Μόρνα – Π. Παντολέων – Εκδόσεις Γκοβόστης – Σχολιάζει ο Κώστας Α. Τραχανάς.
«Μόρνα» Π. Παντολέων Εκδόσεις Γκοβόστης
2024 σελ.403
Μια ιστορία αληθινή, ένας τόπος υπαρκτός, γεγονότα αδιαμφισβήτητα.
Το χωριό ονομαζόταν Μόρνα που σημαίνει «Σκοτεινός τόπος» και σήμερα ό,τι έχει απομείνει ονομάζεται Σκοτεινά Πιερίας και είναι ακατοίκητο. Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου. Ο Όλυμπος (Όλυμπος) δεν είναι μόνο το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας αλλά και μια από τις πιο σημαντικές τοποθεσίες στην ελληνική μυθολογία και ιστορία. Βρίσκεται στην Πιερία, στη βόρεια Ελλάδα, φτάνει σε ένα τεράστιο ύψος 2.917 μέτρων (9.570 πόδια) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, αποτελώντας ένα φυσικό σύνορο μεταξύ των περιοχών της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Οι μαγευτικές κορυφές του βουνού, που συχνά καλύπτονται από ομίχλη, τιμούνταν από τους αρχαίους Έλληνες ως το σπίτι των 12 Ολύμπιων θεών, συμπεριλαμβανομένων του Δία, της Ήρας, του Ποσειδώνα και της Αθηνάς. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο Όλυμπος ήταν ένα θεϊκό βασίλειο, απρόσιτο από τους θνητούς, όπου οι θεοί κρατούσαν δικαστήρια και έλεγχαν τις τύχες τόσο των ανθρώπων όσο και των θεών. Η πολιτιστική σημασία του βουνού λοιπόν δεν συνδέεται μόνο με τους μύθους αλλά και με τον εξέχοντα ρόλο του στη θρησκευτική και πνευματική ζωή της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας.
Ατελείωτοι μύθοι, δοξασίες και όλων των ειδών οι προκαταλήψεις έχουν γραφεί, διαδοθεί και επιβιώσει ανά τους αιώνες ενισχύοντας την αίσθηση ότι στη συγκεκριμένη περιοχή και μέσα στην απαράμιλλη φυσική ομορφιά του τοπίου, συμβαίνουν πολύ περισσότερα…
Η τοποθεσία του χωριού Μόρνα είναι η πιο απρόσιτη, δύσβατη και με τη λιγότερη έκθεση στο ηλιακό φως και είναι πραγματικά απορίας άξιο γιατί επέλεξαν να χτίσουν το χωριό τους εκεί,το 1850.
Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους σε μια νύχτα.
Οι 400 κάτοικοι το 1915 απασχολούνταν στο ξυλουργικό εργοστάσιο που επεξεργαζόταν εξαιρετικής ποιότητας οξιές, είτε σαν υλοτόμοι, είτε στις διαδικασίες επεξεργασίας και μεταποίησης και στο ορυχείο γαιάνθρακα.
Το 1942 τρεις Γερμανοί αξιωματικοί και ένας ιερέας μπήκανε στο ορυχείο και από τότε χάθηκαν τα ίχνη τους.
Το 1967 οι μισοί κάτοικοι φύγανε μια μέρα γιατί κάτι είδανε την νύχτα, τα Γκουλαγκούδια και ακούσανε περίεργους ήχους από το ποτάμι, σαν τραγούδια και ομιλίες από γυναικείες φωνές, οπότε φοβηθήκανε και πήγανε σε δέκα χιλιόμετρα μακριά και κτίσανε καινούργιο χωριό, τα Φωτεινά.
Οι υπόλοιποι κάτοικοι εγκατέλειψαν ξαφνικά τα σπίτια τους μέσα σε μια νύχτα. Δεν πήρανε μαζί τους τίποτα. Ξαφνικά μέσα σε ένα βράδυ εξαφανίστηκε από το χωριό κάθε ίχνος ζωής. Το περίεργο είναι ότι δεν έμεινε πίσω κανένα σημάδι για το τι μπορεί να έχει συμβεί. Χαθήκανε μια νύχτα με σκοτάδι πνιχτό, βαθύ και απόλυτο. Η ομίχλη ενίσχυε την επιβλητικότητα του τοπίου. Επικρατούσε απαράμιλλη σιωπή. Δεν ακουγόταν ήχος από κανένα σκυλί ή άλλο ζώο ή άλλος ήχος του δάσους, ούτε ξερά φύλλα που πέφτουν. Εξαφανίστηκαν και όλα τα ζώα: κότες, κόκορες, σκύλοι, γάτες, γουρούνια, πρόβατα, βοοειδή μαζί με τους ιδιοκτήτες τους. Δεν ακούγεται καν ήχος από πουλιά από τα τριγύρω δέντρα. Τίποτα. Σιγή. Στο χωριό επικρατεί μια νεκρική σιωπή και πλήρης ακινησία. Το χωριό χαρακτηρίζεται ως εγκαταλελειμμένο.
Υπάρχει κάτι σκοτεινό και απόκοσμο στη Μόρνα. Η Μόρνα πλέον μετονομάστηκε σε Σκοτεινά Πιερίας και συνεχίζει να είναι έρημη και απομονωμένη και να ζει πάνω στα ερείπια του παρελθόντος. Μέχρι και σήμερα το χωριό είναι ακατοίκητο, έχει μηδέν κατοίκους.
Όταν πέσει η νύχτα το τοπίο αποκτά μια άγρια, τρομακτική εικόνα και οι τοπικοί θρύλοι ζωντανεύουν. Χωρίς να κάνεις κάτι…Απλά τους νιώθεις τριγύρω σου… Είναι λογικό, θα πει κάποιος, ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η φαντασία οργιάζει και η παραμικρή λεπτομέρεια κάνει τα μικρά να φαίνονται μεγάλα και τους θορύβους απειλητικούς. Οι αντανακλάσεις τώρα είναι σκιές που κόβουν την ανάσα, τα μονοπάτια μοιάζουν να οδηγούν στο πουθενά και οι ήχοι των ζώων αντηχούν σαν κάτι απόκοσμο.
Στη σύγχρονη εποχή πέντε εργαζόμενοι (η Αλεξάνδρα, ο Κώστας, ο Άγγελος, η Ματίνα και ο Τάσος) στην εταιρεία ξυλείας Modern Wood Applications SA της Αθήνας, παίρνουν την εντολή για ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Μόρνα-Σκοτεινά Πιερίας με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας, χρησιμοποιώντας την πολύ καλή οξυά της περιοχής και το παλιό εργοστάσιο ξυλείας.
Όταν φθάνουν στο Φωτεινό για να πάρουν προμήθειες, μαθαίνουν ότι το χωριό που πάνε να εγκατασταθούν για πέντε μέρες είναι καταραμένο, κάτι ανατριχιαστικό συμβαίνει και έχει μια κακή ενέργεια. Δεν δίνουν σημασία στα λόγια των χωρικών.
Όταν φτάνουν στη Μόρνα νιώθουν και οι πέντε ένα περίεργο συναίσθημα, που προέρχεται από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, την ομίχλη, το σκοτάδι, το δάσος τριγύρω και την όλη σιωπή. Εντοπίζουν σε ένα σπίτι, στο γεφύρι και στο παλιό εργοστάσιο ξυλείας τρεις πινακίδες που γράφουν Κίνδυνος-Θάνατος…
Θα συναντήσουν ένα κάτοικο στη Μόρνα, τον Θωμά, που έρχεται από το Φωτεινό κάθε πρωί και επιστρέφει με τη δύση του ηλίου. Στο χωριό του τον θεωρούν τρελό, αλλά δεν ξέρουν γιατί δεν έχουν δει, αυτός που έχει δει ξέρει την αλήθεια. Η αλήθεια, τους λέει, θα σας λυτρώσει. Μην μείνετε το βράδυ γιατί όταν η ομορφιά αγκαλιάσει τη νύχτα η παγωμένη δέσμη φωτός μέσα στο σκοτάδι θα δείξει το δρόμο. Η ατραπός θα αποκαλυφθεί και η ώρα της κρίσης θα έχει φτάσει. Αλίμονο στους μιασμένους…
Το πρώτο βράδυ μάλιστα οι πέντε συνεργάτες θα δούνε σε ένα σκοτεινό κτήριο να ξεπροβάλλει απότομα μια φιγούρα ντυμένη στα μαύρα με κατάλευκο πρόσωπο και κενά μαύρα μάτια, που σε τρία δευτερόλεπτα εξαφανίζεται. Οι γυναίκες τρομάζουν ότι είδαν κάποιο φάντασμα. Τώρα καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά εκεί. Συγκεντρώνονται γύρω από τη φωτιά που ανάψανε κοντά στις σκηνές που στήσανε, για να κοιμηθούνε το βράδυ. Όλοι αρχίζουν να φοβούνται. Η απόλυτη σιωπή τους τρομάζει.
Την επόμενη βραδιά ο Κώστας ακούει ακατάληπτες φωνές σαν γυναικεία γέλια από τη μεριά του ποταμού. Πλησιάζει αργά προς την όχθη και βλέπει ένα παράξενο θέαμα : έξι γυμνές γυναίκες χόρευαν και γελούσαν. Είναι οι Νύμφες, τα γκαλουγκάδια. Το θέαμα τον μαγνήτιζε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κουνηθεί. Σαν μαγεμένος πλησιάζει προς τις γυναίκες, αυτές τον καλωσορίζουν και του λένε ότι αν θέλεις να μας κάνεις παρέα θα μείνεις για πάντα εδώ!! Την ίδια στιγμή όλα τα πρόσωπα και των έξι γυναικών μετατράπηκαν από πανέμορφα σε τρομακτικά, με άγρια κατάμαυρα μάτια και κοφτερά δόντια. Τα γέλια τους είχαν μετατραπεί σε μοχθηρά, τσιριχτά και τρομακτικά.Ο Κώστας φεύγει γρήγορα να ενημερώσει και τους άλλους.
Ενώ την ημέρα εξετάζουν το εργοστάσιο,αν μπορεί να ξαναλειτουργήσει, το βράδυ αποφασίζουν να μένει ανά δύο ώρες κάποιος σκοπιά, γύρω από τις σκηνές. Η απόλυτη σιωπή με το κατάμαυρο σκοτάδι και την κατά τόπους ομίχλη δυσχέραινε περισσότερο την ατμόσφαιρα. Το βράδυ που φυλάει σκοπιά ο Τάσος ακούει κλάματα μωρού από ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, όταν μπαίνει στο σπίτι και πάει να πλησιάσει την κούνια του μωρού, νιώθει πάνω στο δεξιό του ώμο να τον πιάνει ένα μαλλιαρό χέρι με γαμψά νύχια, πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει βρίσκει τον εαυτό του ξανά πίσω στις σκηνές χωρίς να καταλάβει πώς και γιατί βρέθηκε εκεί.
Αντιλαμβάνονται ότι ο χρόνος δουλεύει σε άλλη διάσταση, περάσανε και οι πέντε σε άλλη διάσταση, η πυξίδα δεν δουλεύει, υπάρχει στη Μόρνα μια μαγνητική ανωμαλία η οποία διαστέλλει το χρόνο, δεν έχουν σήματα στα κινητά και δεν έχουν ίντερνετ, τα σπίτια που ήταν ανοιχτά πλέον είναι κλειστά!! Η ενέργεια της περιοχής κάνει τον χρόνο να κυλάει πιο αργά και να παρατείνει τη νύχτα επ’ άπειρον. Περάσανε στην σκοτεινή διάσταση. Η κάθε μέρα που αυτοί θεωρούνε είναι περίπου είκοσι μέρες στον κόσμο που γνωρίζανε. Προσπαθούν οι πέντε συνάδελφοι να φύγουν από την Μόρνα και επιστρέφουν στο ίδιο σημείο…
Βιώνουν ένα παραφυσικό φαινόμενο, έχουν έρθει σε επαφή με πράγματα που θεωρούσαν ανύπαρκτα και με οντότητες που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν…
Αποφασίζουν να εισέλθουν στο ορυχείο του γαιάνθρακα, διότι εκεί πιστεύουν ότι κρύβεται κάποιο μυστικό. Έχουν μαζί τους φακούς και ένα πολύεδρο λευκό πετράδι, ένα πολύτιμο λίθο. Με αυτόν τον πολύτιμο λίθο θα ανοίξουν την είσοδο προς τις κατακόμβες του ορυχείου. Μέσα στο ορυχείο θα συναντήσουν το πνεύμα της μικρής Λίτσας Παπαλουκά. θα λύσουνε χρονικούς γρίφους. Θα βρούνε τον τύμβο του δωδεκάθεου και τα δώδεκα εξωγήινα όντα…
Οι Νύμφες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το νερό. Οι Νύμφες λειτουργούν με το βλέμμα τους. Οι Νύμφες είναι πλάσματα αιώνων. Οι Νύμφες τους είπαν ότι αν κάποιος βάλει χέρι στο θησαυρό ή επιχειρήσει να φύγει από τη Μόρνα θα την βυθίσουν σε αιώνιο σκοτάδι. Δεν πρέπει να αγγίξουν τον κρυμμένο θησαυρό.
Τι γράφουν τα παιδικά ημερολόγια;
Τι γρίφους θα συναντήσουν μέσα στο ορυχείο;
Τι κρύβει η οικογένεια Παπαλουκά και ο πρώτος δήμαρχος του χωριού Ηλίας Παπαλουκάς;
Τι σημείωμα άφησε ο Χρήστος Σιάκουρας;
Ποιοι ήταν οι Επίτροποι του Σκότους και ποιος είναι ο ρόλος τους;
Ποιος δημιούργησε τη σκοτεινή διάσταση στη Μόρνα;
Πώς βγαίνουν από την χρονοδιαστολή;
Τίνος θησαυρού ήταν οι φύλακες οι Νύμφες;
Οι Νύμφες είναι δαιμονικές;
Το ορυχείο και το γεφύρι είναι στοιχειωμένα;
Το μέρος είναι καταραμένο, είτε δεν θα φύγουν ποτέ είτε θα φύγουν νεκροί;
Θα φτάσει το τέλος της κατάρας;
Θα μπορέσουνε να ανακαλύψουν τον γρίφο της ροής του χρόνου;
Θα μπορέσουν οι πέντε υπάλληλοι της εταιρείας να φύγουν από την Μόρνα;
Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται… Ή μήπως είναι;
Είναι τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά;
Είναι άραγε όλα αυτά αποκύημα της φαντασίας των ντόπιων μέσα από ιστορίες που έχουν ακούσει και έχουν μεταφέρει ή μήπως όχι; Ειδικά σε ένα τόπο που όλες τις εποχές του χρόνου οι ώρες σκότους είναι σαφώς περισσότερες από εκείνες του φωτός.
Το γεφύρι του χωριού χρειάστηκε τρεις-τέσσερις απόπειρες για να στεριώσει, μόλις πήγαιναν να φτάσουν στο σημείο της αψίδας εκείνο κατέρρεε. Γιατί μετά το γεφύρι το μονοπάτι οδηγεί στο πουθενά;
Μέχρι και σήμερα υπάρχουν μαρτυρίες για ανεξήγητα παραφυσικά φαινόμενα στη Μόρνα, και μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας…
Ο αναγνώστης μπορεί να εκλάβει την περιπέτεια αυτή ως μια αλληγορία στην αναζήτηση της σκοτεινής πλευρά του καθενός από εμάς.
Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι σκοτεινή και δυσοίωνα, με έντονα συμβολικά στοιχεία, θα ταίριαζε στο λογοτεχνικό σύμπαν του Κάφκα, ενώ το ανοίκειο και το αλλόκοτο των συμβάντων παραπέμπουν στον Τόμας Μπέρνχαρντ και τον Στίβεν Κινγκ.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που μέρος της καθηλωτικής σαγήνης του βρίσκεται σε όσα παραμένουν υποφωτισμένα, διφορούμενα, τρομακτικά, παραφυσικά και παίρνουν μορφή κάτω απ’ τον φακό του κάθε αναγνώστη.
Φρικιαστικό, δαιμονικό και ανατριχιαστικό.
Διαβάστε το.
Ο Παντελής Παντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε ναυτιλιακά, διοίκηση επιχειρήσεων και οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Louisville απ’ όπου και αποφοίτησε με πτυχίο ΜΒΑ. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων το 2005 έως σήμερα εργάζεται στον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας. Πολυπράγμων και ανήσυχος, πάντα του άρεσε να ασχολείται και να μαθαίνει νέες δεξιότητες. Στα πλαίσια αυτά, υπήρξε αθλητής με αρκετές διακρίσεις σε υψηλό επίπεδο στα αθλήματα του taekwondo και της καλαθοσφαίρισης, αθλήματα που συνεχίζει να εξασκεί μέχρι και σήμερα. Το βιβλίο αυτό είναι η πρώτη του συγγραφική απόπειρα με την προοπτική και προσδοκία να προσφέρει κάτι φρέσκο και ενδιαφέρον στον κλάδο με τη ματιά ενός νεοεισερχόμενου συγγραφέα.
Οι απόψεις του εκάστοτε άρθρου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική άποψη του συντάκτη. Προτείνουμε, ο εν δυνάμει αναγνώστης, αφενός να προβαίνει σε έλεγχο αγοράς, για την εύρεση της πιο συμφέρουσας τιμής, αφετέρου κατά την αγορά, να επισκέπτεται οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, ώστε να ελέγξει από μόνος του, κατά πόσο το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, καλύπτει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του.