Μόσχοβη Ματίνα – “Βαλσαμών” – Εκδόσεις Άρμός – Ρωτά ο Μπουζάρας Δημήτρης.
Κυρία Μόσχοβη το «Βαλσαμών» δεν είναι η πρώτη σας συγγραφική απόπειρα, έχετε γράψει ποίηση ,θεατρικά έργα, έχετε λάβει μέρος σε συλλογικές εκδόσεις, έχετε διασκευάσει έργα για το θέατρο. Αυτή τη φορά όμως επιλέξατε να εμφανιστείτε με ένα παραμύθι, το οποίο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός. Για ποιους λόγους επιλέξατε να διηγηθείτε ένα παραμύθι, να μεταφέρετε τα μηνύματα αυτά ενώ κάλλιστα θα μπορούσατε να τα πείτε μέσω ενός διηγήματος; Θεωρείτε πως το παραμύθι έχει περισσότερη δύναμη, αμεσότητα, ενέργεια;
Το ουσιαστικό: «παραμύθι», παράγεται από το αρχαίο ρήμα παραμυθέομαι- ούμαι που σημαίνει παρακινώ, παρηγορώ, ανακουφίζω. Είναι αυτό που ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης θα κλείσει στους στίχους του: « Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι για να τ΄ ακούς γλυκότερα»
Εκείνο το συστατικό όμως που μου φαίνεται απαράμιλλο στα παραμύθια, είναι η απελευθέρωση από κάθε είδους σύμβαση, χωροχρονική π. χ. ή των δεσμεύσεων εκείνων που μας επιβάλλει αυτό που ονομάζουμε «πραγματικότητα».
Στο παραμύθι, το υπερφυσικό και το μαγικό αποτελούν το φυσικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο δομείται η όποια πλοκή. Ένα άλλο στοιχείο που μου φαίνεται εξόχως συναρπαστικό, είναι πως έχεις την δυνατότητα να ενώσεις ό,τι στην συμβατική ζωή είναι φαινομενικά χωρισμένο. Μια ενοποιός δύναμη, η φαντασία, ο εκθαμβισμός και η πρόθεση του συγγραφέα, μπορούν να άρουν κάθε νόμο διαχωρισμού.
Η συγγραφή λοιπόν ενός παραμυθιού, εμπεριέχει την ελευθερία που συναντάμε στα ενύπνια όνειρά μας. Και σε άλλα βιβλία μου ενυπάρχει αυτή η αναζήτηση της άρσης των «συμβατικών» τρόπων θέασης και διατύπωσης των ανθρώπινων πραγμάτων. Όχι γιατί κόπτομαι για τους νεωτερισμούς, όσο διότι θεωρώ πως «το να μιλάς σημαίνει να ενεργείς», το μαθαίνουμε από το θέατρο αυτό, με άλλα λόγια; όπως «δεν ταιριάζει κάθε λέξη σε κάθε στόμα» έτσι και κάθε συγγραφικό αποτύπωμα δεν εγγράφεται με τον ίδιο τρόπο στην ψυχοσύνθεση του κάθε αναγνώστη. Ο συγγραφέας λοιπόν «οφείλει» να καταστήσει όσο το δυνατόν πιο εναργές και αληθές το αποτύπωμά του για την γιορταστική συνάντηση με τον αναγνώστη. Εξ΄ άλλου όπως λέει και ο πρόλογος στον Βαλσαμών: «ο άνθρωπος είναι ον μυθοδίαιτο, δηλαδή τρέφεται με μύθους, μυθολόγο δηλαδή του αρέσει να λέει μύθους και μυθοποιητικό δηλαδή αγαπά να φτιάχνει μύθους.»
Παραμυθία σημαίνει παρηγοριά, μπορεί όμως το παραμύθι που έρχεται από την αρχή του χρόνου, που γεννήθηκε από τους πρώτους ανθρώπους που σήκωσαν το ανάστημα τους στη ζωή, που ίσως είχαν στα χέρια τους ξύλα ,κόκκαλα και προβιές για να τους προστατεύουν από τα στοιχεία της φύσης, να παρηγορήσει τον σύγχρονο άνθρωπο, να του δώσει κάτι σημαντικό;
Μολονότι ο άνθρωπος έχει φτάσει, αν όχι σε ασύλληπτα, πάντως σε δυσύλληπτα επιτεύγματα: τεχνητή νοημοσύνη, μελέτη άλλων πλανητών, κορυφαίες ανακαλύψεις. Μολονότι είναι αξιοθαύμαστα «πολύμητις», χαρακτηρισμός του Όμηρου για τον Οδυσσέα, είναι δηλαδή επινοητικός, πολυμήχανος, πολύπειρος, ενώ έχει σωρεύσει τόση γνώση, δεν έχει επίγνωση των ορίων του. Μέσα του, εξακολουθούν να επιζούν αρχέγονοι φόβοι, πλάνες, φενάκες, που μπορεί να αποβούν ολέθριες. Δυσαρμόνιες δυνάμεις τον κρατούν δέσμιο. Κατακερματισμένος, φίλαυτος, αυτοθεώνεται και ταυτοχρόνως άγχεται και καταθλίβεται σε έναν κόσμο που μοιάζει να «χορεύει» πάνω από το μηδέν. Επιδιώκει να ελευθερωθεί και μάλλον υποδουλώνεται. Παραμυθία η τεχνολογία ή ο τεχνομεσσιανισμός, που θα επιλύσει δήθεν όλα του τα προβλήματα, που θα αναχαιτίσει τον ρόλο του Τυχαίου, του αρνητικού Αναπάντεχου. Παραμυθία ότι δήθεν επιλέγει αυτός τα πάντα. Παραμυθία η λέξη «απόλαυση», πως ήρθε δήθεν σ΄ αυτόν τον κόσμο μόνον για να «απολαμβάνει». Αυτά είναι μερικά είδη της μετανεωτερικής παραμυθίας μας. Όμως μαζί με αυτά, υπάρχει και η έντεχνη παραμυθία της τέχνης και των παραμυθιών, δεν γνωρίζω αν αυτή η παμπάλαια παραμυθία έχει να προσφέρει κάτι σημαντικό, όμως θα παραπέμψω σε μια φράση του Σαίξπηρ που συχνά με βγάζει από την δύσκολη θέση – αστειεύομαι φυσικά- τέλος πάντων! Η περίφημη φράση λέει: «η τέχνη δεν είναι για τους πολλούς ούτε για τους λίγους αλλά για τον καθένα χωριστά.» Ο καθένας λοιπόν παίρνει ό,τι μπορεί, ό,τι θέλει, ό,τι αντέχει, εάν θέλει και εάν αντέχει.
Ζώντας πλέον σε μια κοινωνία μεταθρησκευτική, μια κοινωνία ορθολογική και γνωρίζοντας εξ αρχής πως θα διαβάσουμε μια μυθοπλασία, παρόλα αυτά, όχι μόνο θέλουμε να τη διαβάσουμε, αλλά μαγευόμαστε, μπαίνουμε στο σκηνικό, ταυτιζόμαστε με τους ήρωες, τη ζούμε με κάθε κύτταρο μας, ταξιδεύουμε και περνάμε καλά; Πως είναι δυνατόν να γίνεται κάτι τέτοιο;
Σε μια περίφημη φράση της Ποιητικής του, ο Αριστοτέλης λέει «χαίρειν τοις μιμήμασι πάντας».
Είναι εγγενής στον άνθρωπο η δυνατότητά του να χαίρεται με τα δημιουργήματα της τέχνης. Είναι σύμφυτη η ικανότητά μας για αισθητική συγκίνηση.
Ο μετανεωτερικός κόσμος έχει διογκώσει την έρριζη αντιφατικότητα του ανθρώπου, έχω την εντύπωση. Διακατεχόμαστε από την τάση να διαζευγνύουμε έννοιες που είναι σφιχταγκαλιασμένες. Δεν είμαστε ή ορθολογικοί ή ενστικτώδεις, δεν είμαστε ή καλοί ή κακοί, συγκατοικούν μέσα μας όλες οι δυνάμεις και αναμετρώνται και διαλέγονται και οδυνούν κάθε στιγμή, και αυτό είναι που καθιστά τον άνθρωπο ευέλικτο στο να αφοπλίζεται μπροστά σ΄ ένα έργο τέχνης για να εξοπλίζεται ίσως με νέο τρόπο. Να ανανεώνει τους δεσμούς του με την ζωή, την ευθραυστότητά της, την ωραιότητά της, την ιερότητά της.
Το παραμύθι σας πραγματεύεται τη ζωή, μιλά για το αναπάντεχο, τη μαγεία που κρύβει μέσα της, για το θνητό της ανθρώπινης ύπαρξης, για τις αξίες της, τη διττή φύση του ανθρώπου, το καλό και το κακό, την αέναη μάχη τους, τη δύναμη των λέξεων «υπόσχεση». Μιλά ακόμη για τα μυστικά της «βολικό να κυβερνάς βλάκες». Μιλά για ένα σωρό ακόμη αλήθειες της. Με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης θέλοντας και μη, εμπλέκεται, παίρνει θέση, προβληματίζεται, αναρωτιέται, συμφωνεί ή διαφωνεί. Αυτός θεωρώ πως ήταν ένας από τους στόχους που θέσατε εξ αρχής, να εμπλακεί δηλαδή αναγνώστης. Ποιος κατά τη γνώμη σας είναι ιδανικός αναγνώστης, ο ιδανικός θεατής μιας θεατρικής παράστασης; Πως κάποιος μπορεί να γίνει; Θα έπρεπε αυτός να είναι ο πρωταρχικός σκοπός του καθένα μας και για ποιους λόγους;
Ο Βαλσαμών, ξεκίνησε με μια ευτυχή συνοδοιπορία. Η φίλη και συνεργάτιδα Χρύσα Φιλάου, η οποία έχει μελοποιήσει και τα τραγούδια του, δασκάλα και μουσικός (στο Κολλέγιο Αθηνών) έθεσε στα παιδιά της πέμπτης Δημοτικού τον Βαλσαμών, ως το παραμύθι εκείνο με το οποίο θα συνεργάζονταν ομαδικά υπό την καθοδήγησή της. Τον διάβασαν, τον προσέγγισαν, ζωγράφισαν τους ήρωες και έγραψαν τις εντυπώσεις τους. Από αυτή την εμπειρία θα σας μεταφέρω μερικές σκέψεις.
Ιδανικός αναγνώστης, θεατής, ακροατής, είναι εκείνος που είναι διατεθειμένος να προβεί σε μιάν έξοδο από το εγώ του. Είναι εκείνος που δεν φοβάται να κινηθεί από – προς. Να μετατοπιστεί δηλαδή. Είναι εκείνος που δεν αντιμετωπίζει με εμπάθεια το κάθε έργο. Που δεν λέει στο έργο: «κάτσε εσύ, εγώ θα σου πω! εγώ ξέρω!» Που δεν αισθάνεται εχθρικά αν συναντά μια λέξη, μια έννοια, μια πληροφορία την οποία δεν γνωρίζει, αλλά χαίρεται να μαθαίνει και να συνομιλεί με το έργο. Είναι ανοιχτός. Δεν επιθυμεί να φέρνει τα πάντα προς το εγώ του, αλλά τολμά να κινηθεί εκείνος, ενεργητικά, προς το έργο, σαν να επρόκειτο να δεξιωθεί έναν υψηλό καλεσμένο. Ανεξάρτητα από το αν θα κρατήσει μια σχέση ζωής με αυτόν τον καλεσμένο ή δεν θα τον ξαναδεί ποτέ.
Στον μετανεωτερικό κόσμο η αυτοαναφορικότητα, η αυτονηματοδότηση, ο αυτοπροσδιορισμός, είναι η συνήθης κατάσταση και αυτή καθορίζει την σχέση μας με την φύση και τους άλλους. Αυτή η θεοποίηση του ατόμου- καταναλωτή, χρήστη, παθητικού δέκτη, με τα ατελεύτητα δικαιώματα αλλά τις μηδαμινές ή ανύπαρκτες υποχρεώσεις, «σαβανώνει την διάνοια» όπως έλεγε ένας σπουδαίος συγγραφέας. Ιδεώδης αναγνώστης εν τέλει, είναι εκείνος που δεν φοβάται να τείνει το χέρι του στο ήδη απλωμένο χέρι του συγγραφέα.
Το έργο σας «Βαλσαμών» είναι ένα παραμύθι, που έχει θεατρικά στοιχεία, δημιουργεί εικόνες ,έχει πολύ φιλοσοφία, ποιητικό τόνο και μουσικότητα .Εντυπωσιακό επίσης είναι πως όλα αυτά τα στοιχεία παντρεύονται αρμονικά και δημιουργούν ένα σύνολο άρτιο, προσφέροντας στον αναγνώστη μια ιστορία κλασσική -με τη έννοια του δεν μπορώ να αφαιρέσω, δεν μπορώ να προσθέσω τίποτα. Τι είδους αποτέλεσμα είναι περισσότερο; Δουλειάς; Ταλέντου; Γνώσεων; Αγάπης; Έμπνευσης; Επίσης, θα ήθελα να μου πείτε ποσό εύκολο ήταν να συνδυασθούν όλα αυτά τα στοιχεία και εάν προβληματιστήκατε για κάποιο σημείο της πλοκής ή για κάποιο ήρωα.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την ευμένεια και την γενναιοδωρία με την οποία διαβάσατε τον Βαλσαμών.
Μέλημά μου ήταν η αποφυγή απλουστεύσεων χωρίς να χαθεί η προφορικότητα, η φυσικότητα καταστάσεων, σχέσεων και προσώπων. Και ακόμη, καμία γλωσσική έκπτωση η οποία δήθεν θα καθιστούσε πιο «βατή» για τα παιδιά την ανάγνωση του παραμυθιού.
Γενικότερα μιλώντας, έχω διαπιστώσει πως τις περισσότερες φορές η τάση για «ευκολία» στην παιδεία, είναι άκρως ανθυγιεινή προϊόντος του χρόνου, για το πνεύμα των παιδιών και των νέων μας. Αντίθετα, κάθε φορά που ο δάσκαλος, ο καθηγητής, αποφασίζει να μαχηθεί με σθένος, ζέση και έμπνευση για τα ζώπυρα της γλώσσας μας, τα παιδιά κάτι κερδίζουν, με πιθανότητες να στερεώσουν μέσα τους, όρθια ψυχή, δηλαδή ελεύθερη και υπεύθυνη συνείδηση.
Εξαιρετικές εικόνες κοσμούν το παραμύθι και μας ταξιδεύουν στα αναγνώσματα της παιδικής μας ηλικίας. Έχει ειπωθεί πως η χρήση της εικόνας βάζει «φραγμούς» στη φαντασία, συμφωνείτε με αυτό;
Εξαρτάται, όταν δεν εναρμονίζονται λόγος και εικόνα αλλά ανταγωνίζονται, τότε ίσως να μπαίνει «φραγμός» στην φαντασία του αναγνώστη.
Με τον ζωγράφο Γιώργο Λαμπράκη, ο οποίος φιλοτέχνησε τα έργα που κοσμούν το βιβλίο, συζητήσαμε εκτενώς για το τι θέλαμε. Συναποφασίσαμε να κινηθούμε σε ένα πλαίσιο που δεν θα εικονοποιεί ας πούμε τα ρομπότ του θείου Τάταν, τα οποία επειδή θέλουν να μοιάσουν στους ανθρώπους αλληλοεξοντώνονται, ούτε την μάχη με τα πολεμικά πιάνα, ή τον τρομερό Εμάρ, μαχητή, αντεραστή του Ρόδιου και εκπρόσωπο του κακού. Οι εικόνες της περιπέτειας οι πλέον θεαματικές, μένουν στην εικονοποιητική διάθεση του αναγνώστη. Απλώς, με φειδώ «παίξαμε» κι εμείς λίγο, για το πώς βλέπουμε μερικούς από τους κεντρικούς ήρωες, π. χ τον Βαλσαμών, την Αρουρού, τον Αξολότλ, τον Τάταν.
Πως μπορεί μια ιστορία που ενώ δεν είναι αληθινή να κουβαλά μέσα της τόση αλήθεια;
Είναι στην φύση της τέχνης να λαφυραγωγεί από την πραγματικότητα την αλήθεια. Να δημιουργεί κόσμο, κόσμημα δηλαδή, από το χάος.
Τα παραμύθια είναι παρεξηγημένα από αρκετούς γονείς. Κάποιοι δεν διαβάζουν στα παιδιά παραμύθια θεωρώντας πως πρόκειται για ανούσιες και κενές μηνυμάτων ιστορίες. Ιστορίες ελαφρές, που δεν έχουν να δώσουν στα παιδιά τίποτα άλλο πέρα από την τέρψη και επιλέγουν να μιλήσουν στα παιδιά εκείνοι για τη ζωή. Τι θα προτείνατε σε αυτούς τους γονείς; Θα πρέπει να δώσουν το λόγο στον ειδικό, δηλαδή τα παραμύθια, να τα εμπιστευτούν;
Κατανοώ τους φόβους που εμπεριέχονται σε μια τέτοια στάση. Το πρώτο που θα ήθελα να θυμίσω είναι πως υπάρχει Τέχνη επειδή υπάρχει θάνατος. Το δεύτερο είναι πως ο βίος έχει ως θηλυκό την βία.
Ό,τι υπάρχει εκτός: στην ιστορία του ανθρώπου, υπάρχει και εντός: στο εσωτερικό τοπίο του κάθε ανθρώπου. Πώς μπορεί ένας γονέας να εξηγήσει σε ένα παιδί: την αρρώστια, την αδικία, την αποτυχία, την διάψευση, και τον θάνατο; Πώς μπορεί να εξηγήσει το παράλογο και το ευμετάβολο των ανθρώπινων πραγμάτων; Όλοι θα θέλαμε να εξορίζαμε μια για πάντα το κακό από προσώπου γης. Αλλά αυτό μέχρι τώρα δεν έχει επιτευχθεί.
Το τρίτο που θα ήθελα να θυμίσω είναι ένας Αισώπειος μύθος «Το παιδί και το ζωγραφισμένο λιοντάρι». Σ΄ αυτή την αλληγορία θα μπορούσε κανείς να δει εκτός των άλλων, τις συνέπειες του φόβου και της υπερπροστασίας.
Μήπως θα έπρεπε ωστόσο, πριν από όλα, ως κοινωνία να επανεξετάσουμε την επίδραση του διαδικτύου στα παιδιά και στους εφήβους, πριν καταδικάσουμε ελαφρά τη καρδία, τα παραμύθια; Και ας μην ξεχνάμε:
η Τέχνη είναι η πιο δοκιμασμένη θεραπεύτρια. Είναι η στοργική, η μελιχρή μητέρα που μας μαθαίνει να αγωνιζόμαστε στο στάδιο όπως οι αθλητές. Δεν αποκρύπτει ό,τι δυσαρεστεί ή πονά, αλλά αποκαλύπτει εκπαιδεύοντας μας την αξία της αντοχής, της προσπάθειας και το νόημα της μάχης.
Έχει ειπωθεί από κάποιους πως εισάγονται μέσω των παραμυθιών στερεοτυπικοί χαρακτήρες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται στα παιδιά το υπόβαθρο για την δημιουργία γενικεύσεων οι οποίες είναι όχι μόνο λανθασμένες αλλά και άδικες, συμφωνείτε;
Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα με περισσότερο αυτοκριτικό πνεύμα, θα παρατηρήσουμε πως τόσο συνολικά όσο και ατομικά, είμαστε γεμάτοι από στερεότυπα, από ψευδοαξιώματα. Αυτό το διαπιστώνουμε κυρίως όταν βάλλονται προσωπικές μας πεποιθήσεις, ιδέες, αντιλήψεις και φαντασιώσεις μας. Αλλά ας σκεφτούμε:
Τα βασικά χρώματα είναι τέσσερα. Όμως αρκεί να παρατηρήσει κανείς το άπειρο χρωματικό μεγαλείο στην ζωγραφική για να διαπιστώσει το θαύμα της μείξης. Ο Ιπποκράτης διέκρινε τέσσερις βασικούς τύπους ανθρώπων. Όμως αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι στα 7,8 δισεκατομμύρια ανθρώπων πάνω στη γη κανείς δεν έχει το ίδιο δακτυλικό αποτύπωμα με τον άλλον. Τι θέλω να πω; ο Μικρός Πρίγκιπας είναι μοναδικός, Το κοριτσάκι με τα σπίρτα είναι μοναδικό, Η Πεντάμορφη και το Τέρας είναι μοναδικοί και και… παρότι, αν βλέπαμε με εξειδικευμένο μάτι θα αναγνωρίζαμε μόνιμα μοτίβα στην κάθε μοναδικότητα. Το κρίσιμο σημείο είναι να μη ξεχνάμε πως επειδή προχωρεί η επιστημοσύνη μας λύθηκε και το μυστήριο άνθρωπος. Και οι σημαντικοί συγγραφείς το πραγματώνουν αυτό με τρόπο θαυμαστό ο καθένας.
Θεωρείτε πως το παραμύθι θα συνεχίσει να ταξιδεύει στο διηνεκές; Αν ναι, για ποιους λόγους; Πού βρίσκει την καύσιμη ύλη, τη δύναμη; Πώς καταφέρνει να αλλάζει, να μεταμορφώνεται, να προσαρμόζεται; Μήπως αυτό είναι ένα από τα μυστικά της επιβίωσης του; Η προσαρμογή;
Ποιος μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα. Η προσαρμογή είναι μια φυσική επιλογή. Αν θα κρατήσουμε τα ευγενή μας μέταλλα ως είδος, αν δεν κακοφορμίσει ακόμη περισσότερο η αστοχία μας: η πλεονεξία, η αποστροφή και η αυταπάτη, τότε ίσως και το παραμύθι να συνεχίσει να αποτελεί έναν αρμό στην αυτεπίγνωση μας.
Είναι δύσκολη η τέχνη του παραμυθά; Τι χρειάζεται περισσότερο κατά τη γνώμη σας;
Μου περιποιείτε τιμή να με ρωτάτε σαν να είμαι ειδικός του παραμυθιού. Μα δεν είμαι. Η καταγωγική μου ρίζα είναι η ποίηση. Ή για να παραλλάξω μία φράση ενός αγαπημένου φιλοσόφου «Εγώ είμαι της ποιήσεως μετά συγχωρήσεως.»
Τι ετοιμάζετε για το μέλλον;
Ολοκληρώνω ένα νέο έργο με τον τίτλο, Αηδονία.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.