να αφηγούνται στα παιδιά τους;

Ο Louis Carol, ο συγγραφέας της «Αλίκης στη Χώρα των θαυμάτων» λέει πως η αφήγηση είναι το χάρισμα της αγάπης.

Μπορεί λοιπόν κανείς να σου δείξει πώς να εκφράζεις την αγάπη σου;

Η «εκπαίδευση» σ’ αυτόν τον χώρο είναι όπως με τους παλιούς μαστόρους.

Μιμείσαι, κλέβεις τους τρόπους τους και συγχρόνως ανακαλύπτεις τους δικούς σου. Σήμερα έχουμε πολύ σφιγμένο σώμα, μικρή ανάσα, φυλακισμένη φωνή.

Η «εκπαίδευση» συνίσταται κυρίως στο ν’ ανακαλύψουμε το δικό μας τρόπο, να χαλαρώσουμε το σφίξιμο, να «μυριστούμε» το ήθος δηλαδή τον τρόπο των παππούδων μας που εκφράζονταν κι επικοινωνούσαν μόνο με τον προφορικό λόγο: τραγούδια, νανουρίσματα, μοιρολόγια, λαχνίσματα, γλωσσοδέτες… και πολλά άλλα, όλα παιγνιώδη· μια πλήρης ανατροπή, γελοιοποίηση της σοβαροφάνειας που μας έχει πνίξει!

Πρέπει να επεμβαίνουμε στο λαϊκό λόγο κατά τη διάρκεια της αφήγησης με το σκεπτικό το παραμύθι να είναι προσιτό όσον αφορά την κατανόηση του από τους νεότερους, η πρέπει να σεβόμαστε το αδιαίρετο της γραφής και του περιεχομένου του;

Ο Μιχάλης Μερακλής, μαθητής του Γεωργίου Μέγα και μέγας μελετητής των λαϊκών παραμυθιών, λέει πως στα λαϊκά παραμύθια η μορφή ταυτίζεται με το περιεχόμενο. Συμφωνώ ΑΠΟΛΥΤΑ.

Το ύφος «μιλάει», ο φθόγγος δημιουργεί κραδασμό, δηλαδή συγκίνηση, το νόημα έπεται. Τα παραμύθια μιλούν με τη γλώσσα της καρδιάς, τον σπλαχνικό λόγο. Αν τα πεις αλλιώς, λες άλλο πράγμα.

Η εικονογράφηση βάζει όρια στη φαντασία του παιδιού;

Εξαρτάται από την εικονογράφηση. Όταν είναι υπαινικτική μπορεί να δώσει φόρα στην φαντασία. Αντιθέτως όταν είναι φλύαρη δεν αφήνει χώρο στη φαντασία του παιδιού ή την χειραγωγεί με τρόπο ευνουχιστικό.

Ζούμε για ένα παραμύθι, μήπως γιατί η πραγματικότητα ποτέ δεν είναι αρκετή;

Η πραγματικότητα περικλείει το παραμύθι αλλά ζητάμε από το παραμύθι να μας μάθει να τη ζούμε και να γευόμαστε τους καρπούς της.

Ως αναγνώστρια ποιες είναι οι επιλογές σας;

Λαϊκά παραμύθια, Μυθολογία, Λογοτεχνία, Ποίηση, Αλληλογραφίες, Ημερολόγια, Αυτοβιογραφίες, Μελέτες γύρω από την προφορικότητα των λαών κ. ά.

Προτείνετε μου τρία λαϊκά ,τρία μοντέρνα παραμύθια και τρία βιβλία από τη βιβλιοθήκη σας;

  • Ο δέντρος, Ο Τσυρόγλες, Ο Πολυροβιθάς.
  • Τότσιγια και Ωμ του Μιχάλη Μακρόπουλου, Στο Ηφαίστειο της Χριστίνας Φραγκεσκάκη,  μυζήθρα ζυμήθρα του Παναγιώτη Κουσαθανά.
  • Η δύναμη του Μύθου του Joseph Campbell, Ο άλλος Λευκάδιος Χερν της Κλαίρης Παπαπαύλου, Ιστορίες απ’ όλον τον κόσμο μου της Παυλίνας Μάρβιν.

 

Περιγράψτε την Αγνή Στρουμπούλη με πέντε  επίθετα.

Ορμητική, ανήσυχη, ανεξημέρωτη, μοναχική. Το πέμπτο είναι όλα τ’ άλλα επίθετα μαζί.

Τι ετοιμάζετε για το μέλλον;

Λόγια κυματούντα  Αφηγήσεις με φωνή και βιολοντσέλο, με τον Σταύρο Παργινό, στο Μουσείο Νεώτερης Κεραμικής στο Θησείο.20, 27/1 και 3/2 /2019 στις 7 το βραδάκι.

 

Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά  την αγορά, να επισκέπτεται  οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.

 

 

Share With:
Rate This Article

jimbouzaras@gmail.com

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.